Δεκαετία του ’50. Εκείνα τα χρόνια
ήτανε πολύ της μόδας ή της ανάγκης
τα τσαντίρια – θέατρα.
Φιρμάτο, μάλιστα, ήτανε το
”Τσαντίρι του Παπαδόπουλου”.
”Ο ηθοποιός
είναι σαν το κρασί. Όσο πιο παλιό είναι,
τόσο πιο μεγάλη αξία έχει.”
”Αρκεί να πίνεται”,
θα συμπλήρωνα εγώ.
Αυτό το σοφό ρητό έγραφε έξω από
ένα τσαντίρι, που περιόδευε στα χωριά.
Όταν στο ίδιο χωριό την ίδια μέρα
ήρθε και ένα άλλο τσαντίρι,
με νεότερους ηθοποιούς,
ξέρεις τι κάνανε οι παλιοί
για να τους προγκήξουνε;
Καλέ, κρεμάσανε σ’ ένα σχοινί
τις άδειες των ηθοποιών
και φώναζε αυτός με την κουδούνα:
”Εδώ οι καλοί ηθοποιοί, έχουμε και
άδειες, κύριοι, περάστε να τις δείτε!”
Ο Νίκος Θηβαίος ήταν απ’ τους καλούς
κωμικούς των επαρχιακών θιάσων,
και συνήθως ήτανε
με το τσαντίρι του Παπαδόπουλου,
του οποίου την κόρη είχε παντρευτεί.
Ένα βράδυ, μετά την παράσταση,
όπως τρώγαμε μέσα στο τσαντίρι,
ένας βλάχος στεκότανε
και μας κοίταζε χωρίς να μιλάει.
Ο Θηβαίος,
βλέποντάς τον, νόμισε πως πείναγε
και του πρόσφερε λίγο φαγητό.
Ο βλάχος όμως αρνήθηκε,
λέγοντας πως δεν πεινάει.
– Ε, τότε τι θες, ρε πατριώτη;
τον ρωτάει ο Νίκος.
– Να, όταν μπήκα, εκείνος ο παλιάτσος
μού πήρε το εισιτήριο και τώρα δε μπορώ
να βγω, γιατί δεν έχω άλλα λεφτά…
Ο Ρολάνδος Χρέλιας ήταν ο πρώτος μου
δάσκαλος. Α, ήταν σπουδαίος θεατρίνος.
Αυτός είναι ηθοποιός, έλεγα μέσα μου.
Να παίζει και να σπαρταράς στο κλάμα.
Μια φορά, ο Χρέλιας, έκανε τον Γώλο,
στη ”Γενοβέφα”. Στη δεύτερη πράξη
την τυραννούσε και την έδερνε.
Ένας τσέλιγκας που καθότανε στην
πρώτη σειρά με τη γκλίτσα του στον ώμο,
θύμωσε κι ανέβηκε πάνω στη σκηνή.
Αρπάζει μ’ ένα σάλτο τον Χρέλια από
το πουκάμισο και του λέει αγριεμένα:
– Βρε τομάρ, γιατί βασανίζεις
την κουπέλα, αφού δε σε θέλει…
Η Χρέλαινα, που έκανε τη Γενοβέφα,
ξαφνιάστηκε και γυρίζει και του λέει:
– Αφήστε μας να κάνουμε
τη δουλειά μας, σας παρακαλώ.
Τα ‘χασε ο βλάχος.
– Μα ιγώ να σε σώσω θέλω
από τα χέρια αυτού του παγαπόντ!
– Αφήστε μας, κύριε, παράσταση κάνουμε,
φώναξε η Γενοβέφα.
Και ο βλάχος:
– Α! τέτοια είσαι κι ισύ;
Καλά να σ’ κάν’ τότε. Βάρα κι άλλο, μωρέ!
και κατέβηκε μεγαλοπρεπής
κι έφυγε…
Σπεράντζα Βρανά
……………………………………………………………..
Απόσπασμα από το βιβλίο: Έλα, καλέ, τώρααα!
Πηγή: Πρόσωπα