Της Γιάννας Κούκα*
Ο καλός μας άνθρωπος δεν έστησε μόνο το αντίσκηνο στην αυτοεξορία του Κούνδουρου στο Μακρονήσι, για να μην τον φάει το κρύο, δεν απάντησε μόλις τον ρώτησε:
«Τι κάνεις;» «Θα πεθάνεις εδώ πάνω» δεν συνέχισε απλά τη δουλειά του, δεν του πήγαινε μόνο στα κρυφά φαγητό να μην πεθάνει της πείνας, ήταν εκεί, εκεί και την άγρια εκείνη νύχτα.
Την άγρια νύχτα του θανάτου.
Την νύχτα που οι οχτροί μπήκαν στην πόλη και σκότωναν τον εξεγερμένο λαό.
Που οι οχτροί ‘ριξαν την πόρτα του Πολυτεχνείου.
Που οι οχτροί τραυμάτισαν τους νέους και τις νέες.
Ο κύριος Φραγκίσκος Κουνάνης λέει:
“Μπροστά μας ο υπέροχος, ο μοναδικός, ο πραγματικός άνθρωπος και ηθοποιός Θανάσης Βέγγος. Είχε ρίξει τις πίσω θέσεις στο κιτρινόμαυρο παλιό ντάτσουν και μας έβαζε μπρούμυτα, μας σκέπαζε με κουβέρτες και από πάνω μας έβαζε μακριές πλάκες φελιζόλ, πέρναγε μέσα από τα μαύρα κοράκια και μας πήγε σπίτι μας….”
Ο καλός μας άνθρωπος περίμενε εκεί και τους έβαζε στο αυτοκίνητο.
Τους έλεγε να κάτσουν μπρούμυτα να μην τους δουν και τους σκέπαζε με κουβέρτες. Τους πέρναγε μέσα από τα μαύρα κοράκια.
Ο καλός μας άνθρωπος.
Αυτός εδώ ο πιο καλός, ο Θανάσης ο Βέγγος.
Ο ταπεινός, ο όμορφος.
Ο καλός μας, ο πιο καλός μας άνθρωπος.
Ο Θανάσης ο καλός μας.
Καλέ μας άνθρωπε.
* Από τη σελίδα της στο f/b