Γράφει ο Νικόλαος Φουκαράκης
Μία φορά πριν πολλά χρόνια τότε που άκουγε κάποιος για Αθήνα την πρωτεύουσα μας και ονειρευόταν να ζει σ ‘αυτήν η να την ζούσε έστω για λίγο από κοντά να θαυμάσει όσα είχε ακούσει για κείνη μια εύθυμη ιστοριούλα.
Εκείνα τα χρόνια λοιπόν πήγε μια χρονιά για λίγο καιρό και το Μαριώ από το χωριό σε κάτι συγγενούς του και έμεινε μαζί τους και μετά επέστρεψε και πάλι στο χωριό του.
Σαν γύρισε στο χωριό σε όλους έδειχνε τους καλούς τρόπους που απέκτησε το διάστημα αυτό που έλειπε στην Αθήνα και μιλούσε παντού με τα πρωτευουσιάνικα και με περισσή ευγένεια.
Μία μέρα το έστειλε λοιπόν η μάνα του να πάει στο κήπο με το γαϊδουράκι τους φαγητό.
Σαν έφτασε στον κήπο το γαϊδουράκι στην ευγενική εντολή του Μαριού να σταματήσει να κατέβει αυτό δεν υπάκουσε και συνέχισε .
“Σε παρακαλώ σταμάτησε να κατέβω, σε παρακαλώ σταμάτα, μα γιατί;; σε παρακαλώ σταμάτα” αυτά έλεγε συνεχώς η Μαριώ ώσπου βλέποντας τον ευγενικό και μάταιο αγώνα που έδιδε το Μαριώ ένας χωριανός της που την είδε ενώ έσκαφτε τον κήπο του εκεί κοντά πετιέται και της λέει :
Κακομοίρα μου Μαριώ άσε τις ευγένειες στον γάιδαρο γιατί άμα δεν του σύρεις το χαλινάρι και τους πεις “μπρσοουυυύ” δα σε φτάξει στην χώρα.
Φωτογραφία: Πίνακας Εθνικής Πινακοθήκης – Νίκου Λύτρα