Ἦταν ἐπικεφαλὴς ἀξιωματικὸς τῶν ρωμαίων στρατιωτῶν, στὴν ἐκτέλεση τῆς θανατικῆς καταδίκης τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἐκτελοῦσε τὴ διαταγὴ τοῦ Πιλάτου, ἀγνοοῦσε ποιὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, γι’ αὐτὸ παρέστη σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς φρικτῆς τραγωδίας. Ὅμως ἡ ψυχὴ τοῦ Λογγίνου δὲν εἶχε τὶς φαρισαϊκὲς παρωπίδες καὶ τὴν ἀχρειότητα τῶν ρωμαίων στρατιωτῶν. Εἶδε σὲ βάθος τὸ θύμα καὶ πρόσεξε σ’ αὐτὸ τὴν ἀγαθότητα, τὴ σεμνότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν γαλήνη ποὺ τὸ διέκρινε.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, ὅταν εἶδε τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ νὰ σχίζεται στὰ δυό, τὴν γῆ νὰ σείεται, τὶς πέτρες νὰ ραγίζουν καὶ τὰ μνημεῖα νὰ ἀνοίγουν, φωτίσθηκε ἀκόμα περισσότερο. Δὲ χωροῦσε πλέον καμιὰ ἀμφιβολία μέσα του, καὶ μὲ ὅλη του τὴν δύναμη διακήρυξε κάτι, ποὺ ὅλοι ὅσοι ἔχουν καθαρὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους στὴν παντοδυναμία τοῦ Κυρίου διακηρύττουν: «Ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος υἱὸς ἣν Θεοῦ». Ἀλήθεια, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν υἱὸς Θεοῦ, ὁ Θεάνθρωπος Σωτὴρ τοῦ κόσμου.
Ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Λογγῖνος ἀσπάσθηκε καὶ κήρυττε τὴν χριστιανικὴ πίστη, ἐξήγειρε τὴν μανία τῶν Ἰουδαίων, καὶ μὲ ἐνέργειές τους στὴ ρωμαϊκὴ ἐξουσία, τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τὸν Ἥλιον τῆς δόξης Σταυρῷ προσηλωθέντα, καὶ τοῖς ἐν σκιᾷ τοῦ θανάτου ἐκλάμποντα ὡς εἶδες, ηὐγάσθης αὐτοῦ ταῖς ἀστραπαῖς, καὶ ἤθλησας Λογγῖνε εὐσεβῶς· διὰ τοῦτο νοσημάτων παντοδαπῶν, λυτροῦσαι τοὺς ἐκβοῶντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.