Μια απόφαση που πάρθηκε από τις κεφαλές του κράτους, τους χώρισε και δεν την ξανά είδε ποτέ.
Εκείνος δέκα εφτά και κείνη δέκα πέντε. Τα σπίτια κοντά κοντά και οι οικογένειές τους είχαν πολύ καλές σχέσεις, με σεβασμό η μια στην άλλη για τα ήθη και έθιμα τους.
Τουρκάλα ήταν η Φατιμέ. Ήταν από κείνους τους τούρκους που έμεναν ανάμεσά μας για χρόνια, ώσπου οι κυβερνώντες μια μέρα δώσανε την εντολή να φύγουν από τον τόπο μας.
Τα μαζέψανε και φύγανε και μέσα στην αναμπουμπούλα του φευγιού μπόρεσε μόνο να της πει, θα ψάξω να σε βρω.
Φύγανε κι άδειασε ο τόπος για τον Δήμο.
Άδειασε ο τόπος μαζί και η ζωή του, πριν καλά καλά αρχίσει..
Έφυγε έτσι βιαστικά και πήρε την καρδιά του και τα όνειρά του όλα μαζί της. Μα και κείνη το ίδιο ένιωθε.
Ένιωθε πως πίσω άφησε την δική της την καρδιά και σαν η μάνα της την ρώταγε στα αναστενάγματά της τι έχεις Φατιμέ μου; Απάντησε δεν έπαιρνε. Και τι να της πει;
Πως η καρδιά της είχε μείνει πίσω; Ο κάθε ένας στον τόπο του πια προσπαθούσε να συνεχίσει την ζωή του χώρια και μακριά ο ένας από τον άλλο. Κάνανε όνειρα οι δυο τους σαν βλέπονταν στα κρυφά για πολύ λίγο.
Μια φορά την εβδομάδα που οι γονείς της κάνανε την καθιερωμένη τους επίσκεψη σε ένα φιλικό ζευγάρι στο διπλανό χωριό. Χρόνια το κάνανε αυτό. Κάθε Δευτέρα έρχονταν εκείνοι και κάθε Πέμπτη πηγαίναν οι γονείς της. Μάλλον ετοιμάζονταν να συμπεθεριάσουν.
Να παντρέψουν την μεγαλύτερη κόρη τους με τον γιο τους. Πολλές οι φορές που λέγανε στην Φατιμέ, μετά είναι η σειρά σου και κείνης η καρδιά γινότανε κομμάτια.
Ποια σειρά της; Εκείνη τον Δήμο ήθελε και πως να τους το πει;
Το κεφάλι της θα έχανε κι ο Δήμος το δικό του.
Και δεν την ένοιαζε για το κεφάλι της, αλλά που δεν θα τον ξανάβλεπε. Μόνο το χέρι της, της κράτησε. Το χέρι της και την κοίταζε μέσα στα μάτια. Πουθενά αλλού δεν έριξε τα μάτια του. Πουθενά. Είχε ένα σημαδάκι η Φατιμέ στο αριστερό της μάγουλο δίπλα από το μάτι της. Από χτύπημα που παραλίγο να χάσει το φως της, αλλά της άφησε ένα σημάδι.
Μια μικρή ουλή κι ο Δήμος την είχε αγαπήσει κείνη την ουλή, όπως και την ελιά που είχε στο δεξί της χέρι στο τελείωμα της παλάμης της ανάμεσα στα δάχτυλά της.
Έφυγε και έμεινε αυτός με την εικόνα της μόνο, και κείνα τα μαύρα της τα μάτια να χάνονται μες τα δικά του. Και κείνο το άγγιγμα των χεριών τους σαν της το κράταγε στα δικά του ήταν πάντα ζωντανό στη θύμησή του.
Από μικρά αγαπηθήκανε που τα άφηναν και παίζανε. Ανταλλάζανε επισκέψεις οι μανάδες τους. Κι όταν άρχισε η Φατιμέ να μεγαλώνει, όταν έγινε δέκα και κείνος δώδεκα δεν ξαναπαίξανε ποτέ. Μόνο την έβλεπε μια φορά την εβδομάδα στα κρυφά για λίγο την μέρα που πηγαίναν επίσκεψη οι γονείς της στο διπλανό χωριό. Για πολύ λίγο την έβλεπε στο πίσω μέρος του σπιτιού της, εκεί που ήταν κάποιος θάμνος ψηλός και δεν τους έβλεπε κανείς.
Μα η αδερφή της, σαν έπαιρνε είδηση πως λείπει, έβγαινε στο παραθύρι και την φώναζε κι η Φατιμέ έτρεχε να της πει από άλλο σημείο, εδώ είμαι, να μην ακουστεί η φωνή της από τον θάμνο πίσω από το σπίτι τους.
Τα χρόνια περνούσαν μα η αγάπη του όχι. Τριάντα πέντε χρονών ο Δήμος, είχε τελειώσει την ιατρική και είχε χτίσει ένα καλό όνομα στον χώρο της υγείας. Τίποτα όμως δεν του έδινε χαρά. Στη σκέψη του είχε καρφωθεί η Φατιμέ. Κάθε χρόνο πήγαινε στην Τουρκία και όργωνε τους δρόμους που πιθανόν να ζούσε η Φατιμέ του. Κάθε χρόνο. Από πληροφορίες που συγκέντρωσε όλα τα χρόνια και που συνεχώς μάθαινε καινούργιες.
Κάθε χρόνο. Μα ποτέ δεν έμαθε κάτι στα σίγουρα. Άντε και μάθαινε…πως θα την έβλεπε; Μα η αγάπη δεν τα υπολογίζει ετούτα. Αυτός ήθελε να το κάνει. Της το είχε πει, θα ψάξω να σε βρω και δεν τον εμπόδιζε τίποτα.
Στην Τουρκία πήγαινε με βάση την επιστήμη του και με την βοήθεια ενός Τούρκου φίλου που πέρασε ένα διάστημα από το νοσοκομείο που εργαζόταν στα πλαίσια μιας ιατρικής έρευνας αλλιώς δεν μπορούσε να πάει. Του εμπιστεύτηκε τον έρωτά του.
Είχε και κείνος έναν κρυφό έρωτα και σαν άκουσε τον Δήμο, του είπε θα σε βοηθήσω. Μα τίποτα…
Και όσο εκείνος γύρναγε τους δρόμους και τα στενά της πόλης που οι πληροφορίες λέγανε πως ζούσε η Φατιμέ του, πάντα με τον φίλο του παρέα, κάπου σε ένα σπίτι εκεί στα στενά που τριγυρνούσε, μια γυναίκα παντρεμένη με δυο παιδιά, με μια ουλή στο αριστερό μάγουλο δίπλα από το μάτι και μια ελιά στο δεξί χέρι στο τελείωμα της παλάμης ανάμεσα στα δάχτυλα θρηνούσε για τον πατέρα των παιδιών της που πρόσφατα έχασε.
Μα πιο πολύ θρηνούσε για μια αγάπη που ποτέ δεν ξαναείδε κι ας της είπε, θα ψάξω να σε βρω. Πως να την βρει;
Εκείνη όλα αυτά τα χρόνια ζούσε με την σκέψη του. Πως να είναι τώρα; Άντρας πια.. Θα έχει κάνει οικογένεια; Την ξέχασε; Την θυμάται; Την ψάχνει; Παντρεύτηκε γιατί έτσι έπρεπε.
Καλός ο άντρας της μα δεν ήταν το αγόρι που έβλεπε κρυφά στο θάμνο. Και πατέρας καλός μα άτυχος και κείνος και όλοι τους. Έφυγε νέος από ατύχημα στην δουλειά του. Πέρασε ένας χρόνος που τον έχασε η Φατιμέ και τον έκλαψε πολύ. Ήταν καλός!
Μα δεν ήταν ο Δήμος της. Εκείνος που δεν την κοίταξε ποτέ κάπου αλλού, παρά μόνο στα μάτια.
Που της χάιδευε με το βλέμμα την ουλή και της κρατούσε το χέρι με την ελιά στο δικό του. Όλη μέρα τον σκεφτόταν και το βράδυ, ζητούσε συγχώρεση από τον Αλλάχ και έπεφτε να κοιμηθεί στην αγκαλιά του.
Για χρόνια ολόκληρα ετούτη η ιστορία, ακόμα και παντρεμένη. Δεν ξέρει αν ο Αλλάχ την συγχώρεσε, μα κείνο που ξέρει είναι πως αποφάσισε να μην του ξαναζητήσει συγνώμη, μα και κείνος την βαρέθηκε κάθε βράδυ το ίδιο και το ίδιο..
Στο κάτω κάτω αυτός πρέπει να της ζητήσει συγνώμη. Αυτός που τους χώρισε γιατί λέει πως η αγάπη, πάνω από όλα είναι.
Η αγάπη δεν ξέρει από θρησκείες γιατί η ίδια η αγάπη θρησκεία είναι.
Και ενώ βαδίζανε με τον φίλο του και λέγανε πως και τούτη την φορά δεν καταφέρανε να εντοπίσουνε κάποιο ίχνος της, και πως ο Δήμος θα έφευγε την επομένη, κάποιος βγήκε από ένα σπίτι και φώναξε, Αλλάχ Αλλάχ βοήθεια. Τρέχουν κι οι δυο προς το σπίτι και τον ρωτάει ο φίλος του, τι συμβαίνει.
Έπαθε πάλι κρίση του είπε η μπάμπω η Ασένα και μπήκαν και οι τρεις μέσα αφού έμαθε πως κι ο Δήμος ήταν γιατρός και φίλος.
Τρέξανε στον οντά της μπάμπως και κείνη χτυπιόταν κι έβγαζε αφρούς από το στόμα.
Μια γυναίκα ήταν δίπλα της και της είχε βάλει την άκρη της παλάμης της να την δαγκώνει. Έτσι της είχαν πει. Πως σαν την πιάνει κρίση να της βάζουν στο στόμα κάτι, έτσι ώστε να μην κλείνει ώσπου να της περάσει. Και κείνη μη έχοντας κάτι να της βάλει, έβαλε την άκρη από το δεξί χέρι της.
Την άκρη από την παλάμη της, κι ο Δήμος είδε την ελιά της. Και σαν το είδε τούτο σήκωσε τα μάτια του να ψάχνει για την ουλή στο μάτι. Είχε γλιστρήσει η μαντίλα της και την είδε. Μαζί της είδε και τα μάτια της Φατιμέ και την έκπληξή της γιατί και κείνη τον γνώρισε. Κι όσο ο Αχμέτ ο φίλος του, της έπαιρνε τον σφυγμό εκείνος ζήτησε ένα σκληρό αντικείμενο, ένα κουτάλι να βάλει στο στόμα της μπάμπως.
Και σαν έπιασε το χέρι της Φατιμέ να το βγάλει απ το στόμα της, εκείνο το άγγιγμα που νιώσανε οι δυο τους, τους βούρκωσε τα μάτια και με πολύ μεγάλη προσπάθεια δεν φανερωθήκανε στους άλλους. Σαν ταχτοποίησαν την Ασένα και σαν άρχισε να συνέρχεται φύγανε. Θα ξανάρθω το βράδυ τους είπε ο Αχμέτ να δω την μπάμπω. Ξέσπασε σε κλάματα σαν βγήκαν έξω, αγκάλιαζε τον φίλο του λέγοντας την βρήκα. Η Φατιμέ μου είναι εδώ σ’ αυτό το σπίτι μέσα. Και εξήγησε στον φίλο του, πως ήταν η γυναίκα που είχε το χέρι στο στόμα της μπάμπως.
Ένα γράμμα της έγραψε στη γλώσσα της με την βοήθεια του Αχμέτ και το βράδυ που πήγε να δει την Ασένα της το έδωσε. Κι όση ώρα την εξέταζε εκείνη το διάβασε στα γρήγορα και του έγραψε με λίγες λέξεις την κατάστασή της και πως τον αγαπάει πάντα. Δεν έφυγε ο Δήμος. Έμεινε.
Του έφτανε που την βρήκε. Του έφτανε πως ήξερε που ζει και πως τον αγαπάει. Την παντρεύτηκε ο Αχμέτ. Είχε περάσει χρόνος που έχασε τον άντρα της και μπορούσε να ξαναπαντρευτεί.
Από τον μεγαλύτερο κουνιάδο της την ζήτησε. Ο πεθερός της δεν ζούσε κι έτσι ο επόμενος ήταν αυτός και συμφώνησε να γίνει ο γάμος. Ένας γάμος λευκός να μπορέσει να την βγάλει εκτός Τουρκίας μαζί με τον φίλο και γαμπρό.
Έτσι και έγινε. Ταξιδέψανε και οι πέντε για την Ελλάδα! Τα παιδιά της μάθανε τα πάντα στο ταξίδι και κείνο που ήθελαν, ήταν να είναι η μάνα τους καλά και σαν μπήκαν στα Ελληνικά χώματα η Φατιμέ πέταξε την μαντίλα της χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να της το ζητήσει ο Δήμος. Πάντα ζήλευε τα ελεύθερα κεφάλια που χυνόταν τα μαλλιά στους ώμους και ήρθε η ώρα να το κάνει.
Έπειτα από τρία χρόνια και εις βάρος της Φατιμέ, βγήκε το διαζύγιο της για να μπορέσει να παντρευτεί τον Δήμο της. Όλα αυτά πάντα με την βοήθεια του Αχμέτ που έπρεπε να βρει ένα σοβαρό λόγο να την χωρίσει και τον βρήκαν. Ανυπακοή στα συζυγικά καθήκοντα κι η Φατιμέ παντρεύτηκε τον έρωτά της και στα συζυγικά της καθήκοντα ήταν νομοταγής και με το παραπάνω.
Σε πέντε χρόνια φύγανε ξανά και οι πέντε για την Αμερική! Μια ιατρική έρευνα του Δήμου και του Αχμέτ εγκρίθηκε από ένα μεγάλο νοσοκομείο και ταξιδέψανε στην χώρα της ελευθερίας..
Ο Αχμέτ ήταν οικογένεια πια και μόνος του. Εκείνος δεν τα κατάφερε να είναι με τον κρυφό του έρωτα, μα χαιρότανε με την χαρά του φίλου του.
Ο γάμος του Δήμου και της Φατιμέ, έγινε στο χωριό που παίζανε σαν ήταν μικρά. Έγινε πίσω από το σπίτι που ζούσε κάποτε εκείνη. Πίσω από τον θάμνο που σαν τους είδε άρχισε να κουνάει τα κλαδάκια του γεμάτος συγκίνηση και σε κείνο το φιλί της παντοτινής τους ένωσης δεν τους διέκοψε η φωνή της αδερφής της. Εκείνο το φιλί του γάμου τους, ήθελαν να το δώσουν εκεί, που πολλές φορές στα κρυφά τους ραντεβού, ποτέ δεν δόθηκε κι ας το θέλανε πολύ!
Ελευθερία Λάππα
Πηγή: Ομφαλός της γης