Αν έβαζε τίτλο στη ζωή του, θα ήταν, όπως λέει ο ίδιος, ένα κλάσμα, τίτλος που αμέσως μετά συμπληρώνει ότι δεν θα ήταν και τόσο ελκυστικός. Ίσως γιατί γνωρίζει καλά κι από επιτυχημένους τίτλους που «τραβάνε το μάτι», αλλά και την αξία που έχουν τα λόγια και οι λέξεις τα οποία θεωρεί καθρέφτες ψυχής που φανερώνουν τ’ αφανέρωτα …
Στην περίπτωση του Νίκου Ψιλάκη δεν θα μπορούσε να ήταν κι αλλιώς αφού υπηρέτησε πιστά την δημοσιογραφία και αγάπησε με πάθος την συγγραφή, από την οποία κατέκτησε και αρκετά βραβεία, όπως το τελευταίο από την Ακαδημία Αθηνών λίγο πριν εκπνεύσει το 2022. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που τον βράβευσε το σημαντικότερο μορφωτικό ίδρυμα της χώρας, η τελευταία είχε μια ιδιαιτερότητα.
«Ήταν ένα καθαρά λογοτεχνικό βραβείο που δόθηκε «οίκοθεν», δηλαδή χωρίς να έχει προηγηθεί προκήρυξη. Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση καθώς περνούσα μετά από 28 χρόνια την πύλη της λαμπρής αίθουσας τελετών και βρισκόμουν μπροστά σε άλλους ανθρώπους, αφού εκείνοι που με είχαν τιμήσει την προηγούμενη φορά δεν βρίσκονταν πια στη ζωή» – λέει μιλώντας συγκινημένος στην «Π» διευκρινίζοντας όμως ότι προτιμά να κρατά μονάχα μία διάκριση, αυτή που βαραίνει με ευθύνες τους ώμους…
Έπαινος για το σύνολο του έργου του στην ιστορική μυθιστοριογραφία, ένα είδος δύσκολο όπως λέει καθώς είναι μια κατάδυση στον χρόνο και παράλληλα μια αναδίφηση της ανθρώπινης ψυχής.
Κι είναι κάποιες ιστορίες που πρέπει για κάποιο λόγο να ειπωθούν γι’αυτό διαλέγουν οι ίδιες την πένα που θα της αφηγηθεί. «Το ένιωσα πολλές φορές. Κάποτε τυχαίνει να είσαι ο μόνος που γνωρίζει μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας και τότε νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις. Το αισθάνθηκα πολύ έντονα με τον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας της Κρήτης».
Η περσινή χρονιά, επίσης λίγο πριν την εκπνοή της έφερε τρία ακόμα νέα βιβλία. Όχι ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά παραμύθια. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που γράφει παραμύθια, είχαν κι αυτά την ιδιαιτερότητά τους, αφού πλέον γράφτηκαν με την τρυφεράδα ενός παππού προς τα εγγόνια του. Με τους ρόλους ν’ αντιστρέφονται κι ο παππούς να γίνεται ο μαθητής τους.
Ο Νίκος Ψιλάκης μιλά ακόμα στην «Π» για την δημοσιογραφία, την εφημερίδα «Δημοκράτης» στην οποια ως αρχισυντάκτης εισήγαγε πολλές καινοτομίες, τις μέρες ραδιοφώνου που τον έφεραν κοντά στους ακροατές, για τον αν θα κατέβαινε στην πολιτική κονίστρα και πολλά αλλά.
«Με τα εγγόνια μου ένιωσα να ξαναγίνομαι μαθητής, μαθητής τους»!
– Δεν είναι η πρώτη φορά που ασχολείστε με το παιδικό βιβλίο. Αυτή τη φορά όμως τα τρία παραμύθια που γράψατε και μόλις κυκλοφόρησαν, κρύβουν την τρυφερότητα ενός παππού που λέει ιστορίες στα εγγόνια του. Ήταν ιστορίες που τους λέγατε;
– Μα αυτή είναι η πεμπτουσία του μύθου! Η αφήγηση. Έτσι πορεύτηκε το ανθρώπινο είδος μέσα σε αμέτρητους αιώνες. Αφηγούμαι ιστορίες στα εγγόνια μου και συλλαμβάνω συχνά τον εαυτό μου να δίνει παράσταση. Να αλλάζει φωνές, να κάνει χειρονομίες.
Αλλά οφείλω να σας ευχαριστήσω πολύ για τη λέξη που χρησιμοποιήσατε, την τρυφερότητα. Αλίμονο αν λείψει από τη ζωή μας. Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα, την Κραυγή των Απόντων, έγραψα με πλήρη επίγνωση και ανάλογη συναίσθηση ευθύνης τη φράση: «Άραγε, υπάρχει ομορφότερη έκφραση αγάπης από την τρυφεράδα;» (σελ. 83). Η τρυφερότητα του παππού προς τα εγγόνια είναι κάπως… ελεγχόμενη· κάτι πρέπει να εξισορροπεί την ένταση των συναισθημάτων.
– Ποιες αντιδράσεις των εγγονιών σας σάς έκαναν εντύπωση όταν τους τα διαβάζατε;
– Α, ένιωσα να ξαναγίνομαι μαθητής, μαθητής τους! Μαθαίνουμε από τη σχέση μας με τις τρυφερές ηλικίες. Αν μπορείς να κατανοείς τα παιδιά, τότε μάλλον θα μπορείς να κατανοείς και τους μεγάλους. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τα πράματα και παρακολουθούσαν την πλοκή. Η ειλικρίνεια, οι απορίες, η διαρκής αναζήτηση του βάθους. Όλους μπορείς να τους ξεγελάσεις, τα παιδιά όμως όχι.
«Προτιμώ να κρατώ μονάχα μία τιμητική διάκριση, αυτή που βαραίνει με ευθύνες τους ώμους…»
-Βράβευση από την Ακαδημία Αθηνών και τρία νέα βιβλία, παραμύθια αυτή τη φορά. Ας τα πάρουμε ένα-ένα. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που σας βραβεύει η Ακαδημία Αθηνών, όμως αυτή είχε μια ιδιαιτερότητα. Ποια ήταν τα συναισθήματα;
– Πράγματι είχε μια ιδιαιτερότητα. Ήταν ένα καθαρά λογοτεχνικό βραβείο που δόθηκε «οίκοθεν», δηλαδή χωρίς να έχει προηγηθεί προκήρυξη. Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση καθώς περνούσα μετά από 28 χρόνια την πύλη της λαμπρής αίθουσας τελετών και βρισκόμουν μπροστά σε άλλους ανθρώπους, αφού εκείνοι που με είχαν τιμήσει την προηγούμενη φορά δεν βρίσκονταν πια στη ζωή. Τους σκεφτόμουν διαρκώς με συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη. Οι τιμητικές διακρίσεις έχουν πολλές όψεις.
Εγώ προτιμώ να κρατώ μονάχα τη μια, αυτή που βαραίνει με ευθύνες τους ώμους…
– Έπαινος για το σύνολο του έργου σας στην ιστορική μυθιστοριογραφία. Τι προσφέρει στον αναγνώστη αυτού του είδους η λογοτεχνία;
– Μια πιο αποκρυσταλλωμένη ματιά στο παρελθόν και μια πιο καθαρή στο παρόν και το μέλλον. Δύσκολο είδος. Πρέπει να ξέρεις τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα για την εποχή που θέλεις να αναπλάσεις. Όχι μόνο πώς ντύνονταν οι άνθρωποι και πώς μιλούσαν, αλλά και πώς σκέφτονταν. Να μελετήσεις κοινωνικές συνθήκες και – κυρίως – νοοτροπίες. Κάθε τέτοια προσπάθεια είναι μια κατάδυση στον χρόνο και παράλληλα μια αναδίφηση της ανθρώπινης ψυχής.
– Πώς επιλέγετε κάθε φορά την ιστορία που θα πείτε;
– Δύσκολο να απαντήσω. Ή μάλλον δεν ξέρω. Ο τρόπος θα έλεγα ότι μοιάζει με μια μικρούλα “έκρηξη” που γίνεται μέσα μας και μια πλημμυρίδα που μας παρασέρνει. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε λογοτεχνική μου απόπειρα, όχι μόνο στο ιστορικό μυθιστόρημα. Μπορεί να μείνω ξενύχτης, να ξεχάσω άλλες δουλειές, να ξεχαστώ από τον κόσμο μέχρι να κατασταλάξουν οι σκέψεις και να ωριμάσει η έμπνευση.
– Υπάρχουν φορές που η ιστορία σάς έχει επιλέξει για να την πείτε;
– Ω, ναι! Το ένιωσα πολλές φορές. Κάποτε τυχαίνει να είσαι ο μόνος που γνωρίζει μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας και τότε νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις. Το αισθάνθηκα πολύ έντονα με τον αφανισμό της εβραϊκής κοινότητας της Κρήτης.
Εντελώς τυχαία, σε ένα καφενείο της Καισαριανής, είχα ακούσει την αφήγηση του ναύτη Σαραντόπουλου, του μοναδικού αυτόπτη μάρτυρα μα και του μοναδικού που μίλησε για την τραγωδία του ΤΑΝΑΪΣ, του πλοίου που παρέσυρε στον βυθό ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα, γέρους, βρέφη και αγέννητα παιδιά, μαζί με εκατοντάδες Ιταλούς αντιφασίστες και Κρήτες αντιστασιακούς. Επιστρατευμένος από τους Γερμανούς ήταν ο Σαραντόπουλος γι’ αυτό το ταξίδι. Η φωνή του ηχεί ακόμη σαν καμπάνα στ’ αυτιά μου. Το ίδιο ακριβώς νιώθω και τώρα με γεγονότα που σχετίζονται με την ίδια υπόθεση.
Μια καλή φίλη μου έστειλε τα ντοκουμέντα μιας απίστευτης ιστορίας του 1930-1940. Δάκρυσα όταν άρχισα να τα μελετώ. Κι αυτό το πρώτο δάκρυ σήμαινε κάτι για μένα, κάτι που δεν μπορώ να το πω.
– Υπάρχει κάποια φράση που την λέει ήρωας του βιβλίου σας και σας συγκινεί ιδιαιτέρως;
– Πολλές. Πώς να ξεχάσω τον μπάρμπα-Μηνά που τολμά να πει τη μεγάλη αλήθεια: «Χειρότερη σκλαβιά είναι η σκλαβιά που μας γίνεται συνήθεια» (στο μυθιστόρημα Δυο Φεγγάρια Δρόμο, σελ. 325). Επιλέγω προσεκτικά τις φράσεις που μπαίνουν στα στόματα των ηρώων, αλλά δεν αναζητώ αποφθέγματα. Ξέρω καλά ότι τα λόγια είναι καθρέφτες ψυχής!
– Η ιστορική μυθιστοριογραφία απαιτεί μεγάλη έρευνα. Μέχρι πού… έχετε φτάσει ψάχνοντας τα θέματά σας;
– Μέχρι να ξεσκεπάζω χύτρες και να γεύομαι φαγητά μιας άλλης εποχής. Ή και να μελετώ τον έρωτα, τις κρυφές εξομολογήσεις των ανθρώπων, τους φόβους, τις ελπίδες, τις μικρές καθημερινές απολαύσεις. Και κυρίως τις λέξεις. Μεγάλο το φορτίο που κάθε λέξη σηκώνει, πολύσημο· κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό. Αν την αγαπήσεις τη λέξη, μπορεί να σου φανερώσει και τ’ αφανέρωτα, ακόμα και τα «ου φωνητά». Ε, τι να κάνουμε, κάποτε βάζουμε το μάτι στην κλειδαρότρυπα της ιστορίας για να φτάσουμε στο μεδούλι της.
«Πολλές φορές εξομολογώ τον εαυτό μου και νομίζω πως μου δόθηκαν περισσότερα από όσα επιδίωξα. Ίσως και από όσα άξιζα»
-Ο νεαρός δημοσιογράφος που ήταν διευθυντής στην εφημερίδα “Δημοκράτης” σήμερα έχει υλοποιήσει τα όνειρα εκείνης της εποχής;
– Σωστά το λέτε. «Τα όνειρα εκείνης της εποχής», γιατί κάθε εποχή έχει τα δικά της όνειρα. Πολλές φορές εξομολογώ τον εαυτό μου και νομίζω πως μου δόθηκαν περισσότερα από όσα επιδίωξα. Ίσως και από όσα άξιζα. Με πένες γράφονταν πάντα τα όνειρά μου, όλα χαρτί και μελάνι. Είχα αρχίσει τη συστηματική έρευνα για τα μοναστήρια της Κρήτης, μελετούσα τον διατροφικό πολιτισμό, κατέγραφα τις τελετουργίες και τα λατρευτικά μας έθιμα, έγραφα ποιήματα. Το ίδιο νιώθω και τώρα. Λέξεις τα όνειρά μου, λέξεις, κι άλλες λέξεις, αρμαθιές κρεμασμένες στο άυλο. Τις διαλέγω μια-μια για να χαράξω τις συντεταγμένες μου: ειρήνη, αγάπη – πόσο κοινές και πόσο πλάνες, αλήθεια!
– Τι θυμάστε από τα χρόνια εκείνα;
– Τα πάντα! Τα ξενύχτια, το κυνήγι της είδησης, το πρώτο έγχρωμο πιεστήριο, μα πιο πολύ τους ανθρώπους. Νιώθω απέραντη αγάπη για τα παιδιά που έκαναν τα πρώτα τους βήματα πλάι μου. Τα παρακολουθώ και τα χαίρομαι…
– Ποιες προσωπικότητες νιώθετε τυχερός που τις γνωρίσατε;
– Ποιαν να αναφέρω και ποιαν να ξεχάσω; Η τύχη με ευνόησε να γνωρίσω τις πιο σπουδαίες μορφές των ελληνικών γραμμάτων – για προσωπικές σχέσεις ο λόγος, όχι για δημοσιογραφικές συναντήσεις. Όλοι με σημάδεψαν, μα πιο πολύ εκείνοι που κουβαλούν τους αιώνες στους ώμους τους, τις εμπειρίες του πλάνητα και του ξωμάχου, βοσκοί και ρεσπέρηδες, γυναίκες που κλώθουν το νήμα του πανάρχαιου μύθου και αφηγούνται υπέροχα. Μερικοί από αυτούς έχουν περάσει στις σελίδες των βιβλίων μου με άλλα ονόματα.
Ο Κόντε Νέρο κι ο Πρασοχάρακας στις Θάλασσες, ο Χλωρογιάννης στα Φεγγάρια, ο Φραγκιάς στην Κραυγή των Απόντων, άνθρωποι που διατηρούν στα σωθικά τους ύλη πρωτόπλαστη. Με βοήθησαν να δω με τη δική τους παμπάλαια μα και καθάρια ματιά τον κόσμο, με παρασέρνουν συχνά στις ατραπούς του ανέγγιχτου, εκεί όπου επιβιώνουν ακόμη αρχέγονες άυλες μορφές σαν αυτές του Ομήρου και μου διδάσκουν ακόμη τον ανθρώπινο ψυχισμό, συνάμα και την ανθρώπινη πολλαπλότητα.
«Μου έχουν γίνει αρκετές προτάσεις κατά καιρούς ν’ασχοληθώ ενεργά με την πολιτική»
-Θα μπορούσατε να γράψετε ένα βιωματικό βιβλίο;
– Μα γράφω συχνά. Όχι όμως με ήρωα τον εαυτό μου, δεν έχει περάσει από το μυαλό μου τέτοια ιδέα. Θέλοντας και μη, σε κάθε έργο μεταφέρουμε κομμάτια του εαυτού μας, ψήγματα της δικής μας ζωής. Κάποτε βάζουμε σκέψεις, κάποτε βιώματα, κάποτε δανειζόμαστε βιώματα και ιστορίες των φίλων μας. Από το βίωμα αντλεί υλικό η αφήγηση, ακόμη και όταν αναφέρεται σε αλλότρια ή και σε εξωπραγματικές καταστάσεις, όπως συμβαίνει συχνά με το παραδοσιακό παραμύθι.
Αν δεν υπάρχουν βιώματα, ο δρόμος της αφήγησης είναι δύσβατος, ας πούμε μια περιπέτεια στον άγραφο χάρτη κάποιας ερήμου. Πρώτος εγώ πίστεψα ότι μεγαλύτερη σκλαβιά από τη συνήθεια δεν υπάρχει και χάρηκα πολύ όταν βρήκα το κατάλληλο πρόσωπο να τη βάλω στο στόμα του, τον μπαρμπα-Μηνά, έναν ασυμβίβαστο Κρητίκαρο σαν εκείνους που γνώρισα στα παιδικά μου χρόνια.
– Ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο;
– Όχι καλή. Αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι, κάποτε τρέχω πιο γρήγορα απ’ αυτόν, κάποτε δεν τον προφταίνω.
-Θα μπορούσατε ν’ ασχοληθείτε ενεργά με την πολιτική; Θα εξετάζατε μια ενδιαφέρουσα πρόταση;
– Πρόκληση μεγάλη το ερώτημά σας. Κάθε άνθρωπος πρέπει να αισθάνεται ενεργός πολίτης, χρήσιμος στην κοινωνία. Ωστόσο, εγώ πιστεύω ότι μπορώ να προσφέρω καλύτερα από άλλα μετερίζια. Δεν σας κρύβω ότι μου είχαν γίνει αρκετές προτάσεις κατά καιρούς.
«Οι Μέρες Ραδιοφώνου άφησαν μεγάλες αγάπες και συγκλονιστικές εμπειρίες»
-Γιατί αφήσατε τόσο νωρίς τον χώρο των εφημερίδων για τα ερτζιανά;
Για εντελώς πρακτικούς λόγους. Το ραδιόφωνο απαιτούσε λιγότερη απασχόληση και μου άφηνε χρόνο και για… τους υπόλοιπους έρωτες. Το βιβλίο, τη μελέτη, την τέχνη…
– Οι μέρες ραδιοφώνου πώς ήταν και τι άφησαν πίσω τους;
– Μεγάλες αγάπες! Συγκλονιστικές εμπειρίες, καταδύσεις στο ανθρώπινο άδυτο. Ήταν ένα σχολείο για μένα. Είχα τολμήσει πολύ νωρίς να ανοίξω μικρόφωνα στους ακροατές. Μέσα από τα ερτζιανά γνώρισα αμέτρητους ανθρώπους. Τους σεβάστηκα και με σεβάστηκαν. Τους αγάπησα και με αγάπησαν. Αυτό ακριβώς άφησαν πίσω τους οι μέρες του ραδιοφώνου.
-Θεωρείτε ότι ο κύκλος των εφημερίδων κλείνει;
– Δεν θέλω να το πιστέψω! Υπευθυνότητα θέλει η ενημέρωση. Η ασφαλής ανωνυμία είναι το μεγάλο σαράκι της. Αδυνατώ να φανταστώ πώς θα είναι ο κόσμος χωρίς βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, πώς θα είναι ο κόσμος χωρίς τον πλούτο της γλώσσας, που κι αυτή κάθε μέρα φτωχαίνει.
– Σας λείπει η δημοσιογραφία ή η συγγραφή ήταν πάντα αυτό που ουσιαστικά θέλατε να κάνετε;
– Πολύ σωστά το μαντέψατε! Στα 19 προς τα 20 χρόνια μου τύπωσα τα 12 ατελή ποιήματα σε υπόγειο των Εξαρχείων (κρίμα που δεν έχω ούτε ένα, μόνο το σώμα των διορθώσεων). Στα 21 τη Μερική Άποψη. Είχα πιστέψει πως δημοσιογραφία και συγγραφή είναι δρόμοι παράλληλοι. Τώρα δεν ξέρω αν είναι…
– Τι σας θυμώνει στην εποχή μας;
– Το κενό! Το βλέπεις πια παντού. Συσκευασίες χωρίς περιεχόμενο. Και το ψέμα. Που μεταμφιέζεται χωρίς αιδώ και χωρίς προσχήματα παριστάνοντας την αλήθεια.
-Αν σας ζητούσα κλείνοντας να βάλετε έναν τίτλο στην ζωή σας έως τώρα ποιος θα ήταν;
– Ένα κλάσμα θα έβαζα. Ας πούμε 1/11.000.000.
Ένας από τους 11.000.000 Έλληνες. Ή καλύτερα ένας από… εφτά δισεκατομμύρια. Τόσοι δεν είναι οι συνάνθρωποι που συγκατοικούν σε τούτον τον πανέμορφο πλανήτη; Ξέρω πως δεν είναι ελκυστικός τίτλος αλλά περιγράφει την αλήθεια.
Πηγή: patris.gr – Αντωνία Κουτσάκη