Του Μιχάλη Στρατάκη*
23 Ιούνη 1996 έγραφε το καλαντάρι, όταν ο Ανδρέας άφησε τη στερνή πνοή του, στη χώρα που ελάτρεψε και που τον ελάτρεψε.
Ευκαιρία να του κάμω και το δικό μου μνημόσυνο, ξανασέρνοντας αγαπημένες θύμησες από το βαθύ πηγάδι της μνημοσύνης μου.
Αμολέρνω, λοιπόν τον αφηνιασμένο νου μου να γλακά στο τότε και η χέρα μου κρατεί την πένα και γεμίζει τα χαρτιά με όσα ο νους αναστοράται.
Ήταν, θυμάμαι, προεκλογική περίοδος το 1977 όταν πρωτογνώρισα τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είχε κατεβεί στην Κρήτη για μια σειρά ομιλιών και εγώ έτρεχα ξωπίσω του για τις ανάγκες του ρεπορτάζ. Τον καιρό εκείνο εργαζόμουν στην εφημερίδα του Ηρακλείου «Δημοκράτης» που εξέδιδε ο αείμνηστος γιατρός Στρατής Παπαγεωργίου. Βασικά δύο άνθρωποι γράφαμε ολόκληρη την εφημερίδα.
Ο αείμνηστος Αλέκος Μηλολιδάκης που ήταν και διευθυντής σύνταξης και εγώ που κάλυπτα όλων των ειδών τα ρεπορτάζ. Ο Ανδρέας συνοδευόταν σε εκείνη την ανά την Κρήτη περιοδεία του από την τότε σύζυγό του Μαργαρίτα και στενούς συνεργάτες του μεταξύ των οποίων ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, ο Γιάννης Αλευράς και άλλοι. Από πλευράς Ηρακλειωτών ο δήμαρχος Μανόλης Καρέλης είχε το γενικό πρόσταγμα.
Για πρώτη φορά είχα την ευκαιρία να μιλήσω για αρκετή ώρα, κατ’ ιδίαν με τον Ανδρέα στο δημαρχείο των Ανωγείων. Ήμασταν καθισμένοι στο γραφείο του τότε δημάρχου Γιώργου Κλάδου και περιμέναμε να μαζευτεί κόσμος στην πλατεία η οποία δεν εμφάνιζε και την καλύτερη εικόνα από πλευράς προσέλευσης Ανωγειανών. Ήταν αναμενόμενο γιατί το 1977 ναι μεν το ΠΑΣΟΚ ήταν ανερχόμενη πολιτική δύναμη, αλλά τουλάχιστο στην Κρήτη η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή και η ΕΔΗΚ του Γεωργίου Μαύρου, εξακολουθούσαν να διατηρούν τις δυνάμεις τους ιδιαίτερα σε κάποιες περιοχές που αποτελούσαν και απόρθητα κάστρα τους.
Φαίνεται ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δει τα ρεπορτάζ που είχα γράψει για την μέχρι τότε περιοδεία του και είχε ρωτήσει για την αφεντιά μου, γιατί με κάλεσε στο δημαρχείο που βρισκόμασταν, να καθίσω δίπλα του στον καναπέ που καθόταν.
Τότε δεν είχα καμία σχέση με το ΠΑΣΟΚ. Ήμουν οργανωμένος στην ΕΔΗΚ και μάλιστα θεωρούσα μεγάλη τιμή μου που ο Γεώργιος Μαύρος δήλωνε ότι ήμασταν φίλοι.
«Έλα κάθισε κοντά μου. Ξέρω, δεν είσαι ΠΑΣΟΚ, αλλά θα γίνεις ΠΑΣΟΚ» μου είπε χαμογελαστός ο Ανδρέας.
Αυτός ο άνθρωπος είχε το χάρισμα να σε μαγεύει με την πρώτη λέξη που σου έλεγε. Λίγο η χροιά της φωνής του, που λες και έβγαινε από τα τρίσβαθα της ψυχής του, λίγο τα μάτια του που ακτινοβολούσαν, λίγο τα χέρια του που τα χρησιμοποιούσε κατά τρόπο αριστουργηματικό όση ώρα μιλούσε και λίγο η αύρα του, έδιναν τελικά ένα σύνολο δύναμης στο οποίο πολύ δύσκολα μπορούσε κανείς να αντισταθεί.
Κάθισα δίπλα του γινόμενος ένα με το πλαϊνό του καναπέ για να μην τον ενοχλήσω.
«Μου αρέσει ο τρόπος που γράφεις. Δεν ξέρω τον τρόπο που σκέφτεσαι» ήταν η πρώτη κουβέντα του σαν κάθισα δίπλα του.
Μόνο εκείνη την κουβέντα θυμάμαι. Όλη η συζήτηση που πυροδοτήθηκε από αυτήν δεν καταγράφηκε στη μνήμη μου. Κι αυτό γιατί ένας μαγεμένος άνθρωπος δεν μπορεί να λειτουργήσει με βάση τους κανόνες της λογικής συμπεριφοράς.
Θυμάμαι, πάντως, ότι όλα όσα μου είχε πει ο Ανδρέας σε εκείνη την κουβέντα μας στο δημαρχείο των Ανωγείων, με είχαν βρει απολύτως σύμφωνο. Δεν μου είπε ούτε μια λέξη από την οποία θα μπορούσα να γαντζωθώ για να προβάλλω ένσταση ή διαφωνία. Διότι αυτή ήταν η τακτική του Ανδρέα όταν είχε απέναντί του έναν συνομιλητή που ήθελε να τον πάρει με το μέρος του. Αναζητούσε και έβρισκε κοινούς τόπους πέριξ των οποίων περιέστρεφε τη συζήτηση. Και δεν του ήταν καθόλου δύσκολο να τους βρει. Ο ίδιος ο συνομιλητής του, του τους έδειχνε.
Ίσως χωρίς να το καταλάβει.
Με κάλεσε να τον επισκεφθώ στο γραφείο του μόλις ανέβαινα στην Αθήνα.
Πήγα αμέσως μετά τις εκλογές. Τον συνάντησα στο γραφείο του στη Βουλή. Ήταν και η πρώτη μου φορά που περνούσα το κατώφλι του κοινοβουλίου και είδα κι έπαθα μέχρι να βρω το γραφείο του. Ποιος λαβύρινθος της Κνωσού;
Τη Βουλή να δείτε τι λαβύρινθος είναι. Ίσως και αυτός είναι ένας λόγος που κανονικοί άνθρωποι μπαίνουν εκεί οι νέοι βουλευτές και σε λίγο καιρό γίνονται μινώταυροι.
Έδειξε να χαίρεται που με ξανάβλεπε ο Ανδρέας. Αφού με ρώτησε για την Κρήτη και για κάποιους συγκεκριμένους φίλους του, πέρασε κατευθείαν στο «ψητό».
«Θα σε ενδιέφερε να έρθεις να δουλέψεις στην Αθήνα;» μου έριξε τη βόμβα.
Τα έχασα. Ούτε καν είχε περάσει από το μυαλό μου κάτι τέτοιο. Απέφυγα, πάντως, να του απαντήσω ευθέως.
«Καλά, σκέψου το και όταν αποφασίσεις τα ξαναλέμε» μου είπε και έστριψε τη συζήτηση προς άλλα ζητήματα.
Πέρασαν δύο χρόνια χωρίς να ξανασυναντηθούμε. Στο μεταξύ εγώ είχα μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη όπου και εργαζόμουν ως πολιτικός συντάκτης στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη». Εκεί συναντηθήκαμε και πάλι με τον Ανδρέα, ο οποίος είχε πλέον καταστεί ο αδιαμφισβήτητος επικυρίαρχος του πολιτικού γίγνεσθαι.
Όλα έδειχναν ότι στις εκλογές του 1981 αυτός θα εκλεγόταν, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά, πρωθυπουργός της χώρας. Οι συναντήσεις μας έγιναν πιο τακτικές.
Σχεδόν καθημερινές έγιναν κατά την προεκλογική περίοδο του ΄81 όταν όπου και αν πήγαινε για να μιλήσει, τον ακολουθούσα. Αυτή ήταν και η εντολή του διευθυντή μου και προσωπικού φίλου του Αντώνη Κούρτη. Καθημερινά η «Θεσσαλονίκη» δημοσίευε λεπτομερώς τα όσα ο Ανδρέας είχε πει το προηγούμενο βράδυ σε κάποια πόλη. Και από την εφημερίδα μου έπαιρναν υλικό πολλές αθηναϊκές εφημερίδες για να δημοσιεύσουν κάτι δικό τους. Θυμάμαι τον τότε συγκεντρωσιάρχη του ΠΑΣΟΚ Κίμωνα Κουλούρη. Ο Κίμων ήταν η ψυχή όλων των συγκεντρώσεων του κινήματος το ΄81 και σε αυτόν οφείλεται, σε ένα μεγάλο βαθμό ο εκλογικός θρίαμβος του ΠΑΣΟΚ. Παρέα με τον Κίμωνα οργώναμε όλη τη χώρα. Αυτός ως υπεύθυνος κινητοποίησης και εγώ ως η … ουρά του. Σε κάθε πόλη είχα ευκαιρίες και συζητούσα με τον Ανδρέα για πολλά θέματα. Αισθανόμουν πολύ περήφανος κάθε φορά που τον άκουγα να μου λέει « Πες μου τη δική σου γνώμη, με ενδιαφέρει να την ακούσω».
Κι εγώ του την έλεγα. Πολλές φορές τα όσα του έλεγα δεν του πολυάρεσαν. Το καταλάβαινα από τον τρόπο που κουνούσε τα χέρια του. Όσοι γνώρισαν από κοντά τον Ανδρέα Παπανδρέου καταλαβαίνουν τι εννοώ. Σίγουρα και αυτοί μπορούσαν να καταλάβουν πολλά πράγματα παρακολουθώντας τα χέρια αυτού του ανθρώπου. Ουδέποτε, όμως, μου είπε έστω μια συλλαβή που να υπονοούσε κάτι σαν το «τι μας λες τώρα».
Ο Ανδρέας ήξερε να ακούει. Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του σε αυτή την ικανότητά του το όφειλε. Δεν διέκοπτε ποτέ τον συνομιλητή του είτε συμφωνούσε είτε διαφωνούσε μαζί του.
Έγιναν οι εκλογές του ΄81, το ΠΑΣΟΚ εξελέγη κυβέρνηση και πλέον άρχισα να βλέπω τον Ανδρέα ως πρωθυπουργό. Οι επαφές μας δεν σταμάτησαν. Κάθε άλλο. Όποτε ερχόταν στη Θεσσαλονίκη και όποτε κατέβαινα στην Αθήνα, έστω και για λίγο συναντιόμασταν. Και μιλούσαμε για πολλά και διάφορα.
Επαίρομαι ότι είμαι ο δημοσιογράφος εκείνος που έχει πάρει τις περισσότερες αποκλειστικές συνεντεύξεις από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν του τις ζητούσα εγώ. Αυτός έκρινε πότε έπρεπε να πει κάτι σημαντικό με συνέντευξή του και με καλούσε προς τούτο.
Θυμάμαι, ένα μεσημέρι μου τηλεφώνησε ο Τηλέμαχος Χυτήρης.
«Κατέβα κάτω, σε θέλει ο πρόεδρος» μου είπε.
Πήρα το πρώτο αεροπλάνο και κατέβηκα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Από εκεί πήρα ταξί και πήγα κατευθείαν στην Εκάλη, στο σπίτι του Ανδρέα. Άφησα το ταξί να με περιμένει απέξω και μπήκα στο σπίτι. Εκεί ήταν και ο Κώστας Λαλιώτης ο οποίος μόλις με είδε αποσύρθηκε σε άλλο δωμάτιο για να συνεχίσει να γράφει αυτά που έγραφε. Ο Ανδρέας με ρώτησε πόση ώρα είχα στη διάθεσή μου. Του είπα ότι είχα έξω το ταξί και με περίμενε για να με ξαναπάει στο αεροδρόμιο και να επέστρεφα στη Θεσσαλονίκη, γιατί έπρεπε να πάω στην εφημερίδα.
«Άνοιξε το μαγνητόφωνό σου» μου είπε.
Και άρχισε να μου μιλάει. Είχε πολλά και για πολλούς να πει. Δεν είχε μπροστά του σημειώσεις. Με κοίταζε και μιλούσε χωρίς διακοπή. Έτσι γινόταν τότε η επικοινωνία των πολιτικών με τους πολίτες. Δεν υπήρχαν τα ιδιωτικά κανάλια που εμφανίστηκαν στη συνέχεια. Ούτε ραδιοφωνικοί σταθμοί υπήρχαν. Οι εφημερίδες ήταν το μόνο μέσον με το οποίο ο πολιτικός μπορούσε να εκφραστεί.
Εκείνη η συνέντευξη ήταν από τις καλύτερες συνεντεύξεις που είχα πάρει ποτέ.
Γιατί ήταν μια κατάθεση ψυχής και μάλιστα της ψυχής του Ανδρέα. Γιατί πολλές φορές ο Ανδρέας Παπανδρέου λειτουργούσε με το συναίσθημα και όχι με τη λογική. Και αυτό του είχε στοιχίσει ουκ ολίγες φορές ακριβά. Ιδιαίτερα στην προσωπική του ζωή. Ο κανόνας που θέλει τον πολιτικό με κομμένο το νεύρο του συναισθήματος, δεν ίσχυε για τον Ανδρέα. Αυτό το λέω μετά λόγου γνώσεως, γιατί τον έζησα ο ίδιος σε στιγμές συναισθηματικών εκρήξεων. Όπως σίγουρα πολύ περισσότερο από εμένα τον έχουν ζήσει και πολλοί άλλοι. Ο Ανδρέας μπήκε στην πολιτική ως άνθρωπος και έφυγε από αυτήν ως άνθρωπος. Δεν προσπάθησε – γιατί δεν ήθελε – να μεταβληθεί σε ρομποποιημένο πολιτικό και να συμπεριφερόταν προγραμματισμένα και προσχεδιασμένα από στρατιές ειδικών περί την επικοινωνιολογία συμβούλων του. Το ανθρώπινο στοιχείο, ούτε το απέβαλε ποτέ, ούτε το αχρήστευε. Παρότι άριστα γνώριζε το κόστος αυτής της επιλογής του.
Ένας δεύτερος κανόνας της πολιτικής θέλει τον ηγέτη πάση θυσία άφιλο.
Κατ΄ αυτόν τον κανόνα, οι φίλοι αποτελούν για τον αρχηγό «βαρίδια» που δεν του επιτρέπουν να κινείται έτσι όπως πρέπει. Και βεβαίως, το «όπως πρέπει» δεν το καθορίζει ο ίδιος, αλλά το καθορίζουν άλλοι. Αυτοί που τον προγραμματίζουν.
Ο Ανδρέας τσαλαπατούσε καθημερινά αυτόν τον κανόνα. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς φίλους. Οι φίλοι του ήταν η αναπνοή του. Αμφιβάλλω εάν έστω μια φορά στη ζωή του έφαγε στο σπίτι του μόνος με τη σύζυγό του. Στο σπίτι του και στο γραφείο του πάντα μπαινόβγαιναν φίλοι. Ο ίδιος τους προσκαλούσε γιατί τους είχε ανάγκη. Αυτό, άλλωστε, είναι και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των συναισθηματικών ανθρώπων. Θέλουν κάπου να διοχετεύσουν τα συναισθήματά τους. Ο Ανδρέας τα διοχέτευε στους φίλους του. Και στα σκυλιά. Γιατί ήταν φιλόζωος μέχρι υπερβολής. Αυτό λίγοι το γνωρίζουν. Εγώ το ζούσα.
Στην αυλή του σπιτιού του υπήρχαν μεγαλόσωμα σκυλιά φύλακες. Καθαρόαιμα λυκόσκυλα, άρτια εκπαιδευμένα. Όποτε ήθελε να χαλαρώσει ο Ανδρέας, με αυτά τα σκυλιά ασχολιόταν. Έπαιζε μαζί τους. Είχε, όμως, και ένα σκυλί που το υπεραγαπούσε. Και αυτό τον λάτρευε. Ήταν ένα αρκετά μεγαλόσωμο ημίαιμο χρώματος ανοιχτού μπεζ, το οποίο ζούσε μέσα στο σπίτι. Αυτό το σκυλί δεν ξεκολλούσε από το πόδι του Ανδρέα. Καθόταν σε καρέκλα ο Ανδρέας κολλημένο στο πόδι του ήταν το σκυλί. Καμιά φορά χαμογελούσα όταν έβλεπα το σκυλί να σπρώχνει με τη μουσούδα του το πόδι του Ανδρέα. Χάδι ήθελε, κι αυτό το ήξερε το αφεντικό του. Το χάιδευε στο κεφάλι και μόνο τότε σταματούσαν τα σπρωξίματα με την υγρή μουσούδα.
Γνώρισα πολλούς πρωθυπουργούς. Από τη μεταπολίτευση και μετά όλους τους γνώρισα. Άλλους από πολύ κοντά και άλλους από λιγότερο κοντά.
Από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μέχρι τον Γεώργιο Ράλλη και από τον Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι τον Κώστα Μητσοτάκη. Από τον Κώστα Σημίτη μέχρι τον Κώστα Καραμανλή και μέχρι τον Γιώργο Παπανδρέου.
Μόνο ο Ανδρέας Παπανδρέου μου επέτρεψε να επικοινωνήσω, πραγματικά, μαζί του. Όχι ως δημοσιογράφος αλλά ως απλός πολίτης, ως απλός άνθρωπος.
Δεν μιλώ για τις πολιτικές που εφήρμοσε ως πρωθυπουργός και για τις ιδέες από τις οποίες εμφορούνταν. Και για τις πρώτες και για τις δεύτερες έχω άποψη.
Η οποία είναι σαφώς διαφορετική από εκείνη εκείνων που χειροκροτούσαν τον Ανδρέα Παπανδρέου ακόμα και όταν έβηχε.
Για τον άνθρωπο μιλώ. Για τον μεγάλο ηγέτη που κατάφερε να παραμείνει και μεγάλος άνθρωπος. Με τα μεγάλα λάθη του και με τις μεγάλες αδυναμίες του.
Εγώ αυτόν τον άνθρωπο αγάπησα, γιατί με έκανε να μην ντρέπομαι για τα δικά μου μεγάλα λάθη και για τις δικές μου μεγάλες αδυναμίες.
18 του Οχτώβρη 2019 είναι σήμερα.
Για τους περισσότερους, ο Αντρέας αποτελεί ανάμνηση.
Κάποιοι τον έχουνε ξεχάσει κιόλας. Κυρίως αυτοί που χάρη στον Αντρέα έγιναν γνωστοί στον θυρωρό της πολυκατοικίας τους. Για να μη μιλήσω και για κείνους που βρέθηκαν με πολυκατοικίες.
Όμως για μένα, ο Αντρέας παραμένει ολοζώντανος.
Σα να τον θωρώ τώρα μπροστά μου.
Θεός ήτανε και οι θεοί δεν ποθαίνουνε ποτές.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας