Του Λευτέρη Γουλιελμάκη
«Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς; Τι;» με ρωτά ενώ ετοίμαζα τα πράγματα μου βιαστικά να φύγω.
Τελευταία μέρα στο λύκειο οι απολυτήριες εξετάσεις είχαν μόλις τελειώσει. Ο ήλιος του καλοκαιριού έμπαινε μέσα στις αίθουσες και ζεμάτιζε τα θρανία που ήταν κοντά στα ανοιχτά νοτικά παραθύρια. Το ελαφρύ βοριαδάκι, που τρύπωνε και αυτό από τον πλατύ διάδρομο, ανεχούμιζε τις μυρωδιές των εφηβικών ορμονών και τσι στόλιζε με λαιμογρατζουνιάρες νότες από την σκόνης της κιμωλίας. Η δεκαετία του ενενήντα προχωρούσε με αυτοπεποίθηση και οι πανελλήνιες πλησίαζαν.
«Έτσι φεύγομε Λευτέρη, μήδε γεια ούτε μηδέ πράμα δε λες;» με ρώτα πάλι μόλις με είδε να ξεπορτίζω από την αίθουσα. Μα τι γειά; Όταν είσαι έφηβος δεν συνειδητοποιείς καλά τις στιγμές στις οποίες αλλάζει κατεύθυνση το μονοπάτι της ζωής. Σου φαίνεται ότι το μονοπάτι στρίβει αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, δεν αξίζει καν να το σκέφτεσαι. Δεν βλέπεις ότι η ζωή σε βάνει σχεδόν κάθε μέρα να διαλέξεις ένα από τους δυο δρόμους. Ντα ηντά σε; Ηρακλής; σκέφτεσαι. Τα δώδεκα χρόνια στο σχολειό σου φαίνονται σαν τους αιώνες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που σε έχουν γεμίσει εμπειρίες. Όλα τα μυρωδικά του Καβάφη τα ΄χεις σνιφάρει ήδη, κατά την γνώμη σου, και στέκεις σαν τον ηγεμόνα εκ δυτικής Λιβύης που δεν σηκώνει πολλές-πολλές κουβέντες συμβουλευτικές γιατί τα κατέχει όλα. Αυτός όμως ήξερε. Το μονοπάτι της ζωής των μαθητών που μόλις αποφοιτούσαν θα άλλαζε σύντομα. Ένας-ένας έπαιρνε την δικιά του τροχιά. Η αλλαγή δικαιολογούσε την χαιρετούρα στο δάσκαλο. Ο Μάρκος ο Πολάκης ήταν και δεν φαινόταν παρεξηγημένος.
Ήταν όμως άλλα πράγματα που τα παρεξηγούσε και πολύ μάλιστα. Και άμα δεν του τα ‘λεγες όπως τα θέλε, σε περίμενε η μήνις του Πηλάδου Αχιλλέως να στην αηδέψει η αγχωμένη μούσα. Είχε απαιτήσεις από αυτούς που νόμιζε «καλούς». Μαθητές ή νεαρούς καθηγητές, καμιά διαφορά. Είμαι σίγουρος πως και στους συγγενείς το ίδιο θα ήταν. Και άμα δεν του τα πηγαίνανε ντρέτα θέλα αναφωνήσει: « Ντα ήντα θαρρείτε; Πως είναι επαέ μέσα Βατικανό; με πάπα τον Πολάκη και καρδινάλιους τσι υπολοίπους;» Και όσο από μάς ήμασταν ένα ψιχάλι παραπάνω αλαφροΐσκιωτοι κάναμε τσι λέξεις εικόνες ντελόγο.
Εγώ τον φανταζόμουν να στέκει θεριό με την παπική τήβεννο και τα κόκκινα παπούτσια δίπλα στο σύμβουλο ντου το γαβρωμένο πάπα Ιωάννη Παύλο. Και στην χέρα το κλειδί του μαύρου Κορόλα παπική σφραγίδα. Και τσι καθηγητές μας πάρα πίσω Καρδινάλιους, και άντρες και γυναίκες. Και μας τση μαθητές, σαν τση μύγες να σβουρίζομε γύρω γύρω από την μερέντα, ζαλισμένες από το κρύο του Οκτώβρη σε τροχιές που αγνοούσαν προκλητικά την Νευτώνεια μηχανική.
Όχι, όχι. Δεν το κάνε όπως ο πάπας που τση βλογά όλους. Δεν δίσταζε καθόλου να σε «προσβάλει» αν αυτό του φαινόταν πως χρειαζόταν για να πετύχει το σκοπό του. Ήταν μέρος της δικής του παιδαγωγικής μεθόδου για να σε κρατά στο μονοπάτι σου, στην ηλικία που εύκολα ξεστρατίζεις. Το δικό σου μονοπάτι, ξαναλέω, όχι το δικό του. Για σένα το κάνε μα θα το καταλάβαινες καιρούς και ζαμάνια μετά.
Μα, σε τί να σε προσβάλει; Είναι μέθοδος αυτή θα μου πείτε; Έτσι γενικά και αόριστα; Όχι φυσικά. Κάθε κουβέντα ήτανε ένα νυστεράκι χειρουργικό και έκανε την εγχείρηση. Αλλιώς δεν την έλεγε καθόλου. Κουβέντες που γεμίζουνε ζεστό αέρα την τάξη και μόνο, δεν άκουγες από το στόμα του. Κάθε εγχείρηση ήθελε άλλη τεχνική και αυτός είχε μάθει πολλές.
Ποιο ελατήριο του κρεβατιού σπρώχνει το άνθρωπο το πρωί να σηκωθεί; Τι του μιζάρει τη μηχανή να πάρει ομπρός; Εξαρτάται. Άλλο τον κινεί ο εγωισμός την ημέρα και δεν τον αφήνει να κοιμηθεί το βράδυ. Άλλο τον κινεί το φιλότιμο. Άλλο τον κινεί η ματαιοδοξία. Άλλος φαντάζεται τον κόσμο σαν μια γιγάντια πύργια που μέσα σβουρίζουνε, φουντούκια και στραγάλια μέχρι να φτάσουνε στην έξοδο που περιμένει η μπούκα ντου να τα φάει. Και μόλις ξεσκολίσει καταλαβαίνει πως δεν είναι η δική ντου μπούκα στην άκρα τση πύργιας, μόνο είναι και αυτός στραγάλι. Και πως η τρελή ροδιά που μάχεται την συννεφιά του κόσμου, τελικά δεν την έδιωξε. Γιατί έτσι είναι ο κόσμος. Σε κοίταζε και σε ζύγιζε προσεκτικά και σε χτυπούσε εκεί που ήθελες βοήθεια, να μην είσαι ούτε η μπούκα ούτε το αστραγάλι.
« Ας θεωρήσομε ένα παραλληλόγραμμο» έλεγε και το σχεδίαζε στον πίνακα χωρίς να τον κοιτάζει καθόλου. «Οι ευθείες μεταξύ δυο μη διαδοχικών ακμών είναι τούτες» και συνέχιζε το σχέδιο . «Πως τσι λένε;» ρωτά.
Το βλέμμα του σάρωνε την τάξη σαν μπουκάλα σε παρέα μεθυσμένων εφήβων των οποίων τα μούτρα είναι γεμάτα από ανησυχία γιατί κάνεις δεν θέλει να φιληθεί από την Αφροξυλάνθη.
«Τί λες εσύ Λευτέρη;» με ρωτά.
« Διαγώνιους» του απαντώ με σχετική σιγουριά— αδικαιολόγητη όπως κατάλαβα εκ των υστέρων. Με κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια σαν να προσπαθούσε να μειώσει το χώρο που καταλάμβανε το σιφούνι μου στο οπτικό του πεδίο. Παράλληλα αισθανόμουν και ‘γω τον εαυτό μου να μικραίνει σαν στο «Αγάπη μου συρρίκνωσα τα παιδιά».
« Πόσο σου ΄χει στα νέα ελληνικά η Βαγγελιώ;» με ρωτά.
« Δεκαεννιά!» του απαντώ ψιλοτσατισμένα που με αμφισβητούσε. Τα χρόνια εκείνα είχα ακόμα την κακή συνήθεια να απαντώ σε όλα όσα με ρωτούνε ανεξαιρέτως και μάλιστα με τσάτιζε άμα με αμφισβητούσανε. Σήμερα είμαι κάπως καλύτερος και απαντώ μόνο άμα θέλω και δεν με νοιάζει η αμφισβήτηση-εκτός και αν αυτή αφορά την Πηγαϊδακιανή μου καταγωγή.
Γυρνά το βλέμμα στην άλλη μεριά της τάξης εκεί που κάθεται η ξαδέρφη μου η Σοφία. Σιγά μην δεν το απαντούσε σωστά η Σοφία. Καθόταν στο πρώτο θρανίο δίπλα στην πόρτα με την πλάτη στον πράσινο γυαλιστερό τοίχο. Η Σοφία δεν ήταν μόνο άσσος στην ευκλείδεια γεωμετρία. Ήταν η ευκλείδεια γεωμετρία. Το χέρι πάνω στο θρανίο κρατούσε το κεφάλι της πλάγια και σχημάτιζε ένα τέλειο ορθογώνιο τρίγωνο, του οποίο όμως το άθροισμα των γωνιών ξεπερνούσε τις 180 μοίρες, αφήνοντας σαφή μαθηματικά υπονοούμενα ότι διανοητικά είχε ήδη εισέλθει στην υπερβολικές γεωμετρίες του Λομπατζέφσκι.
« Τι λές εσύ Σταματάκη; πως λέγονται; » Η Σοφία θεώρησε ότι μάλλον το λάθος μου ήταν στο τονισμό.
« Διαγωνίους!!!», λέει με σιγουριά. Την κοιτάζει και κείνη με την δέουσα ειρωνεία και της λέει:
«Όπως λέμε Κριγιούς;»
Μα λίγες μέρες μετά μας πιάνει από κοντά και τους δυο. «Σοφία. (Παύση μακράν). Δεν τήνε χ**εις την τρίτη δέσμη που μου τσαμπουνάς κάθε λίγο και λιγάκι. Να βρούμε 2-3 ακόμη να κάμομε επαέ πρώτη δέσμη να μην πηγαίνει και ο Λευτέρης στσι Μοίρες.» Όσοι είστε εκπαιδευτικοί, αλλά όχι μόνο αυτοί, καταλαβαίνετε το προσωπικό ρίσκο που παίρνει ο δάσκαλος στο σημείο αυτό. Και αν κάνει λάθος; Και αν ο μαθητής αποτύχει και του πει μετά μου διάλυσες την ζωή μου; Μην στοιχηματίσετε στο λάθος του γιατί θα χάσετε. Ήξερε, ρίσκαρε προσωπικά για άλλους και φυσικά είχε δίκιο.
«Δεν γίνεται να μιλώ μια (ν)ώρα και να μην ρωτάτε πράμα. Ακούς Λευτέρη; Σταματάκη ακους; Μαυρομανωλάκη;» Και συνέχιζε « Ο καλός μαθητής έχει απορίες. Ο καλός τις έχει τις απορίες όχι ο κακός». Δυο προτάσεις θα μου πείτε. Μα με αυτές τις δυο προτάσεις, πάνω από τριάντα χρόνια μετά, μπορεί και χώνεται ξανά στο μυαλό μου κάθε ακαδημαϊκό εξάμηνο. Εκεί μπροστά στα συνωστισμένα έδρανα με τρακόσιους φοιτητές και γλώσσες αλλότριες. Πότε; Όταν καμιά φορά βλέπω τους νεαρούς φοιτητές να διστάζουν να ρωτήσουν στο τέλος της διάλεξης. Δεν φοβούνται. Τους συμφοιτητές τους ντρέπονται. Σου λέει «όλοι καταλάβανε, να ρωτήσω να με λένε μπούρμπαδο;».
«It is not shameful to not know; the real shame lies in not knowing and choosing not to ask. A good student primarily asks questions» φωνάζω στο αμφιθέατρο και άμα το πω αυτό με πιάνει περηφάνεια που έχω αποφοιτήσει από το νοτιότερο λύκειο της Ευρώπης. Μου περνά γρήγορα όμως μόλις δω το σχολείο μας να γερνά πιο γρήγορα από μας και κανείς σχεδόν να μην ακούει τα κλάματα του.
Και καλά τι δουλειά είχε τώρα αυτός να πελεκά τις ζωές των άλλων; Πιο καλά την ήξερε την ζωή; γονέους δεν είχαμε; Είναι δουλειά του δασκάλου. Κάποιοι την αποποιούνται αλλά είναι. Για αυτό ο δάσκαλος δεν είναι υπάλληλος είναι λειτουργός. Του το αναγνωρίζει η κοινωνία θα μου πείτε; Ε ναι. Αφού τόνε λέει λειτουργό. Μόνο όταν έρθει ώρα να τον πληρώσει για το λειτούργημά του το ξεχνά εντελώς.
«Λευτέρη σε θωρώ χαμένο, κουρασμένο, έχεις χάσει την όρεξή σου. Ότι και να ναι ο λόγος δεν είναι ώρα. Γιάε και ‘γω τον έχασα τον πατέρα μου και είναι πενήντα χρόνοι. Και μόνο που θα το σκεφτώ εδά σηκώνεται η τριχιά μου» μου λέει μια μέρα που με στρίμωξε στην αίθουσα μοναχό. Ποτέ δεν μου ‘πε παραπάνω. Πως δεν αποχαιρέτησε τον πατέρα ντου φυσιολογικά και ότι τον σκότωσαν οι Γερμάνοι στην κατοχή όταν ήταν δεν ήταν 5-6 χρονών ο ίδιος. Ήξερε την αξία της στιγμής και πως η στιγμή μπορεί να σου αλλάξει το συμπάν.
Και πως να μην το ξερε. Βρέθηκε να κολυμπά μέσα στα σκοτεινά κύματα της Φαλκονέρας και είχε ώρες ολόκληρες να συνειδητοποιήσει ότι η ζωή τέλειωσε. Όχι, όχι δεν κάνει το ίδιο με το φρενάρισμα που έκαμες προχθές στη γαλιανή στροφή. Σόρι. Εκεί που ο Καββαδίας πάντα ήθελε μια μέρα να ταφεί ο Μάρκος ο Πολάκης βρέθηκε γιατί εκεί τον φέρανε τα μονοπατάκια της δικής του ζωης εκείνη την στιγμή. Πόσο να αντέξεις στην θάλασσα. Είχε ακούσει τις φωνές των άλλων ναυαγών που το καράβι ρουφούσε μαζί του στην άβυσσο.
Ποτέ δεν τον πλησίασα να τον ρωτήσω πως αλλάζει το σύμπαν σου άμα πάρεις το ταξίδι του χαμού και ξαφνικά γυρίσεις. «Έχει δίκιο ο Νίτσε δάσκαλε πως άμα δεν ξαπλώσεις με το θάνατο μια βραδιά δεν καταλαβαίνεις την ζωή; ή να τα πιάσω τα βιβλία ντου να τα σφεντουρίξω στσι λεπιδολάκκους;» Δεν τα ρωτά ο έφηβος όμως αυτά γιατί, είπαμε, τα ξέρει όλα.
«Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς;» με ρωτά πάλι.
« Βαρβάρους» του λέω «βαρβάρους». Ήταν η τελευταία μας κουβέντα.
Αν συνέχιζε τώρα θα συμπλήρωνα ότι «Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποιαν λύσις.».
Φωτογραφία Κώστας Μανιδάκης.
Mal Du Départ ( Καββαδίας, Σπανός, Καράλης). Απο την συλλογή Μαραμπού.