Τη μέρα κείνη, της Κοίμησης της Παναγίας, 15 Αυγούστου, οι εργάτες δε δούλευαν κι ο πατέρας μου κάθονταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε…
Αεράκι χλιαρό φύσηξε, τα φύλλα της ελιάς ανατρίχιασαν.
Ένας γείτονας πετάχτηκε όρθιος, άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.
– Ανάθεμά το, μουρμούρισε, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!
– Δάγκασε τη γλώσσα σου, του ‘καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος, δε θα το αφήσει η Παναγία, σήμερα είναι η χάρη της.
Όλοι πετάχτηκαν απάνω, κατασκόρπισαν, καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του, όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς.
Κι ως έτρεχαν, ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας, κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα, ξέσπασε η μπόρα…
Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι, ακίνητος, και δάγκανε τα μουστάκια του. Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.
– Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας!
– Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε, σώπα!
Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη, θαρρώ μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου μεγάλο μάθημα.
Αναθυμόμουν τον πατέρα μου ήσυχο, ασάλευτο, να στέκεται στο κατώφλι, μήτε βλαστημούσε, μήτε παρακαλούσε, μήτε έκλαιγε.
Ασάλευτος κοίταζε τον όλεθρο κι έσωζε, μόνος αυτός, ανάμεσα σ’ όλους τους γειτόνους, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
(Απόσπασμα από την «Αναφορά στο Γκρέκο»)