Ένα ντοκιμαντέρ που είδε στην τηλεόραση τον έφερε στα νότια ακρογιάλια της Κρήτης, στο Φαράγγι των Αγίων. Γνώρισε το τόπο, άναψε σβησμένα καντήλια, περπάτησε σε πανάρχαια μονοπάτια και δεν έφυγε ποτέ από το ερημοβούνι της Κρήτης. Αναπαύεται στην κορφή που τη δέρνουν όλοι οι καιροί κι όλοι οι άνεμοι τη ραπίζουν.
Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ Karmanor
Κατέβηκε από το πλοίο της γραμμής και κοίταξε ως πέρα τον ορίζοντα. Πρώτη φορά πατούσε τα πόδια του σε τούτον τον τόπο. Κρατούσε μόνον έναν μπόγο δεμένο με σπάγκο, όλο το βιός του χωρούσε σ’ έναν μπόγο, τίποτ’ άλλο δεν βάραινε το κορμί του. Το ράσο παλιό, τριμμένο, κάμποσες ξηλωμένες κλωστές πετιούνταν ατίθασες από τις ούγιες και τα μανίκια. Τα υλικά αγαθά τα είχε απαρνηθεί από καιρό. Χρόνια ζούσε σε κελιά και σε σπήλαια, είχε μάθει να μιλά με τις ερημιές.
Καθόλου δεν τον είχε κουράσει το νυχτερινό ταξίδι. Νησιώτης ήταν. Από τη Σάμο. Ήξερε από θάλασσες. Κι από στεριές. Είχε περπατήσει στα βουνά της πατρίδας του, είχε σκαρφαλώσει στις σκήτες του Άθωνα, τα πόδια του βαστούσαν ακόμη.
Ξανακοίταξε στην άλλη άκρη τ’ ουρανού, δεν δυσκολεύτηκε να μαντέψει κατά πού έπεφτε ο νότος. Εκεί θα πήγαινε. Στον νότο. Σ’ έναν τόπο που δεν τον ήξερε.
Μπήκε στο πρώτο ταξί, καλημέρισε με κείνο το πλατύ χαμόγελο που φώτιζε πέρα ως πέρα το πρόσωπό του. Ο ταξιτζής έβαλε μπρος τη μηχανή.
– Πού θα πάμε, παππούλη;
– Στο Φαράγγι των Αγίων.
– Σε… ποιο φαράγγι;
– Των Αγίων.
– Μήπως κάνετε λάθος; Τριάντα χρόνια κρατώ τιμόνι στα χέρια μου, χωριό με χωριό τον έχω γυρίσει τούτο τον τόπο, μα τέτοιο φαράγγι δεν έχω ξανακούσει.
Χαμογέλασε πάλι.
– Όχι, δεν κάνω λάθος. Εδώ είναι το φαράγγι που ζητώ, στο νησί σας, στον νότο. Το ξέρω, το είδα και στην τηλεόραση.
Ελάχιστες φορές είχε δει τηλεόραση τα τελευταία χρόνια, πάντα τυχαία. Όπως και πριν από τρεις-τέσσερις μέρες. Είχε βρεθεί σ’ ένα κελί στο Αγιονόρος, περαστικός ήταν, κάθισε, κουβέντιασε με τους καλογέρους. Μια μικρή τηλεόραση ήταν ανοιχτή σε μιαν άκρη, ο ήχος χαμηλωμένος, κανένας δεν έβλεπε. Το μάτι του έπεσε στην οθόνη. Διάβασε τον τίτλο. ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ. Άφησε τον Αγιονορίτη καλόγερο, πλησίασε, ψήλωσε τον ήχο και δεν κούνησε ρούπι μέχρι να φανούν στην οθόνη οι τίτλοι του τέλους. Κάποιος μιλούσε για το φαράγγι που κάποτε, σε καιρούς περασμένους, το περπατούσαν σεβάσμιες μορφές αναχωρητών. Λες κι άνοιγε μια κουρτίνα μπροστά του και φανερώνονταν μέσα από την αχλή του κόσμου όλα τα θαύματα· σπήλαια και ξωκλήσια, βράχια και χώματα διψασμένα, τόποι ξωτικοί κι απόκοσμοι, ασκητές κι ερημίτες – μορφές μαθημένες να μιλούν με τη σιωπή. Αναστέναξε βαθιά, σίμωσε στο παράθυρο και κοίταξε κατά τον νότο. (1) Την απόφασή του την είχε πάρει.
Ο ταξιτζής τράβηξε χειρόφρενο.
– Να ρωτήσω κάποιον συνάδελφο, εγώ δεν το ξέρω το φαράγγι που γυρεύεις, παππούλη. Μα να ξέρεις, το ταξί δεν το βάζω σε χωματόδρομους.
– Δεν πειράζει. Ας πάμε όσο πιο κοντά γίνεται. Θα περπατήσω από κει και μετά.
– Μα δεν ξέρω προς τα πού πέφτει, σε ποια μεριά. Ξέρεις, μήπως, κανένα χωριό εκεί κοντά;
– Δεν έχει χωριά. Μόνο ένα – δυο μοναστήρια, δεν είμαι σίγουρος. Απ’ ότι άκουσα το λένε και Αγιοφάραγγο.
Δυο – τρεις ώρες μετά ο παπά Θοδωρής περπατούσε στα χωματοβούνια του νότου. Είχε περάσει τον μπόγο με την πραμάτεια σ’ ένα ξερόκλαδο που έμοιαζε με ραβδί, το κρατούσε στον ώμο για να μην τον κουράζει και βάδιζε γρήγορα· βιαζόταν. Μόνος σ’ έναν άγνωστο τόπο, άρχισε ν’ αφουγκράζεται τον σφυγμό των αιώνων, ίσως μέσα από τα άδυτα του χρόνου ν’ αναδύονταν οι λιθωμένες φωνές των κεκοιμημένων, ήταν σίγουρος πως αυτές θα οδηγούσαν τα βήματά του.
Κάθε τόσο σταματούσε κι αγνάντευε, καμιά φωνή δεν μόλευε τη γαλήνη της μέρας, μόνον αγριοπούλια πετούσαν τριγύρω και κάποια βελάσματα που έρχονταν από μακριά έφταναν στ’ αυτιά του. Ξεκινούσε, σταματούσε πάλι, αγνάντευε πάλι, μελετούσε τα σημάδια, μελετούσε τον κόσμο, διάβαζε στα γυμνά βράχια τις αρχαίες γραφές. Ένας πλατύς ουρανός ανοιγόταν μπροστά του και στο βάθος, πίσω από τις χαμηλές κορφές, στραφτάλιζε μια θάλασσα που έμοιαζε ν’ αχνίζει. Όχι, δεν έκανε λάθος, κάπου εκεί θα βρισκόταν ο τόπος της σιωπής, το μαρτυρούσαν οι μυρωδιές, το θυμάρι κι η φασκομηλιά κι ο σκίνος που φύτρωνε πλάι στις γέρικες ελιές, κι ο αλάδανος. Βράχια κι άλλα βράχια, κορφές κι άλλες κορφές, όλα στριμωγμένα σε λίγα στρέμματα γης, όλα τόσο κοντά, που έμοιαζε να μην χωρούν στο γήινο κόσμο και να τραβούν προς τ’ αψήλου. Η βλάστηση χαμηλή, τα δέντρα μικρά, το χώμα ξερό· όλα φαίνονταν να διψούσαν πριν αρχίσει ν’ ανοίγεται το φαράγγι μπροστά του.
Διψούσε κι εκείνος, κόντευε μεσημέρι πια και δεν είχε βάλει μήτε μια μπουκιά ψωμί μήτε μια στάλα νερό στο στόμα του. Ήξερε να διαβάζει τα σημάδια του τόπου. Το ψημένο χώμα μαρτυρεί ξεραΐλα, τα βούρλα φανερώνουν πως υπάρχει νερό τρεχούμενο, οι κήποι πως υπάρχουν στέρνες, πηγές και πηγάδια. Μα δεν έβλεπε τίποτα απ’ αυτά. Μήτε κήπους μήτε υδρόχαρη βλάστηση. Κι όσο έβλεπε την ξέρα ν’ απλώνεται σαν απειλή μπροστά του, τόσο αναγάλλιαζε. Μακάρι να είχε μιαν αγιοβάδιστη έρημο να περπατήσει, τη δίψα θα την άντεχε για μέρες. Και την πείνα θα την άντεχε.
Σταμάτησε στο πρώτο σπήλαιο που βρήκε, πίσω από κάτι κατσιασμένα χαμόκλαδα. Δηλαδή, τι σπήλαιο; Ένα κούφωμα της πέτρας ήταν, δυο βράχια το ένα πάνω στ’ άλλο, μήτε τον μισό δεν χωρούσε. Αν ξάπλωνε θα περίσσευαν τα πόδια του. Απίθωσε τον μπόγο σε μιαν άκρη, άφησε το ραβδί καταγής, αφουγκράστηκε πάλι κι άκουσε τον ήχο της σιωπής ν’ αντηχεί στ’ αυτιά του -μελωδία εξαίσια. Δύσκολος ήταν ο τόπος, απάτητος. Το κρύο τσουχτερό.
Δυο χρόνια έμεινε ο παπά Θοδωρής στο κούφωμα του βράχου. Τις δύσκολες ημέρες του χειμώνα, όταν φυσούσε κι έβρεχε, έλουζε η βροχή τη στρωμνή του. Νερό βρήκε σ’ ένα παλιό πηγάδι. Έπρεπε να περπατήσει κάμποσην ώρα για να φτάσει ως εκεί. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Κάλλιο να μοχτεί κανείς για ν’ αποκτήσει τ’ αγαθά παρά να τα έχει όλα μπροστά στα πόδια του. Κι εκκλησία βρήκε δίπλα στο πηγάδι. Ένα παλιό ξωκλήσι του Αγιαντώνη με τρούλο και καμάρες, χτισμένο πριν από έξι αιώνες περίπου. Και τροφή του πήγαιναν οι άνθρωποι, παξιμάδι κι ελιές, κάποτε-κάποτε και φαΐ μαγειρεμένο. Άφηναν τα καλούδια τους σε μια πέτρα, δίπλα στο έρημο ξωκλήσι, κι έφευγαν. Δεν είχαν δυσκολευτεί να καταλάβουν πως εκεί, στον τόπο των αρχαίων ασκητών, είχε φανιστεί ένας καινούργιος ερημίτης.
Πρώτος απ’ όλους οσμίστηκε πως κάτι είχε αλλάξει σ’ εκείνα τα μέρη ένας φιλέρημος καλόγερος από το κοντινό μοναστήρι. Μα δεν του μίλησε. Δεν ήξερε αν ήταν άνθρωπος ή κάποια ανάερη κι άυλη μορφή που κατέβαινε τις νύχτες στο φαράγγι. Του άφηνε σημειώματα πάνω στους βράχους και στ’ αναλόγια. Κι ο παπά Θοδωρής απαντούσε με σημειώματα. Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες…
Μέρα με τη μέρα φούντωναν οι ψίθυροι. Τον είδαν μια φορά να βαδίζει μοναχός στα παλιά μονοπάτια, τον είδαν δυο, το κουβέντιασαν στους καφενέδες. Κάποιοι τον πλησίασαν κιόλας, του μίλησαν. Ήρθαν κι άλλοι, του μίλησαν κι αυτοί. Τώρα πια δεν χρειαζόταν ν’ αφήνουν πράματα πάνω στις πέτρες, τα πήγαιναν στο σπήλαιο και τ’ απόθεταν σε μιαν άκρη.
Μέρα με τη μέρα ξεθάρρευαν οι άνθρωποι. Όσοι μίλησαν μαζί του είχαν να πουν πως το βλέμμα του στάλαζε φως και τα λόγια του έπεφταν σαν μπάλσαμο πάνω στις κακοφορμισμένες πληγές της ψυχής.
Μέρα με τη μέρα ξαναζωντάνευαν οι παλιές παραδόσεις. Οι γέροι άρχισαν πάλι να διηγούνται ιστορίες για αόρατους ασκητές και για μυστικές συνάξεις που γίνονταν τα λαμπρόσκολα σ’ ένα μεγάλο σπήλιο, κάτω χαμηλά, κοντά στη θάλασσα. Άλλοι θυμήθηκαν τις κουβέντες των παππούδων τους που έβλεπαν, λέει, να ξεχύνεται φως ιλαρό από τα παράθυρα των έρημων εκκλησιών και κάθε μεσάνυχτα έφταναν στ’ αυτιά τους μελωδίες και ύμνοι δοξαστικοί, μα κανείς δεν τολμούσε να σιμώσει. Απλές και άδολες είναι οι παραδόσεις του τόπου. Μιλούν για πράγματα χειροπιαστά κι είναι σαν να περιγράφουν το άρρητο. Ένας εξαγνισμένος κόσμος προβάλλει μέσα από το μυστήριο των περασμένων καιρών, σωρεύονται οι μνήμες, μπερδεύεται γλυκά κι ανάλαφρα ο θρύλος με την ιστορία, κάποιοι δείχνουν σημάδια μαχαιριών πάνω σε βράχους – θυσιαστήρια, άλλοι μπαινοβγαίνουν στα σπήλαια ελπίζοντας πως κάποτε θα συναντήσουν τις μνήμες τους, θα δουν με τα μάτια τους εκείνο που αντηχεί από τα χρόνια τα παιδικά στ’ αυτιά τους.
Κι εκείνος πάντα εκεί. «…Eν ερημίαις πλανώμενος και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης». Πάντα με μια πρόχειρη στρωμνή κι ένα φτωχό κλινοσκέπασμα. Ρούπι δεν κουνούσε από το φαράγγι του. Σε μια σκισμάδα του βράχου είχε καρφώσει ένα ξύλο ξερό κι είχε κρεμάσει το πανωφόρι του, ένα μαύρο ρούχο που έμοιαζε με ράσο πολυκαιρισμένο. Μα όσο περνούσε ο καιρός τόσο πλήθαιναν κι εκείνοι που ζητούσαν να τον δουν, να του μιλήσουν, να του προσφέρουν ό,τι μπορούσαν. Κουβέρτες και ρούχα ζεστά, λίγο λάδι για το φαΐ και τα καντήλια του Αγιαντώνη.
Κι ένα πρωί που κατηφόρισαν οι πρώτοι ταξιδιώτες στη μοναξιά του φαραγγιού βρήκαν το σπηλιάρι του άδειο. Μήτε ασκητής, μήτε στρωμνή, μήτε ράσο κρεμασμένο στη σκισμάδα του βράχου.
Απλώθηκαν πάλι οι φήμες σαν την πάχνη που πέφτει στον κάμπο και κάνει τα φύλλα να παγώνουν.
– Έφυγε ο ασκητής!
Τον ξαναείδαν ύστερα από καιρό. Όχι, δεν είχε φύγει. Είχε ανηφορίσει σε τόπον αψηλό, σε μια πλαγιά κατάντικρυ στην απέραντη θάλασσα, εκεί ένιωθε πιο κοντά στον Θεό. Πέτρα – πέτρα έχτιζε το δικό του ησυχαστήριο. Κακοτράχαλος ο τόπος, ρημαγμένα μονοπάτια, ανήφορος πολύς. Κουβαλούσε με κόπο το νερό, ανακάτευε τις λάσπες, έτσι κατάφερε να χτίσει το μοναστηράκι του Άη Λια, να χτίσει κι ένα κελάκι παραδίπλα.
Η ιστορία του παπά Θοδωρή, του τελευταίου ασκητή του κρητικού νότου, δεν τελειώνει εδώ. Τ’ αφεντικά του βουνού τον έδιωξαν από το μικρομονάστηρο του Άη Λιά. Δικός τους ήταν, λέει, ο τόπος.
Ο ερημίτης δεν μίλησε. Προτίμησε πάλι τη σιωπή. Φορτώθηκε το δισάκι με το παλιό ράσο, πήρε κι ένα κόνισμα του Άι Λια, βρέθηκε πάλι οδοιπόρος ανάμεσα στα κατσάβραχα. Είχε αφήσει πίσω τους κόπους του, σαν σημαδούρες σφηνωμένες στην αθέατη πλευρά του χρόνου. Δεν ήθελε να πικράνει κανέναν. Μήτε να αντιδικήσει με κανέναν. Περπάτησε, τράβηξε για τόπους αψηλούς. Ήξερε να διαβάζει κάθε φορά το βιβλίο της ζωής αρχίζοντας από την πρώτη σελίδα. Ήξερε ν’ αφήνει πίσω το χτες σαν αποκαΐδι χωμένο στη στάχτη του ονείρου. Και να χτίζει ένα καινούργιο σήμερα πάνω στ’ αποκαΐδια του χτες.
Βρήκε απόσκιο στην πιο ψηλή κορφή, στο Κεφάλι, έτσι τη λένε τη βουνοκορφή που τη δέρνουν όλοι οι καιροί κι όλοι οι άνεμοι τη ραπίζουν. Έτσι λένε τον τόπο που τον διαλέγουν κάθε χειμώνα τ’ αστραπόβροντα και πέφτουν οι κεραυνοί όπως πέφτει αλλού το χαλάζι. Αυτό τ’ αγριοτόπι έμελλε να μερώσει με το χαμόγελο του ασκητή. Να γίνει εσαεί τόπος δικός του.
Σαν έφτασε σταύρωσε το χώμα, άνοιξε την πόρτα μιας παλιάς εκκλησιάς, απίθωσε τα έχη του σε μια γωνιά στον δυτικό τοίχο.
– Εδώ θα μείνω, είπε.
Κι έμεινε. Την ίδια μέρα έφτασε ένας ντόπιος μ’ ένα μεγάλο μεσαρίτικο καρπούζι παραμάσχαλα κι ένα καλάθι σταφύλια. Ξωπίσω του κι άλλος με νερό.
Έτυχε να βρεθώ εκείνη τη μέρα, την πρώτη, στο Κεφάλι. Καταμεσήμερο. Με δυο φίλους καλούς, τον αξέχαστο Θανάση Παλιούρα και τον Γιάννη Φρουδαράκη. Επιστρέφαμε κουρασμένοι από μιαν οδοιπορία στα φαράγγια του νότου. Μόλις μας είδε πήρε το καρπούζι στα χέρια του, το έβαλε πάνω στην τράπεζα προσφορών, πήρε κι ένα μαχαίρι κι άρχισε να κόβει μεγάλες φέτες και να μας φιλεύει. Έφερε και τα σταφύλια, όλη του την περιουσία την άπλωνε μπροστά μας, τίποτ’ άλλο δεν είχε, τίποτα δεν ήθελε να κρατήσει για τον εαυτό του. Έτρωγε λίγο, πολύ λίγο, όσο τον έφτανε να κρατηθεί στη ζωή. Έπινε λίγο, κοιμόταν λίγο, μιλούσε λίγο… (Τώρα το ξέρω, παπά Θοδωρή μου, το μυστικό: Κάποιοι άνθρωποι, πλασμένοι με άγιαν ύλη, ξέρουν ν’ ανακαλύπτουν το πολύ μέσα στο λίγο, στο ελάχιστο).
Ήταν Σεπτέμβρης του 2009. Αρχές του μήνα.
Μα και πάλι η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Λίγα χρόνια μετά, έναν χειμώνα βαρύ, σωριάστηκε το μικρομονάστηρο του Άη Λια, αυτό που είχε χτίσει πάνω από το φαράγγι με τα δυο του τα χέρια. Άλλοι έλεγαν πως είχαν πέσει κεραυνοί κι άλλοι πως είχαν σκάσει φουρνέλα στα θεμέλια του. Κανείς δεν έμαθε την αλήθεια. Κι ίσως να μην την μάθομε ποτέ… Είπαμε, ο παπά Θοδωρής ο ερημίτης ήξερε να χτίζει πάνω στ’ αποκαΐδια του χτες.
ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΤΑΞΙΔΙ
Ο Γέροντας Θεόδωρος αρμάτωσε καράβι και κίνησε γι’ άλλους ουρανούς τη Μεγάλη Πέμπτη του 2016. Σαν ανοιξιάτικος λίβας που μαραίνει τους κήπους απλώθηκε το μαντάτο στον κάμπο, οι ντόπιοι τον είχαν αγαπήσει – σαν σάρκα από τη σάρκα τους τον αισθάνονταν. Λίγοι μόνο, μετρημένοι στα δάκτυλα της μιας χέρας είχαν προσπαθήσει ν’ ανοίξουν πληγές στην ψυχή του.
Τι ήταν, λοιπόν, για τους ανθρώπους που μεγάλωσαν με τα νάματα μιας ιερής παράδοσης ο Ερημίτης Θεόδωρος; Μάλλον ενσάρκωνε τη μετουσίωση του άυλου σε ύλη χειροπιαστή. Όλα όσα άκουγαν κι έμοιαζαν με παραμύθια τα βλέπανε μπροστά τους, ο μύθος γινόταν άνθρωπος μα κι ο άνθρωπος έπαιρνε μυθικές διαστάσεις, ξεπερνούσε τη φύση, δάμαζε τον πόνο, νικούσε την πείνα, διέλυσε τη μοναξιά, υπέτασσε το πάθος, δεν τον έσκιαζε η στέρηση. Στη γαλήνια κι ατημέλητη μορφή του έβλεπαν όλους τους ίσκιους που πλανιούνταν ανάμεσα στο απτό και το υπερούσιο, καταλάβαιναν πως οι παμπάλαιοι θρύλοι ήταν τα χνάρια που άφησε η ιστορία τυπωμένα στο λόγο.
Δάκρυσε ο νότος στο μαντάτο του. Δεν είναι που έφυγε από τη ζωή ένας άνθρωπος. Είναι που χανόταν ένα κομμάτι του κόσμου, πλασμένο με άλλη ύλη, μάλλον θεοτική. Είναι που ένας βράχος έπεσε από χτήρι χιλιόχρονο. Μην ρωτήσετε πώς το λένε τούτο το χτήρι… Ξέρετε!
Μα, και πάλι, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ!
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Καλό ταξίδι, πάτερ Θεόδωρε. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη συγκίνηση που μου πρόσφερες όταν έλεγες πως η φωνή που άκουσες εκείνο τ’ απόβραδο στον Αγιονόρος ήταν η δική μου φωνή. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων κι ανασκάλευα τις μνήμες που χάραξε η ιστορία στο διάβα της. Ποτέ δεν φαντάστηκα, όμως, πως κάπου μακριά θα υπήρχε κάποιος παπά Θοδωρής έτοιμος ν’ ακούσει όχι την ανθρώπινη λαλιά, μα τις μυστικές φωνές που αναδύονται από τα βάθη του χρόνου και φτάνουν καθάριες κι ολοζώντανες στ’ αυτιά όσων μπορούν και θέλουν να τις ακούσουν.
Όχι, παπά Θοδωρή μου, δεν σου έδειξε εκείνο το ταπεινό ντοκιμαντέρ τον δρόμο που οδηγούσε στ’ ασκηταριά του Αγιοφάραγγου. Εσύ μας έδειξες, εσύ μας δίδαξες την αξία του καλού λόγου. Εσύ μας δίδαξες πως η ιστορία δεν τέλειωσε, ποτέ δεν θα τελειώσει. Πως αρκεί ένας λόγος, μια εικόνα, μια σπίθα για να φουντώσουν οι μνήμες, να ξανακαινουργιώσει ο κόσμος.
Όχι, παπά Θοδωρή μου, δεν ήρθες ξένος σε ξένο τόπο. Δικός σου ήταν, δικός σου είναι γιατί τον αγάπησες. Εσύ μας δίδαξες πως ο χρόνος μπορεί να κάνει τα χνάρια της ιστορίας να φαίνονται πιο αχνά, μα δεν τα σβήνει. Εσύ μας είπες με τον τρόπο σου πως κι οι πέτρες και τα χορταριασμένα μονοπάτια και τα δέντρα και τα σπήλαια έχουν φωνή κι είναι έτοιμα να διαλαλήσουν πως πίσω από την ύλη τη φθαρτή υπάρχει πάντα το άυλο, το άφθαρτο κι αναλλοίωτο.
ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ, Μεγάλη Παρασκευή του 2016.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ του συντάκτη: Σύμφωνα με κάποιες άλλες πληροφορίες, ο παπά Θοδωρής είχε δει το ντοκιμαντέρ έξω από το Άγιον Όρος, όπου είχε τύχει να βρεθεί εκείνο το απόγευμα…
Πηγή: o-nekros.blogspot.com