Του Νίκου Ψιλάκη *
Τι είναι η Κρήτη, λοιπόν; Νησί ή καράβι τρικάταρτο που ταξιδεύει ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, κατά πως λέει ο μεγάλος ταξιδευτής της, ο Νίκος Καζαντζάκης; Τόπος πλασμένος με πέτρα και μνήμη; Ριζίτικο τραγούδι; Ή μήπως Ερωτόκριτος, που επιμένει πως από μια σπίθα γεννιέται το θαύμα; Η φωνή του Βιτσέντζου στοιχειώνει στ’ αυτιά μου:
… κι από μια σπίθα ολόμικρη, φωτιά μεγάλη εγίνη.
Ο Κορνάρος μιλούσε για τη σπίθα του έρωτα. Κι εγώ, που τον διαβάζω ύστερα από τόσους αιώνες, σαν διαχρονικό συναξάρι της κρητικής ψυχής, σκέφτομαι πως το κάθε μικρό κι ασήμαντο μπορεί να γίνει μεγάλο και να φουντώσει. Αυτή την σπίθα την «ολόμικρη», που μπορεί να λέγεται και πάθος κι υπέρβαση, κι αγώνας κι ανάσταση, αυτήν περιμένω.
Τι είναι η Κρήτη, λοιπόν; Κάθε πατουχιά της είναι και μια ιστορία. Κι ένας μύθος. Αυτόν τον μύθο, τον αιώνιο κι απέθαντο μύθο της Κρήτης, προσπαθώ χρόνια και χρόνια ν’ ανακαλύψω κι ομολογώ πως αισθάνομαι σαν μικρός μαθητής που κρατεί ακόμη την πλάκα και το κοντύλι του και μοχτεί να συλλαβίσει πολυσύλλαβες λέξεις.
Κάποτε τούτος ο τόπος, τούτος ο μύθος, χάριζε στην Ευρώπη τ’ όνομά της.
Κάποτε, κάποιος γραφέας χάραζε στον πηλό τις πρώτες λέξεις, την πρώτη γνωστή γραφή της ελληνικής γλώσσας. Κι ήταν σα να τη χάραζε στις ψυχές των ανθρώπων. Έμεινε. Μικρός, πριν το Δημοτικό, ήξερα το γάνος της μέρας (τη λαμπεράδα της – χιλιάδες χρόνια κι η λέξη δεν άλλαξε), άκουγα τους δουλευτάδες της γης ν’ ανταλλάσσουν τον πιο απλό χαιρετισμό, «σπολλάτη», και χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να καταλάβω πως ήταν ένας άλλος τρόπος, πιο σύντομος, για να ευχηθεί ο ένας στον άλλον «εις πολλά έτη».
Σκύβω στο χώμα το προγονικό, ανηφορίζει ο μύθος στην κλίμακα του χρόνου. Στ’ αυτιά μου αντηχεί συνεχώς η σπίθα, που, όπως λέει ο μεγάλος Κρητικός,
…κάνει «τον ανήμπορο, άντρα και παλικάρι,
τον φοβητσιάρην άφοβο, πρόθυμο τον οκνάρη».
Αυτή τη σπίθα -κάποιοι μπορεί να τη λένε και κουζουλάδα- αυτήν που θ’ ανάψει και θ’ αλλάξει τον κόσμο, αυτήν καρτερώ.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κρήτη, ρίζωσα. Δεν ξέρω γιατί ρίζωσα. Ποτέ δεν θα μάθω. Πώς να εξηγήσει κανείς το μυστήριο; Ο μύθος με συνεπαίρνει. Από κάθε γωνιά της ξεχύνεται και μια φωνή μυστική. Δεν μπορώ να τις ξεχωρίσω. Άλλοτε θαρρώ πως είναι του παππού μου, άλλοτε του ίδιου του τόπου, άλλοτε όλων των περασμένων γενεών, όλων των παλιών Κρητικών μαζί, ταπεινών κι επιφανών, Δασκαλογιάννηδων, Θεοτοκόπουλων, Κορνάρων, Καζαντζάκηδων, ψαράδων, ξωμάχων, πετροκόπων, ζευγάδων, όλων. Κι άλλοτε θαρρώ πως είναι η φωνή εκείνου του γέρου βοσκού που πριν από χρόνια, όταν με είδε οδοιπόρο κουρασμένο στα μέρη του, με κάλεσε κοντά του με τούτα τα λόγια:
– Έλα, σίμωσε, να σου δώσω ένα μαστραπά δροσερό νερό. Να πιούμε μια κούπα κρασί. Κι εσύ να με κεράσεις δυο λέξεις ανθρωπινές.
Ανθρωπινές! Στην αρχή χαμογέλασα. Δεν είχα καταλάβει τα λόγια του.
Σίμωσα. Μια κούπα κρασί, δεύτερη κούπα. Μια μαντινάδα, κι άλλη μαντινάδα. Κι αθότυρος ξεραμένος, πεντανόστιμος.
Χρειάστηκε να μιλήσω μαζί του για να καταλάβω πως μέσα στην απέραντη μοναξιά του ο βοσκός είχε μάθει να μιλά κι άλλες γλώσσες. Όχι τις «ανθρωπινές». Αυτές που εμείς, οι στοιχειωμένοι στις πόλεις, δεν θα καταλάβομε ποτέ. Είχε μάθει να μιλά με τον καιρό, με τα πράγματα, με τη φύση. Μπορεί και με τον Θεό.
Τι είναι η Κρήτη, λοιπόν; Μήπως το ελάχιστο που μεγαλώνει και γιγαντώνεται; Μια σπίθα ήταν κι ο Μάης του Σαράντα ένα. Μια σπίθα και το Αρκάδι. Μια σπίθα κι ο Θεοτοκόπουλος…
Μια σπίθα που…
(το) πως θα κάμει αναλαμπή κιανείς δεν το λογιάζει.
Κι όμως!
Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό ριζίτικο, μεγάλωσα πλάι σε βράχους και πρίνους άγριους, πλάι στα ήρεμα αμπέλια και τις ελιές τις χιλιόχρονες. Περπάτησα πολύ, εφτά χιλιόμετρα το πρωί κι άλλα τόσα το μεσημέρι για να μάθω γράμματα. Μα τα πιο πολλά θαρρώ πως τα ‘μαθα στις αποσπερίδες, στις βεγγέρες και τους καφενέδες. Τότε, στα χρόνια της Χούντας, η Κρήτη ήταν αλλιώς. Η τηλεόραση δεν είχε ακόμη εκτοπίσει τον λόγο. Ο θρύλος μπερδευόταν γλυκά με την ιστορία. Οι άνθρωποι μιλούσαν. Οι ξωμάχοι όργωναν ακόμη με το αλέτρι του Ησίοδου, τα τοπωνύμια ήταν ακόμη «επιγραφαί γεγλυμμέναι επί του εδάφους», όπως έγραψε κάποιος λόγιος του παλιού καιρού. Ίσως ένας Βυζαντινός Κρητικός, ίσως κι ένας Μινωίτης ακόμη να μην ένιωθε τόσο ξένος. Κάποια πράματα έμεναν ίδια κι από τις δικές τους τις εποχές.
Πέρασαν τα χρόνια. Κι εγώ, ο μαθητής του 1970, που μάζευα τις λέξεις, τις ιστορίες και τις συνήθειες του τόπου στο δισάκι μου, νομίζω πως έχω ζήσει πολλούς αιώνες μαζί.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι από κείνη την Κρήτη. Και πάντα λέω πως ναι! Ίσως αυτή η σπίθα που λέγαμε. Ίσως το τοπίο, η γλώσσα, οι άνθρωποι. Οι μικρές και οι μεγάλες στιγμές, οι γιορτές, τα πανηγύρια, ο χόντρος με τους χοχλιούς, οι ομαθιές, τα πολυσπόρια ή πολυκάρπια (παλικάρια τα λένε σήμερα). Ίσως κι αυτός ο γέρο βοσκός που τώρα πια δεν μένει στα βουνά του, τώρα πια μπορεί να λιγόστεψαν κι οι μυστικές γλώσσες που μαθαίνει κανείς όταν αφουγκράζεται τις φωνές των πραγμάτων, αλλά θα σας καλέσει για μια κούπα νερό δροσερό. Και κρασί. Και κουβέντα.
Αυτήν την Κρήτη σας καλώ να γνωρίσετε.
Ο τόπος μου
βουνά σπαρμένα με ανέμους,
αναβαθμίδες – στον κόρφο τους πυρώνουν την κριθή και τον ερέβινθο.
Μικρή κι ατέλειωτη γη μου
που πυρπολείς το φως με τα κρινάκια της άμμου,
με περιέχεις
εις τους Αιώνας των Αιώνων!
(Από την ποιητική συλλογή Οίνοψ Πόντος, του Νίκου Ψιλάκη)
* Από καλούς συναδέλφους του “Έθνους” μου ζητήθηκε ένα κείμενο, κάτι σαν editorial ,για το AFIERVMA του TRAVELBOOK στην Κρήτη.