Φωτογραφία: Ο Ιωάννης Ράλλης δεξιά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη
Ο Ιωάννης Ράλλης ήταν ο τελευταίος κατοχικός πρωθυπουργός, ο εμπνευστής των επονείδιστων Ταγμάτων Ασφαλείας, που πέθανε στη φυλακή μετά την καταδίκη του.
Μια μέρα σαν σήμερα 7 Απριλίου του 1943 δημοσιεύθηκε διάταγμα περί διορισμού του Ιωάννη Δημητρίου Ράλλη ως προέδρου του υπουργικού συμβουλίου. Ο νέος πρωθυπουργός αποδέχθηκε την παραίτηση του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου.
Στην περίπτωση της κυβέρνησης Ιωάννη Ράλλη, ένας ευρύτερος και ακόμη πιο αντιπροσωπευτικός αριθμός του τότε πολιτικού κόσμου συμφώνησε για το σχηματισμό της νέας κατοχικής κυβέρνησης. Πράγματι, από το σύνολο του πολιτικού κόσμου μόνο ο Γεώργιος Παπανδρέου αρνήθηκε τη συγκατάθεσή του για το σχηματισμό αυτής της κυβέρνησης, την οποία όρκισε ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και της ευχήθηκε επιτυχία στο έργο της.
Ο Γεώργιος Ράλλης, τέως πρωθυπουργός και γιος του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη, έδωσε τη δική του εκδοχή για το σχηματισμό της κυβέρνησης του πατέρα του: «Μερικοί ανώτεροι απόστρατοι αξιωματικοί, με επικεφαλής τον στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο είχαν ανησυχήσει από την εντεινόμενη δραστηριότητα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Έκριναν ότι οι δύο αυτές οργανώσεις είχαν διαβρωθεί από τον κομμουνισμό, και με το πρόσχημα ότι πολεμούσαν τους Γερμανούς και τους Ιταλούς εφοδιάζονταν με οπλισμό από τους Άγγλους και προετοίμαζαν τη δυναμική επικράτησή τους όταν η Ελλάδα θα απελευθερωνόταν». Ο Γεώργιος Ράλλης υποστηρίζει ακόμα ότι βολιδοσκοπήθηκαν μέσω του Ιωάννη Βουλπιώτη οι Γερμανοί, οι οποίοι είχαν θετική ανταπόκριση. Και επίσης ότι, επελέγη για πρωθυπουργός ο πατέρας του ως κοινοβουλευτικός αντί του Θεόδωρου Πάγκαλου, που βαρυνόταν με την δικτατορία του και προσθέτει ότι ο ίδιος διαφώνησε με τον πατέρα του για την ανάληψη της πρωθυπουργίας και έφυγε, για αυτό το λόγο, από το σπίτι του.
Τάγματα Ασφαλείας και κομμουνιστικός κίνδυνος
Σχετικά με την επιλογή του Ιωάννη Ράλλη για την πρωθυπουργία, έχει υποστηριχθεί και μια πιο λεπτομερής εκδοχή: Σε βραδινή σύσκεψη πολιτικών προσώπων στο σπίτι του Στυλιανού Γονατά συζητήθηκε ενόψει της επικείμενης απομάκρυνσης του Λογοθετόπουλου από την πρωθυπουργία ποιος θα μπορούσε να προταθεί ως νέος πρωθυπουργός. Έγινε πρόταση στον Θεμιστοκλή Σοφούλη, που αρνήθηκε προβάλλοντας ως επιχείρημα, κυρίως, την ηλικία του. Η περίπτωση του στρατηγού Πάγκαλου αποκλείστηκε λόγω της δικτατορίας του και τελικά ο Σοφούλης πρότεινε τον Ιωάννη Ράλλη ο οποίος απάντησε ότι, εφόσον τον προτείνουν τέσσερις πρώην πρωθυπουργοί και άλλοι αρχηγοί κομμάτων, δηλαδή ελλείψει του βασιλέως ένα είδος πολιτικού συμβουλίου, αποδέχτηκε την πρόταση. Μάλιστα κατ’ αυτή την εκδοχή ο Ράλλης είπε ότι, όλοι καλώς γνωρίζουν τι σημαίνει να αναλάβει κάποιος την κυβέρνηση υπό κατοχή και μάλιστα με κατακτητές που είναι βέβαιο πλέον, μετά τις τελευταίες εξελίξεις στα Μέτωπα, ότι θα χάσουν τον πόλεμο και πρόσθεσε ότι, αν αναλάβει και αν ποτέ του αποδοθεί μομφή και παραπεμφθεί ενώπιον δικαστηρίου, να είναι βέβαιος ότι οι παριστάμενοι, ως έντιμοι πολιτικοί, θα προσέλθουν στο δικαστήριο και θα καταθέσουν το τι ακριβώς συνέβη. Επίσης κατά την ίδια εκδοχή ο Ράλλης δήλωσε ότι θα αναλάβει το σχηματισμό κυβερνήσεως εφόσον οι κατακτητές δεχτούν τη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας και εξοπλίσουν τη Χωροφυλακή για να αντιμετωπιστεί ο κομμουνιστικός κίνδυνος.
Ταγματασφαλίτες συλλαμβάνουν εργάτεςΝα σημειωθεί ότι κατά τη δίκη των δωσίλογων πρωθυπουργών, πολλοί από τους εξέχοντες πολιτικούς παράγοντες της εποχής εκείνης που είχαν λάβει μέρος σε αυτή τη νυχτερινή σύσκεψη και οι οποίοι είχαν κληθεί από τον Επίτροπο ως μάρτυρες κατηγορίας, μεταβλήθηκαν με τις καταθέσεις τους σε μάρτυρες υπεράσπισης του κατηγορουμένου Ιωάννη Ράλλη.
Σπουδαιότερη και κρισιμότερη
Η κυβέρνηση Ράλλη ασφαλώς είναι η σπουδαιότερη και κρισιμότερη, από απόψεως επιδράσεων και συνεπειών, κατοχική κυβέρνηση, που θα μείνει στην εξουσία από τον Απρίλιο του 1943 μέχρι την απελευθέρωση, δηλαδή τον Οκτώβριο του 1944. Είναι οι μήνες των κοσμογονικών γεγονότων και εξελίξεων για τα ελληνικά και όχι μόνο δεδομένα.
Οι Γερμανοί παγιδευμένοι από τη φημολογία περί συμμαχικής απόβασης στον ελληνικό χώρο, έχουν μεταφέρει ισχυρές δυνάμεις και επιβάλουν σκληρότερα μέτρα έναντι του πληθυσμού. Οι ανταρτικές οργανώσεις γιγαντώνονται και ουσιαστικά κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο εκτός των μεγάλων πόλεων. Στα βουνά υπάρχει και μια τρίτη κυβέρνηση εκτός από την κατοχική και την εξόριστη η ΠΕΕΑ. Ο κίνδυνος ενός εμφυλίου σπαραγμού είναι κοντά. Στην Αίγυπτο αμαυρώνεται το όνομα των εκεί ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με τις στάσεις στο Στράτευμα και στο Ναυτικό. Ο Ιωάννης Ράλλης εκτιμούσε ότι θα επικρατούσαν οι Σύμμαχοι, όμως ήταν κάθετος πως μόνο με τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας – υπό την καθοδήγηση της Βέρμαχτ – θα αποτρεπόταν η επικράτηση του κομμουνισμού στην Ελλάδα.
Έτσι η κυβέρνηση Ράλλη αποφάσισε το σχηματισμό των Ταγμάτων Ασφαλείας και επωμίστηκε την ευθύνη για τη δράση τους. Στη δίκη των δωσίλογων πρωθυπουργών που θα ακολουθήσει, το ζήτημα αυτό αποτέλεσε την κυριότερη κατά του Ιωάννη Ράλλη εξεταστέα αξιόποινη ή μη πράξη.
Τα Τάγματα Ασφαλειας εμφανίστηκαν στην ελληνική κατοχική σκηνή τον Ιούνιο του 1943. Τα τάγματα αυτά θα σχηματίζονταν με εθελούσια κατάταξη από έφεδρους οπλίτες και από στρατεύσιμους οι οποίοι δεν είχαν εκπληρώσει την υποχρέωση θητείας ή εκγυμνάσης.
Όπως γράφει ο Κρις Γούντχαους, αρχηγός των Βρετανών – μετά την αποχώρηση του Έντι Μάγιερς – στα ελληνικά βουνά, «…ο Ράλλης έβλεπε τα Τάγματα Ασφαλείας σαν γέφυρα για το πέρασμα της Ελλάδας από τη γερμανική κατοχή στην απελευθέρωση της από τους Συμμάχους χωρίς να μεσολαβήσει το χάος. Ο Ράλλης υπολόγιζε ότι οι Σύμμαχοι θα ήταν ευγνώμονες σε αυτόν, επειδή κράτησε την κυβερνητική μηχανή σε λειτουργία κατά τα τελευταία στάδια της κατοχής με τέτοιον τρόπο ώστε κατά την επάνοδό τους να βρουν μια Ελλάδα σε κατάσταση πολιτικής τάξης και όχι διαλυμένη εντός ενός χάους εκ του οποίου μόνον οι κομμουνισταί θα είχαν να ωφεληθούν».
Τα Τάγματα Ασφαλείας έδρασαν κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είτε μεμονωμένα είτε σε συνεργασία με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής.
Ο άθλιος ρόλος των Συμμάχων
Η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας κατά την κατοχική περίοδο είναι και παραμένει πράξη αποκρουστική και αποδοκιμαστέα, οποιασδήποτε σκοπιμότητες και αν αποδοθούν στην ίδρυση και τις δραστηριότητές τους.
Οι Σύμμαχοι κράτησαν υποκριτική στάση. Στις επίσημες διακηρύξεις τους τόσο οι βρετανοί όσο και οι αμερικανοί στρατιωτικοί ήταν καταδικαστικοί: «Ολόκληρος ο πολιτισμένος, ελεύθερος κόσμος και ιδιαίτερα ο ελληνικός λαός πληροφορήθηκε με αποτροπιασμό ότι η κυβέρνηση του «κουΐσλιγκ» Ράλλη σχηματίζει Τάγματα Ασφαλείας, σκοπός των οποίων είναι να βοηθήσουν τον κατακτητή στην κατάπνιξη της ελληνικής Αντιστάσεως. Τα μίσθαρνα αυτά όργανα της Γκεστάπο που είναι ανάξια να φέρουν το όνομα του Έλληνος», δήλωσε ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Ανεξάρτητα όμωςαπό τις επίσημες θέσεις, βρετανοί και αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν επαφές με τα Τάγματα Ασφαλείας, ιδίως στην Πελοπόννησο, και έμμεσα ενίσχυσαν την τάση εχθρών του ΕΛΑΣ να ενταχθούν σε αυτά.
Με την απελευθέρωση, ο Ιωάννης Ράλλης συνελήφθη και δικάστηκε για προδοσία. Στη δίκη του, τον Φεβρουάριο του 1945, συνήγοροί του ήταν ο γιος του και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γεώργιος Ράλλης, ο Γεώργιος Πωπ, ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης (πατέρας του Ιωάννη Βαριτσιώτη και παππούς του Μιλτιάδη στελέχη και υπουργοί της Ν.Δ.) και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, οι συνήγοροι ισχυρίσθηκαν ότι «ο Ιωάννης Ράλλης προσέφερε τεράστιες εθνικές υπηρεσίες κατά την κατοχή ενόσω ήταν πρωθυπουργός με το να αποσοβήσει τον λιμό των Ελλήνων, δίδοντας καθημερινά ένα μισθό, ενώ έσωσε επίσης πολλούς πατριώτες από το εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών και ακόμη διευκολύνοντας τη διαφυγή πολλών πολιτικών και σημαινόντων πολιτών στη Μέση Ανατολή».
Ωστόσο, το προεδρείο δεν πείστηκε. Ο Ιωάννης Ράλλης καταδικάστηκε στη δίκη των δωσίλογων πρωθυπουργών σε ισόβια δεσμά «διότι με την πράξη της ανάληψης της προεδρίας της κυβερνήσεως διευκόλυνε το έργου των κατοχικών δυνάμεων» και σε 20 χρόνια φυλάκιση και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για την προπαγάνδα που άσκησε.
Ο Ιωάννης Ράλλης πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα, στη φυλακή, στις 26 Οκτωβρίου του 1946.
Πηγή: ethnos.gr