Γράφει ο Απόστολος Πηρουνάκης*
Πρώτη μου φορά αντίκρυσμα τούτη τη θάλασσα 10 χρονώ κοπέλι από τη σπηλιά τω βοσκώ στο “κεφάλι” πλια μέσα από το μοναστήρι της οδηγήτριας Παναγίας , που εξωμέναμε το βράδυ με τον πατέρα μου και το (Γιαγό) .
Χρήστο Στεφανάκη
αν τον έλεγες δεν τονε γάτεχε κιανείς .
Ο Γιαγός είχε κάρο μ’ ένα κόκκινο ουγγαρέζικο μουλάρι, πολλά ψηλό και τα πέλματά ντου ήτανε μεγάλα σαν το πιάτο κι ο πατέρας μου ένα τσινιάρικο γάιδουρομούλαρο και πήγαμε να βγάλουμε αργουλίδους (αγριολίδια με ταπούζα) για φύτεμα.
Πρέπει νάτανε χειμώνας το 1954, γιατί έκανε πολλή κρυγιότη και ήμουνα ξυπόλυτος με κοντό πατελονάκι και τουρτούριζα , επαίζανε τα σαγώνια μου και χτυπούσανε τα δόντια μου , έτριβα τα χέρια μου και τάβαζα κάτω από τσι αμπασχάλες μου , κουκουβιστός μπροστά από ένα χαράκι να μη μου κολλά η βροχή και η κρυγιότη .
Μα τα πόδια και τα χέρια δεν εξεμαργώνανε όσο και να τα φυσούσα με τα χνώτα μου!
Εκειά εκάθουμουνε μέχρι να φέρουνε από το γιαλό (ετσα το λέγανε γιατί ήτανε κοντά στη θαλασσα) δυό γομάρια αργουλίδους να τσοι φορτώσουνε στα μουλάρια και να ξωλαλιώ να τσοι φέρω στο Λίσταρο που είχαμε αφήσει το κάρο.
Έλα μου δα που τα μουλάρια ήτανε ψηλά και επειδής δεν έφτανα να ξεφορτώνω μου αφήνανε την άκρη του σχοινιού να κρέμεται ,την τραβούσα και να τσοι αργουλίδους χάμε.
Τρεις μέρες, κάθε μέρα ήκανα τρεις στραθιές μέχρι που μαζευτήκαμε 100 εκατό αργουλίδοι .
Τα βράδια κοιμούμασταν στη σπηλιά που έμεναν τότε και δυο καλόγεροι. Στην κορφή, αν θυμάμαι καλά, είχε μια τρύπα, ανηφορά τον έλεγαν οι καλόγεροι , κι έβγαινε ο καπνός από τη φωτιά όντενε μαγερεύγανε και ζυμώνανε κάτι στρογγυλά ψωμάκια, σαν τα αρτουλακια που μας δίνανε των τριών ιεραρχών στο σχολείο και τα λέγανε “σεβεντούκος”.
Κάθε βράδυ με φιλεύανε ένα σεβεντούκο και μια χαχαλιά ελιές και με βάζανε στη παραστιά κοντά και κοιμόμουνα , αλλά εξάνοιγα τη σπηλιά κι ήτανε πίσσα μαύρη από την κάπνα.
Όλη τη νύχτα δε μ’ αφήνανε οι νυχτερίδες, με το μπες – βγες , να κοιμηθώ!
Με το γύρισμα του Χρόνου πήγαμε πάλι Απρίλη μήνα, γιορτές του Πάσχα πρέπει νάτανε.
Τούτη τη φορά όμως τα πράγματα ήταν αλλιώτικα.
Ο γιαλός ήταν εκεί, το δάσος ήταν εκεί , η άγρια ομορφιά ήταν εκεί, μόνο που δεν έκανε κρυγιότη και οι καλόγεροι είχαν ανέβει πιο ψηλά στ’ Αστερουσια και η σπηλιά ήταν καταδική μας .
Τούτη τη φορά τα δεντρά και τα χαράκια , σα να βιάζονταν να μεγαλώσουν, σηκώνανε τα παρθένα κορμιά τους, τα πουλιά να κάναν διπλοπήδι απ’ τόνα κλαδί στ’ άλλο με ερωτικά τιτιβίσματα κι όλο το μελισσολόι να σβουρίζει πάνω από τη φασκομηλιά , το θύμο και το θρύμπο, τώρα που άνοιγε ο καιρός κι ήταν Άνοιξη .
Μια μελωδική βαβουρανιά με καλοκουρδισμένα τα όργανα της ορχήστρας του γιαλού , συναρπάζει, μαγεύει και η ψυχή γαληνεύει κι όσο κι αν ήμουν παιδί ανέβαινα κι εγώ πιο ψηλά, πιο ψηλά, ίσαμε που είδα πρώτη φορά θάλασσα!
Ε, τότε ήταν που, ο αέρας του Ψηλορείτη φούσκωνε το πουκαμισάκι μου κι εγω τέντωνα τα χέρια μου και τάκανα φτερά.
Δε θυμάμαι αν ήθελα να πετάξω ή να κάνω από κει μια βουτιά να πέσω να σώσω τα αρνάκια που νόμιζα ότι πνιγότανε στ’ αγριεμένα κύματα του Νότιου Κρητικού Πελάγου!
Ετούτες τις εικόνες θορώ πολλές φορές, χρόνια τώρα, χωρίς να χω αξιωθεί να πάω άλλη φορά.
Να κάνω την ίδια διαδρομή καλυκωμένος να μη μου καρφώνουν οι αγκάθες και να πονεί το σώμα κι η ψυχή μου, αλλά
να εισπράξω και να γευτώ , να μυρίσω και να θαυμάσω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου ,τη νοτισμένη ομορφιά του γιαλού που κάθεται η Κρήτη και στεγνώνει τα μαλλιά της όταν λούζεται στα νερά του Ν ό τ ι ο υ Κ ρ η τ ι κ ο υ Π ε λ ά γ ο υ !
* Ο κ. Απόστολος Πηρουνάκης είναι Συνταξιούχος Δάσκαλος από τους Αγίους Δέκα