Το όνειρο κάθε κοριτσιού ήταν ένας γιούκος ψηλός μέχρι το ταβάνι.
Όσο πιο μεγάλος τόσο πιο πλούσια η νύφη!!
Αλλά η Βασίλω δεν ήταν απ τις πλούσιες.
Ορφανή από πατέρα και φτωχή. Πάλευε με την φουκαριάρα την μάνα της να τα βγάλουν πέρα…
Ήταν όμως όμορφη πολύ και έξυπνη!!
Την ομορφιά της δεν την συναντούσες εύκολα.
Φρύδια σαν γιοφύρια και μάτια ολόμαυρα όπως και τα μαλλιά της!!
Από το πατέρα της πήρε τα μάτια και τα μαλλιά απ την γιαγιά της. Ήταν κι η γιαγιά της όμορφη.
Έτσι της έλεγε ο πατέρας της.
Παλεύανε μάνα και θυγατέρα μα οι καιροί δύσκολοι και δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα πόσο μάλλον να μείνουν παράδες να κάνει κι η μάνα το χρέος της.
Να την προικίσει ήθελε αλλά με τι?
Φεύγαν από τα χωριά οι φτωχοί και πηγαίναν σε μεγάλες πόλεις η στη Γερμανία να δουλέψουν.
Μεγάλωνε η Βασίλω και γινόταν όλο και πιο όμορφη!!
Μια μέρα λέει στην μάνα της, εγώ μάνα θα φύγω θα ξενιτευτώ θα πάω στη Γερμανία στα ξαδέρφια σου.
Δεν είναι κατάσταση ετούτη…
Και πέφτει η μάνα άρρωστη απ την στεναχώρια της.
Αν θα φύγεις θα μαραζώσω της είπε.
Τι να κάνει κι Βασίλω οι δυο τους ήταν σε τούτο το κόσμο έκανε κόμπο το όνειρό της για να φύγει κι έμεινε στο χωριό.
Ξενοδούλευαν πότε εδώ και πότε εκεί.
Η Βασίλω δούλευε παραδουλεύτρα σ ένα πλουσιόσπιτο στο δίπλα χωριό. Την αγαπούσαν γιατί ήταν άξια για όλες τις δουλειές του σπιτιού τους!!
Πέντε νοματαίους πάστρευε κάθε μέρα μέχρι που έπεφτε ο ήλιος.
Το αντρόγυνο την θυγατέρα τους και τους παππούδες.
Όλοι τους καλοί και την προσέχαν.
Είχαν κι ένα γιο αλλά σπούδαζε. Τον είχαν στείλει λέει στην Αμερική να σπουδάσει να γίνει γιατρός.
Δεν τον ήξερε η Βασίλω αλλά είχαν μια φωτογραφία του στολισμένη και κει τον είδε.
Μικρός. Καμιά δεκαπενταριά χρονών θα ήταν.
Όλη η οικογένεια μαζί κι αυτός δίπλα απ τον παππού!!
Το σπίτι ήταν στις χαρές του. Πάντρευαν την θυγατέρα τους και όλοι ήταν σε μεγάλα κέφια.
Θα ερχόταν κι ξενιτεμένος γιος τους.
Τελείωσε τις σπουδές του θα γύρναγε στον τόπο του, στο σπίτι του ξετελεμένος γιατρός!!
Η χαρά τους μεγάλη!! Από τώρα κερνούσαν τον κόσμο για τα συχαρίκια.
Έφτασε η μέρα που ήρθε ο γιος τους ο Κωστής από τα ξένα κι ένα τραπέζι μεγάλο στρωμένο στην σάλα κι όλοι οι μεγάλοι του χωριού εκεί.
Ο παπάς, ο δάσκαλος, ο πρόεδρος, ο γραμματικός συγγενείς και φίλοι του Κωστή μαζεμένοι να τον υποδεχτούν!!
Σαν τον είδε η Βασίλω λαχτάρησε η καρδιά της και χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζε πως την άκουγαν..
Τον τράταρε νερό εκείνο ζήτησε ο κουρασμένος και την ρώτησε
πως σε λένε? Βασίλω του είπε κι έγινε κατακόκκινη.
Αυτό ήταν!! Ο Κωστής την ερωτεύτηκε!!
Έγινε ο γάμος της αδερφής του, ηρεμήσανε λίγο τα πράγματα και μια μέρα φωνάζει ο πατέρας τον γιο του και του λέει.
Πες μου παιδί μου τώρα που γύρισες τι σκοπό έχεις?
Θα μείνεις θα φύγεις ξανά να πας πίσω στην Αμερική?
Θα μείνω πατέρα του είπε!! Θα μείνω και θα ανοίξω ιατρείο εδώ
στο χωριό μας!! Κεφαλοχώρι είναι κι άλλο ιατρείο δεν έχει.
Χαρούμενος ο πατέρας του λέει, πε μου παιδί μου για την χαρά που μου’ δωσες τι θέλεις να κάνω.
Τον κοίταξε στα μάτια ο Κωστής. Θέλω να πας να γυρέψεις την Βασίλω να την κάνω γυναίκα μου!!
Δυο δάκρυα στάξανε απ τα μάτια του πατέρα. Δεν σκέφτηκε καθόλου πως ήταν φτωχιά και πως δεν ταίριαζε στην οικογένειά τους. Μάνα και κόρη δεν πιστεύανε ετούτη την καλοτυχιά!!
Μάνα εγώ δεν έχω προίκα, δεν έχω σκουτιά δεν έχω γιούκο πως θα βγω νύφη απ το σπίτι τι θα δει ο κόσμος τι θα κουβαλήσει το ψίκι? Γέλασε η μάνα!!
Αρχίζουν οι ετοιμασίες.. Γίνανε τ αρραβωνιάσματα!!
Βιαστικός ο γαμπρός τους είπε σε τρεις μήνες θα γίνει ο γάμος!!
Πήρε την Βασίλω μια μέρα πήγαν στο παζάρι και της λέει, ψώνισε ό,τι λαχταράς για σένα για την μάνα σου και για την προίκα σου!!
Τα καλύτερα θα πάρεις γιατί σου αξίζουν!!
Κι έκανε ένα γιούκο η Βασίλω που δεν ξανάγινε τέτοιος εκεί γύρω..
Κάθε κοριτσιού το όνειρο ένας γιούκος κι ένας γάμος ήταν εκείνα τα χρόνια..
Κι Βασίλω με τα γιοφυρένια φρύδια τα μαύρα μάτια και την αξιοσύνη της το πέτυχε!!
Ελευθερία Λάππα
Πηγή: Ομφαλός της γης