Του Φώτη Κόντογλου
“Τώρα ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρυνή στεριά που τρεμοσβήνουνε ένα δυο μικρά φωσάκια, πέρα από το πέλαγο που βογκά από τον άγριο το χιονιά. Είναι ένα μαντρί πίσω από μια ραχούλα κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια. Αυτό
Το μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου. Τα πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω από τα σάγια κι ακούγουνται τα κουδούνια, τιν, όπως αναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε οι τσομπαναρέοι φυλάγουνε και μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ’ αρπάνε και το μπάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην παγώσει. Απ’ έξω φωνάζουνε οι μανάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι είναι σα χαμάμι.
Εκεί μέσα βρίσκουνται έξη εφτά νοματαίοι καθισμένοι γύρω από το σοφρά. Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας ο Γιάννης ο Βλογημένος, που άμα τον δεις θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά στη στρούγκα που γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι αρχαίος άνθρωπος, αθώος, με γένεια μαύρα σαν άγιος. Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα με λαγάρες, στο σελάχι του έχει ίσκα και τσακμάκι. Κι οι άλλοι τσομπάνηδες είναι σαν το Γιάννη, μοναχά που ο Γιάννης κάθεται στην τάβλα με το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε έξω για να κοιτάξουνε τα νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.
Αυτοί που καθουνται στην τάβλα είναι μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο Δημητρός ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος για την παλληκαριά του. Είχε πάγει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με το Γιάννη γνωριζόντανε από χρόνια κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη. Οι άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες που κάνανε κάρβουνα εκεί κοντά. Οι άλλοι δύο ήτανε ψαράδες, ο γέρο Ψύλλος με τον γιο του τον Κωνσταντή. Καθόντανε λοιπόν γύρω στην τάβλα και τρώγανε.
Απάνω στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια (πρωτόγαλα), ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες κι άλλα πουλιά του κυνηγιού. Ο ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια της Πόλης, από τη Μάδυτο κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκειά και βαρειά, τζουράδικη. Έψαλλε το «Μεγάλυνον η ψυχή μου» με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε οι άλλοι που τον ακούγανε κι ο Γιάννης ο Βλογημένος. Το καλύβι γίνηκε σαν εκκλησιά· έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός.
Απ’ έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα ρουπάκια. Ο γερο Στριγκάρος καθόντανε στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε το μουστάκι του. Φορούσε μια κατσούλα (καπάκι) από αστραχάν, μ’ όλο που έκανε ζέστη κι είχε χωσμένη την απαλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ’ ανοιχτό μανίκι του άλλου χεριού. Για μια στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. Ο Στριγκάρος σκυφτός κοίταζε το χώμα. Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του κι άνοιξε το στόμα του κι είπε :
«Βρε παιδιά καλά εσείς, γιορτάζετε τη Χάρη Του, είσαστε καλοί ανθρώποι. Αμ’ εγώ τι ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά δεκαριά ανθρώπους; Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα και μωρά πράματα χάλασα, για να μην προδοθώ ….»
Κανένας δε μίλησε. Ύστερα από ώρα, σα να ΄τανε μονάχος, ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε και είπε
«Άραγες υπάρχει κόλαση και παράδεισο» …
και δάγκασε το μουστάκι του.
Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, σα να μιλούσε με τον εαυτό του :
«Δεν μπορεί, κατιτίς θα υπάρχει»
Και δεν ξαναμίλησε … “
Πηγή: Ομφαλός της γης