Γράφει ο Κώστας Τσικνάκης*
«Στις 20 του μηνός πήγα ώς το πεδίο της μάχης για να αντικρύσω τη φρίκη μέσα ’πό τη βρόμα παραμορφωμένων πτωμάτων Ελλήνων και Ιταλών, στρατιωτών και αξιωματικών. Έκανα και έρευνα για να διαπιστώσω ταυτότητας… Θυμήθηκα τον Άμλετ του Σαίξπηρ, και μ’ ετυραννοῦσε ένα αγαναχτισμένο “γιατί”! Σ’ ενός νεκρού βρήκα στο φυλλάδιό του στίχους του Σολωμού για τον Έρωτα. Το απόγευμα βρήκα μια πίπα και κάπνιζα διαρκώς ένα βαρύ και θαυμάσιο αλβανικό καπνό και ήπια κάμποσο κονιάκ μαζί με τον Α. Το βράδυ κοιμήθηκα στριμωγμένος με το συνάδελφο Δ. Πού να κοιμηθώ όμως μες στα βράχια; Όλο κάπνιζα και θυμόμουν το σπίτι μου, το χωριό μου, τις γυναίκες, μια αυριανή κοινωνία…».
Το παραπάνω απόσπασμα, γραμμένο στις 20 Νοεμβρίου 1940, προέρχεται από το «Ημερολόγιο Πολέμου (1940-1941)», το οποίο κρατούσε ο γιατρός Γρηγόρης Αγγελόπουλος κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.
Το χειρόγραφο, που αποτελείται από δύο τμήματα, εναπόκειται σήμερα στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας. Εκδόθηκε το 2011 από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και τις Εκδόσεις Βιβλιόραμα. Για τη μεταγραφή και την επιμέλειά του φρόντισε ο υποφαινόμενος.
Αποτελεί μία από τις πολυτιμότερες πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας για το κλίμα που κυριαρχούσε στις τάξεις του ελληνικού στρατεύματος κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων στα βουνά της Αλβανίας.
Ο Γρηγόρης Αγγελόπουλος, ο συντάκτης του «Ημερολογίου Πολέμου», δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Γεννήθηκε στο χωριό Άρις της Μεσσηνίας το 1914. Τα εγκύκλια γράμματά του τα διδάχτηκε στο Γυμνάσιο Μεσσήνης. Στη συνέχεια, σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1938. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ελκύστηκε από τις αριστερές ιδέες και εντάχθηκε στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας. Το 1940 υπηρέτησε στη Σχολή Εφέδρων της Κέρκυρας. Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Τα χρόνια της Κατοχής, μέσα από τις γραμμές του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Μετά τον Πόλεμο, ακολουθώντας τη μοίρα πολλών αγωνιστών της Αριστεράς, εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Αποφυλακίστηκε το 1951 και τα επόμενα χρόνια σταδιοδρόμησε επαγγελματικά ως νευρολόγος-ψυχίατρος. Παράλληλα, συμμετείχε στα πολιτικά δρώμενα της εποχής. Πέθανε το 1989.
Το πρώτο τμήμα του «Ημερολογίου Πολέμου», περιλαμβάνει τις εγγραφές από την 28η Οκτωβρίου ώς την 31η Δεκεμβρίου 1940. Αυτές, είναι γραμμένες με μολύβι μαύρου ή καστανού χρώματος σε κοινό, μικρών διαστάσεων, τετράδιο της εποχής, χωρίς εξώφυλλο. Το δεύτερο τμήμα, περιλαμβάνει τις εγγραφές από την 1η Ιανουαρίου ώς την 23η Απριλίου 1941. Σχεδόν όλες, είναι γραμμένες με μολύβι μαύρου χρώματος, σε ιατρικό σημειωματάριο μικρών διαστάσεων.
Μπορούμε να φανταστούμε τις στιγμές σύνταξης του «Ημερολογίου Πολέμου» και να προσεγγίσουμε την ψυχολογία του συντάκτη του. Αργά τη νύχτα, όταν είχε ολοκληρώσει την υπηρεσία του, φέρνει στο μυαλό του όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Κάτω από το φως του κεριού γράφει με άκρα επιμέλεια. Τα συναισθήματα που τον διακατέχουν είναι έντονα.
Μόλις τέλειωνε κάθε εγγραφή, φαίνεται πως έλεγχε στοιχειωδώς όσα είχε γράψει. Σε περίπτωση που δεν τον ικανοποιούσαν, επανερχόταν με συμπληρώσεις στο περιθώριο και στα διάστιχα ή σβήνοντας και ξαναγράφοντας το κείμενο. Έτσι εξηγείται γιατί υπάρχουν ορισμένα σκισμένα φύλλα και στα δύο τμήματα του «Ημερολογίου Πολέμου».
Οι εγγραφές στο «Ημερολόγιο Πολέμου» του Γρηγόρη Αγγελόπουλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, ξεκινούν την 28η Οκτωβρίου 1940 και τερματίζονται την 23η Απριλίου 1941. Καλύπτουν δηλαδή όλη την περίοδο από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων στο Αλβανικό Μέτωπο ώς την κατάρρευση και την οπισθοχώρηση. Είναι εστιασμένες, κατά κύριο λόγο, στο νοτιανατολικό τμήμα της Αλβανίας, στο οποίο υπηρέτησε ως γιατρός διαφόρων στρατιωτικών μονάδων.
Καθημερινά σχεδόν ο συντάκτης του καταγράφει στο χαρτί, άλλοτε συνοπτικά και άλλοτε εκτενέστερα, όσα είχαν πέσει στην αντίληψή του τις προηγούμενες ώρες αλλά και τις μύχιες σκέψεις του.
Η μόνη περίοδος, κατά την οποία δεν γράφει συστηματικά, είναι το χρονικό διάστημα από τις 17 ώς τις 25 Μαρτίου 1941. Τότε, ύστερα από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε, βρέθηκε για ανάρρωση στα Γιάννενα. Στην «ασυνέπεια» που παρατηρείται φροντίζει όμως να δώσει ο ίδιος λύση. Έτσι, στην αρχή της εγγραφής της 26ης Μαρτίου 1941, προτού αναφερθεί στα γεγονότα της ημέρας, περιγράφει συνοπτικά όλες τις κινήσεις του των προηγούμενων ημερών.
Το «Ημερολόγιο Πολέμου» ξεφεύγει από την πεπατημένη ανάλογων μαρτυριών της εποχής. Δίνει μια άλλη όψη του Πολέμου, διαφορετική από εκείνη, την οποία ώς τώρα γνωρίζουμε. Το ηρωικό στοιχείο κάπως υποχωρεί και αναδεικνύονται άλλες πλευρές του. Με ζωντανά χρώματα παρουσιάζεται η φρίκη του. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα αντιπολεμικό κείμενο.
Τα γεγονότα δεν ωραιοποιούνται από τον συντάκτη του χειρογράφου. Στόχος του είναι να περιγράψει, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, όσα συνέβαιναν καθημερινά. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η μεγάλη σημασία που έχει για την ιστορική έρευνα η μαρτυρία του.
Σε όλες σχεδόν τις σελίδες περιγράφεται η πολύμηνη, μεγαλειώδης πορεία του ελληνικού στρατού στα βουνά της Αλβανίας. Ο θαυμασμός του για τις ηρωικές πράξεις των Ελλήνων φαντάρων, που, με ανύπαρκτο ουσιαστικά εξοπλισμό έφεραν σε πέρας ένα τιτάνιο έργο, είναι διαρκής. Διατυπώνεται με ποικίλους τρόπους. Στις κινήσεις τους, τους παρωθούσε καθημερινά η θέρμη για τη νίκη εναντίον του ξένου εισβολέα στη χώρα τους.
Παράλληλα, όμως, καταδικάζονται ορισμένες απεχθείς συμπεριφορές. Όπως, του διοικητή ενός τάγματος, που, ύστερα από μία μάχη, υποχρέωσε τους στρατιώτες του να πλιατσικολογήσουν για λογαριασμό του, μη διστάζοντας να σκοτώσει κάποιον, που καθυστερούσε να εκτελέσει τις εντολές του.
Τις περιπτώσεις των αυτοτραυματιών και όσων αυτομολούσαν στο εχθρικό στρατόπεδο, ενέργειες που τιμωρούνταν με θάνατο, τις αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό. Δεν εξάγει εύκολα συμπεράσματα. Προσπαθεί να εισχωρήσει στην ψυχή τους. Να καταλάβει την ψυχολογία των συγκεκριμένων στρατιωτών και τα κίνητρα που τους ωθούσαν σε τέτοιες απελπισμένες πράξεις.
Σεβασμό όμως δείχνει ο συντάκτης του «Ημερολογίου Πολέμου» και για Ιταλούς στρατιώτες. Παρότι ήταν εισβολείς, εκθειάζεται η γενναιότητά τους σε κάποιες επιχειρήσεις. Τις παραδόσεις αρκετών στο ελληνικό στρατόπεδο, αμέσως μόλις αναλάμβαναν στρατιωτική δράση, αποδίδει στα αντιφασιστικά αισθήματά τους.
Οι σκηνές που διασώζει γι’ αυτούς, ορισμένες φορές, είναι συγκινητικές. Ξεχωρίζει εκείνη που Ιταλοί αιχμάλωτοι, συντροφιά με Έλληνες στρατιώτες, προσπαθούν να ζεσταθούν από το τσουχτερό κρύο, γύρω από τη σόμπα μιας στρατιωτικής μονάδας. Αλλού, περιγράφει την πορεία ενός Ιταλού στρατιώτη, ο οποίος έχει αυτομολήσει. Στον δρόμο του, βρίσκει έναν τραυματισμένο Έλληνα στρατιώτη. Χωρίς δισταγμό, τον βάζει στον ώμο του και τον οδηγεί σώο στο ελληνικό στρατόπεδο, όπου τελικά και παραδίδεται.
Μια άλλη, ενδιαφέρουσα πλευρά, που θίγει στο «Ημερολόγιο Πολέμου» ο συντάκτης του, είναι οι πληροφορίες για όσα εξελίσσονταν ύστερα από κάθε μάχη. Τότε, που αναλάμβανε ο ίδιος δράση, μαζί με τους τραυματιοφορείς. Το σκηνικό που περιγράφει, σοκάρει, με την ωμότητά του.
Το έδαφος, σε τέτοιες περιπτώσεις, ήταν γλιστερό. Το χιόνι, ποτισμένο με αίμα, είχε παγώσει. Οι κινήσεις, στον εφιαλτικό αυτό χώρο, αποβαίνουν εξαιρετικά δύσκολες. Ανάμεσα σε πεσμένα καταγής σώματα και διαμελισμένα μέλη αναζητούνται με αγωνία τραυματίες, προκειμένου να μεταφερθούν εσπευσμένα στα χειρουργεία, μήπως και τελικά διασωθούν. Οι νεκροί, περισυλλέγονται με προσοχή και, τις περισσότερες φορές, θάβονται σε πρόχειρους τάφους.
Από τη διεισδυτική ματιά του συντάκτη του χειρογράφου δεν ξεφεύγουν και όσα διαδραματίζονταν μόλις έπεφτε η νύχτα. Τότε, που πυκνό σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα, το κρύο ήταν διαπεραστικό και ο ύπνος καθίστατο αδύνατος.
Την ψυχρή ατμόσφαιρα διαπερνούσαν οι φωνές των τραυματιών που ζούσαν το δικό τους μαρτύριο. Τις ώρες εκείνες, όσοι είχαν επιζήσει, βίωναν προκαταβολικά την αγωνία της επόμενης μέρας. Για να διασκεδάσουν τους φόβους τους επέλεγαν τον δικό τους τρόπο αποστασιοποίησης από τα διαδραματιζόμενα. Άλλοι έγραφαν σε αγαπημένα τους πρόσωπα, άλλοι συζητούσαν χαμηλόφωνα όσα είχαν αντιμετωπίσει κατά τις επιχειρήσεις, άλλοι διασκέδαζαν, παίζοντας χαρτιά. Η τελευταία ενασχόληση φαίνεται πως είχε υπερβεί τα όρια, γεγονός που οδήγησε τους διοικητές των μονάδων να πραγματοποιήσουν ανακρίσεις και να τιμωρήσουν όσους συνελήφθησαν να χαρτοπαίζουν.
Μέσα σε αυτές, τις πρωτόγνωρες για όλους συνθήκες, αναζητούνταν τρόποι χαλάρωσης. Η διασκέδαση, ιδίως την περίοδο της Αποκριάς, δεν έλειπε. Πέρα από την ακρόαση μουσικής από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών –ανάμεσα στους λίγους τυχερούς που είχαν αυτή τη δυνατότητα ήταν και ο συντάκτης του «Ημερολογίου Πολέμου»– οργανώνονταν συχνά γλέντια από τους στρατιώτες.
Η περιγραφή ενός τέτοιου μικρού γλεντιού, που οργανώθηκε στις 2 Μαρτίου 1941 το βράδυ, δείχνει την άλλη πλευρά του Πολέμου. Στη μικρή παρέα, συμμετείχε και ο Βασίλης Τσιτσάνης, που, κάποια στιγμή, έπαιξε τα «δικά του νέα σερέτικα», δημιουργώντας μεγάλο κέφι.
Ο συντάκτης του «Ημερολογίου Πολέμου» δίνει μεγάλη έμφαση στις συζητήσεις που διεξάγονταν τις νυχτερινές ώρες. Οι πληροφορίες που κατέφθαναν από διάφορες πηγές για τις πολεμικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, ήταν αντικρουόμενες. Μ’ έναν τρόπο, που πραγματικά εκπλήσσει, αποτέλεσμα βεβαίως μιας συγκροτημένης πολιτικής σκέψης, που είχε σχηματιστεί ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, συσχετίζει κινήσεις και γεγονότα που διαδραματίζονται σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, προσπαθώντας να βγάλει συμπεράσματα για τις επόμενες κινήσεις αλλά και για την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στην Αλβανία. Τις πληροφορίες για τις γερμανορωσικές συνεννοήσεις αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό καθώς δεν μπορεί να τις δικαιολογήσει.
Οι ελληνικές πολιτικές εξελίξεις δεν τον απασχολούν ιδιαίτερα. Απλώς καταγράφονται, χωρίς όμως περαιτέρω σχόλια. Έτσι, στις 29 Ιανουαρίου 1941, αναφέρεται ο θάνατος του Ιωάννη Μεταξά και ο σχηματισμός κυβέρνησης, την επομένη, από τον Αλέξανδρο Κορυζή.
Σταδιακά, ωστόσο, ο συντάκτης του «Ημερολογίου Πολέμου» αλλάζει στάση. Με λεπτή ειρωνεία σχολιάζει τα διαδραματιζόμενα. Στην εγγραφή της 18ης Απριλίου αναφέρει τον θάνατο του Αλέξανδρου Κορυζῆ. Στις επόμενες, λίγες εγγραφές, ασκεί, απερίφραστα πλέον, κριτική για την ολιγωρία που επιδείκνυε η νέα κυβέρνηση. Στο τέλος πλέον του «Ημερολογίου Πολέμου», ως κατακλείδα, σχολιάζει δηκτικά τη μορφή τελικά που έλαβε η πολεμική επιχείρηση της Αλβανίας.
Η μαρτυρία του Γρηγόρη Αγγελόπουλου αποδεικνύεται πολύτιμη και για τον χώρο διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων. Σαν ένας ώριμος ιστορικογεωγράφος, περιγράφει τους ορεινούς όγκους της Αλβανίας. Δίνει, επίσης, ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη χλωρίδα της, τις πόλεις, τα χωριά της και τη ρυμοτομία.
Με πολύ ζωντανά χρώματα περιγράφει τη ζωή των κατοίκων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Επικεντρώνει την προσοχή του σε χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες τους, με τις οποίες συναναστράφηκε, και αναφέρεται στην ιδιαίτερα αυξημένη παρουσία της ελληνικής μειονότητας στην περιοχή.
Η έκρηξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, τα ξημερώματα της Δευτέρας, 28 Οκτωβρίου 1940, αποτελεί μία σημαντική στιγμή στη νεοελληνική ιστορία. Σύγχρονες πηγές, όπως αυτή, για την οποία έγινε λόγος, βοηθούν στην ακόμα καλύτερη κατανόηση όσων επιβλητικών γεγονότων συντελέστηκαν στα βουνά της Αλβανίας τους μήνες που ακολούθησαν.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς, Φιλόλογος, Συγγραφέας και Ιστορικός και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)