Ήρθαν τα Χριστούγεννα, Παραμονή… Όμως βουβοί οι δρόμοι από τις φωνές των παιδιών να ψέλνουν τα κάλαντα και τα καταστήματα άδεια… Κάποιος περαστικός αργοπορημένος βιάζεται να φτάσει στο σπίτι του να βρεθεί με την οικογένειά του, για να νιώσει την θαλπωρή την Άγια τούτη βραδιά της προσμονής της Γέννησης του Θεανθρώπου.
Όμως υπάρχουν άνθρωποι που είτε επέλεξαν τη μοναξιά, είτε όχι είναι σε μια κρύα παγωμένη γωνιά του σπιτιού τους δίπλα στο μισοσβησμένο τζάκι ν’ αναπολούν την ζωή τους, αφήνοντας να κυλίσουν λίγα δάκρυα στα ζαρωμένα από τον χρόνο μάγουλα.
Με περίτεχνο τρόπο αφηγείται, με ποιητική διάθεση η κ. Χαριστή Κουκουμπεδάκη – συγγραφέας και μελετητής της ντοπιολαλιάς και των παραδόσεων περασμένων εποχών – την απέραντη μοναξιά μιας γερόντισσας τα Χριστούγεννα:
Τα Χριστόγεννα τσ’αμοναξάς●●●
Ολομόναχη ήτονε η Μαριόρα του Στρατή μέρες τω Χριστογέννω και δεν είχενε μούδε κάτη στο κονάκι τζη να τση κάνει συντροφιά….
Δεν την αξίωσεν ο Θιός να παντρευτεί αφού από τη νεότη τζη εδιάλεγε τσι ντεληκανήδες κι ο ένας τση ξύνιζε κι ο άλλος τση βρωμούσε…
Εξημεροβραδιάζουντονε με την αμοναξά τζη, αφού από τ’ άγρια μεσάνυχτα εξύπνα κι εβαταλάλειε αμοναχή τζη…
–Όφου και είντα θα γενώ κι είντα βουλή θα δώσω….
Γιάντα Θε μου πέμπεις τσ’ αθρώπους σου και τσι ‘φήνεις να ζούνε στην αμοναξά…
Κι απόης πάλι εμετάγνοιωνε και έλεγε …《δόξα να ‘χει τ’ όνομά σου μα δε μου φταις ετουλόγου σου μόνο η γι-αφεδιά μου απού δεν έβανα βάση να παντρευτώ, να ‘χω κι εγώ ένα γ-κοπέλι να μου κάνει εδά στα γέρα ένα βραστάρι να το πίνω…》
Εκοντοσιμώνανε τα Χριστόγεννα και δεν είχε ποιός τση πουσουνίσει ένα κιλό κριάς και να τση σάσει δυο κουραμπιέδες, ετσά για το καλό και να νοιώσει αυτές τσ’ άγιες μέρες πως γεννάται ο Χριστός..
Σκεφτική κι αμίλητη επέρνα την κάθα μιαν ημέρα με την ανημποριά τζη και την κακομουτσουνιασμένη αμοναξά….
Δεν είχε πόδια γερά να σταθεί και σιγά σιγά εσέρνουντο, αφού ακουμπούσε από καρέκλα σε καρέκλα για να ψήσει μια μπουκιά νερόβραστο φαΐ για να δειπνήσει, γ-ή κιανένα βραστάρι να το πιεί.
Με την αμοναξά τζη και την παντερμιά τζη εζούσε αργά ταχιά κι ετσά επέρνα τον έρμο τζη καιρό…
Μα 《δόξα το Θεό》 έλεγε α θελα θέσει κι α θελα σκωθεί…
Την Παραμονή τω Χριστουγέννω εγροίκα τσι καλαντιστάδες απού τσι καταχτυπούσανε το πανωπόρτι… κι αλλονώ έλεγε 《πέτε τα μπρεε》… κι αλλονώ ……《Μας τα ‘πανεε…. μόνο και του χρόνου κοπέλια μου γιατί δεν είμαι μπλιο άξια να σκώνωμε να σας σε βάνω λάδι αφού είμ’αρρωσταρά》….
Εκείνο το βράδυ είδε μια γυναίκα μαυροτζεμπερωμένη να μπαίνει μέσα δίχως να τση χτυπήσει καθόλου το πόρτεγο.
Πλια κακή ήτονε παρά τη Μαριόρα, γριά και κακοσουλουπομένη με παλιόρουχα και ξυποληταριά, μέρες απού τονε τω Χριστογέννω και σαν την είδε ομπρός τση τσ’ πενε….《Ποιά ‘σαι ‘τουλόγου σου κι είντα γυρεύγεις τέθιαν ώρα στο κονάκι μου….;》
… .《Εγώ είμαι η αμοναξά κι εκόπιασα απόψε να σου κάμω παρέα, μιας και δεν έχεις άθρωπο γεννημένο να σου βάλει ένα νερό…》
《Κι επαδά θα κάμεις την ξωμονή σου Χριστογεννιάτικα, δεν έχεις εσύ κονάκι κι αθρώπους να σε γυρεύγουνε ετσέ βραδιά…; 》
《Εγώ ‘μαι ν-η γι-αμοναξά
και βρίχνω χίλιους τρόπους
να βοηθώ όπου θωρώ
στ’αμοναχούς αθρώπους….》
Δεν εκαταλάβαινε η Μαριόρα και πολλά μα δεν τσ’ είπενε κι άλλο πράμα αφού επαρακάλειενε να ιδεί έναν άθρωπο κι ας ήτονε στραβός, κουτσός και κακομοίρης….
Εξώμεινε στο σπίτι τση Μαριόρας η αμοναξά κι αποδιαφώτιστα τση ‘καμε τα χρόνια πολλά και τση ‘πε…《 σα σήμερο γεννήθηκεν ο Χριστός》… κι εμίσεψε γιατί λέει ήθελε να πάει κι αλλού απου την είχανε ανάγκη…
Κι ετσά επέρασε η Μαριόρα τα Χριστόγεννά τζη, έρμη παντέρμη, αφού ετσά τση γραφεν η μοίρα τζη η κακή….
Να περνά τον καιρό τζη μόνιαμόναχη
Μα σαφί είχε απάνω -πάνω στα χείλια τζη το …《 Δόξα να χεις Θε μου》… και σύντρεμέ μου επά στην αμοναξά μου απού ‘σαι καλός γονέος …
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
Η Εύα Καπελλάκη – Κοντού είναι Εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Letttere Classiche dell’ Uiversita’ degli studi di Napoli “Federico II”.