Ἦταν ἀξιωματοῦχοι τοῦ Πέρσου βασιλιὰ Σαπὼρ τοῦ Β’. Ἐπειδή, ὅμως, ὁμολόγησαν ὅτι εἶναι χριστιανοί, συνελήφθησαν καὶ μαστιγώθηκαν σκληρά. Ἔπειτα, τοὺς ἔριξαν στὶς φλόγες μιᾶς μεγάλης φωτιᾶς. Ἀλλὰ οἱ θερμὲς δεήσεις τους πρὸς τὸν Θεὸ προκάλεσαν φοβερὴ θύελλα μὲ βροχή, ποὺ ἔσβησε τὴν φωτιά. Αὐτὸ προκάλεσε φόβο στοὺς Πέρσες , καὶ τὸν ἴδιο τὸ Σαπώρ, μὲ ἀποτέλεσμα να’ ἀναβάλει, τὸν θάνατο τῶν γενναίων χριστιανῶν.
Ἀλλὰ μετὰ μερικὲς μέρες, τοὺς ἔφερε καὶ πάλι στὸ κριτήριο. Ἀφοῦ εἶδε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ἀλλάξει τὸ χριστιανικό τους φρόνημα, ἀποκεφάλισε πρῶτο τὸν Ἀφθόνιο. Ἔπειτα, ἀπευθυνόμενος στὸν Ἐλπιδοφόρο, τοῦ εἶπε νὰ φανεῖ λογικός, σὰν ἐγγράμματος ποὺ ἦταν καὶ μποροῦσε νὰ διακρίνει τὸ ψέμα ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὁ Ἐλπιδοφόρος του ἀποκρίθηκε ὅτι γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς πιστεύει στὸν Χριστό, διότι Αὐτὸς εἶναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Δηλαδὴ ὁ σωστὸς δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια καὶ στὴν πραγματικὴ καὶ πηγαία ζωή, ποὺ ἀξίζει κανεὶς νὰ πεθάνει γι’ αὐτή.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἐλπιδοφόρου ἐξαγρίωσε τὸν Σαπὼρ καὶ ἀμέσως τὸν ἀποκεφάλισε. Οἱ θυσίες αὐτὲς ἐνθάρρυναν ἀκόμα περισσότερο τοὺς ὑπολοίπους, καὶ ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους. Τότε ὁ Σαπὼρ διέταξε νὰ τοὺς ρίξουν μέσα σὲ ἀναμμένο καμίνι.
Ἔτσι, μαρτυρικὰ καὶ ἔνδοξα, παρέδωσαν ὅλοι τὴν μακαρία ψυχή τους στὸ ζωοδότη Χριστό.