Ο Άγιος Ισαπόστολος τσάρος Boris, ο μετονομασθείς Μιχαήλ, ήταν βασιλέας της Βουλγαρίας και για το ιεραποστολικό του έργο είχε προφητεύσει ο θείος του Άγιος Μποϋάν (τιμάται 28 Μαρτίου).
Μόλις ανήλθε στο θρόνο, διαδεχόμενος κατά πάσα πιθανότητα τον Πρεσσιάμ, έδειξε ότι είχε συνείδηση των σκοπών του και των μέσων της επιτεύξεώς τους. Όμως τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Boris, σημαδεύτηκαν από ανεπιτυχείς εκστρατείες κατά των Κροατών και των Σέρβων. Κατόπιν όμως διά πολιτικών ενεργειών και πολεμικών επιχειρήσεων πέτυχε μερικές εδαφικές επεκτάσεις προς τα βορειοδυτικά, όταν κατέλαβε και την Αχρίδα και προς τα νοτιοανατολικά.
Κατά την διάρκεια μιας μάχης, από τις πολλές μεταξύ των Βουλγάρων και των Ελλήνων, αιχμαλώτισε τον επιφανή σύμβουλο Θεόδωρο Κουφαρά, ο οποίος είχε γίνει μοναχός. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που φύτεψε τον σπόρο του Ευαγγελίου στην ψυχή του Βουλγάρου τσάρου. Σε μια από τις εκστρατείες των Ελλήνων, η νεότερη αδελφή του τσάρου αιχμαλωτίσθηκε από τον Λέοντα τον Αρμένιο και γαλουχήθηκε με την Ορθόδοξη πίστη στην αυλή του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Όταν ο Θεόφιλος πέθανε, ο τσάρος Boris αποφάσισε να εκμεταλλευθεί αυτή την περίσταση, για να εκδικηθεί τους Έλληνες για προηγούμενες ήττες. Έτσι και κάτω από την εντύπωση της βυζαντινής λάμψεως φιλοδόξησε να καταλάβει το Βυζάντιο. Το 853 μ.Χ. ο Boris νόμισε ότι ήταν δυνατόν να επωφεληθεί από το γεγονός ότι τον θρόνο του Βυζαντίου κυβερνούσε η Θεοδώρα και κήρυξε απότομα πόλεμο. Λέγουν μάλιστα ότι η Θεοδώρα απάντησε σε αυτόν: «Αν επιτεθείς κατά της χώρας μου, θα σε αντιμετωπίσω ελπίζουσα τη νίκη. Αν όμως νικηθώ, δεν θα είναι μεγάλη η δόξα για σένα ότι νίκησες γυναίκα».
Η θαρραλέα αυτή απάντηση άρεσε στον Βούλγαρο μονάρχη και δέχθηκε να διαπραγματευθεί. Άλλωστε, καθώς η πείνα και η πανώλη περιστοίχιζαν την χώρα, η Βουλγαρία αντιμετώπισε τρομερές δυσκολίες. Ο Boris είδε τη σωτηρία της χώρας του, η οποία βρισκόταν στο σκοτάδι εξαιτίας της ειδωλολατρίας, στην Ορθόδοξη πίστη. Έτσι ο τσάρος Boris συμφώνησε σε μια συνθήκη ειρήνης. Ο Θεόδωρος Κουφαράς ανταλλάχθηκε με την Βουλγάρα πριγκίπισσα, η οποία κατήχησε τον Boris αναδεικνύοντας την οικτρότητα των ειδώλων και το ύψος της διδασκαλίας του Θεανθρώπου. Έτσι, προς το τέλος του 864 μ.Χ. ή στις αρχές του 865 μ.Χ., βαπτίσθηκε από τον Επίσκοπο Ιωσήφ και μετονομάσθηκε Μιχαήλ.
Αμέσως κατηχητές εστάλησαν παντού προς φωτισμό και βάπτισμα του λαού. Ο Πατριάρχης Φώτιος, μετά από αίτηση του Αγίου Μιχαήλ, απέστειλε στην Βουλγαρία πολλούς κατηχητές. Ο Μιχαήλ ζήτησε ακόμη, όχι μόνο Αρχιεπισκόπους και Επισκόπους, αλλά και την ίδρυση Πατριαρχείου. Φιλοδοξούσε να περιβληθεί ο θρόνος του με την ίδια πολιτική, στρατιωτική και εκκλησιαστική λαμπρότητα, με την οποία επιδεικνυόταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Ο ιερός Φώτιος απέφυγε κάτι τέτοιο και ο Μιχαήλ στράφηκε προς της Ρώμη. Ο Πάπας Νικόλαος απέφυγε και αυτός να συντελέσει στην ίδρυση αυτοκέφαλης Εκκλησίας, διότι φοβόταν την αφομοίωσή της με την Ορθόδοξη Εκκλησία, και διότι ο πολλαπλασιασμός των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών ήταν αντίθετος προς την καισαρική αντίληψη περί εκκλησιαστικής ενότητας του Βατικανού. Έστειλε μόνο δύο Επισκόπους, τον Φορμόζο ντε Πόρτο και τον Παύλο της Ποπουλανίας και απάντησε σε 106 δογματικά και άλλα εκκλησιαστικά ερωτήματά του, στα οποία και ο ιερός Φώτιος, αφού ερωτήθηκε, απάντησε.
Κατά το 888 μ.Χ. ο Άγιος Boris – Μιχαήλ παραιτήθηκε από τον θρόνο και εισήλθε σε μοναστήρι, αφήνοντας το βασίλειό του στους υιούς του, Βλαδίμηρο και Συμεών. Επειδή όμως ο Βλαδίμηρος, ο οποίος τον είχε διαδεχθεί, είχε αποκηρύξει τον Χριστιανισμό και εργαζόταν μαζί με τους βογιάρους για την εκρίζωσή του, ο Άγιος Boris – Μιχαήλ επανήλθε, συνέλαβε και τιμώρησε τον υιό του. Αφού έδωσε τον θρόνο στο νεότερο υιό του, τον Συμεών, επέστρεψε στο μοναστήρι.
Ο Άγιος Βόρις-Μιχαήλ κοιμήθηκε με ειρήνη το 907 μ.Χ.
Πηγή: saint.gr