Αρχιμανδρίτη Ιερεμία Γεωργαλή
Ὅταν πρὶν πολλὰ χρόνια συνάντησα στὸ ἐξάκουστο Μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ στὰ νότια ριζᾶ τῶν Ἀστερουσίων ὀρέων τῆς πανώριας Κρήτης τὸν γέροντα Ἀναστάσιο, ἕναν θεοφόρο καὶ θεήλατο ἡσυχαστὴ τῆς ἀνήσυχης καὶ πολυτάραχης ἐποχῆς μας, τὸν ἐρώτησα μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Γέροντα γιατὶ δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι στὴν ἐποχὴ μας ἐξέλιπαν οἱ μεγάλες πνευματικὲς προσωπικότητες ὅπως ἦταν οἱ ἡγιασμένοι Γέροντες Πορφύριος, Παΐσιος καὶ Ἰάκωβος; Γιατὶ τόση πνευματικὴ ἀνυδρία;» Καὶ ἐκεῖνος ὁ μακάριος μὲ ἕναν τόνο αὐστηρότητος ἀλλὰ καὶ ἐκπλήξεως συνάμα μοῦ λέγει κατενώπιον δύο ἠγαπημένων φίλων καὶ παλαιῶν συμφοιτητῶν μου: «Τὶ λὲς πάτερ μου, βεβαίως καὶ δὲν ἐξέλιπαν..μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων οἱ ἅγιοι θὰ εἶναι παρόντες στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλὰ πὼς νὰ τοὺς ἀναγνωρίσουμε ἀφοῦ καθολικίζουμε καὶ προντεσταντίζουμε στὴν ζωὴ μας;»
Πόσο ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ ἐν λόγῳ πατρὸς; Ἡ δεινὴ ἐκκοσμίκευση, ἡ μεθοδικὴ ἐπιβολὴ τοῦ δυτικοῦ ὑλιστικοῦ πνεύματος καὶ τοῦ ἀνατολικοῦ δαιμονικοῦ μυστικισμοῦ ὡς καὶ ἡ δυναστικὴ καθιέρωση τῶν ἀλόγων παθῶν ὡς φυσικοῦ τρόπου ζωῆς τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων, συντελεῖ δυναμικὰ στὴν ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοδόξου αἰσθητηρίου καὶ τοῦ πνευματικοῦ κριτηρίου τῶν σημερινῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν ποὺ εἶναι πολίτες αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἡ δαιμονιώδης κατάσταση ἔχει ὡς συνέπεια νὰ περιφρονεῖται ἡ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ θεραπευτικὴ μέθοδος καὶ ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Εκκλησίας μας καὶ ἐν τέλει νὰ ἀποζητοῦμε τὸν ἐξωραϊσμὸ καὶ τὴν ἀμνήστευση τῶν δαιμονικῶν παθῶν καὶ ὄχι τὴν μεταμόρφωσή τους καὶ τὴν ἐν Χριστῷ θεραπεία τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν μας ποὺ μᾶς ἀποκόπτουν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο καὶ τοῦτο βεβαίως ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς δαιμονικῆς μοναξιᾶς τῆς αἰωνίου κολάσεως. Πρακτικῶς καὶ ἀνοήτως, λοιπόν, ἐπιθυμοῦμε χαρὰ χωρὶς δάκρυα μετανοίας. Ἀποζητοῦμε ψυχικὴ εἰρήνη ἄνευ πολέμου τῶν δαιμονικῶν παθῶν. Ἐπιζητοῦμε καθαρότητα στὸ νοῦν καλλιεργώντας ἐμπαθεῖς λογισμούς. Ἐπιδιώκουμε βίον ἥσυχο μὲ ταραχώδη ζωή. Κυριαρχεῖ στὴν ζωὴ μας ὁ φόβος τοῦ θανάτου γιατὶ δὲν ἐμφυτεύσαμε στὸν νοῦν μας τὴν μνήμη τοῦ θανάτου. Διακηρύττουμε ὅτι πιστεύουμε στὸν Θεὸ ἀλλὰ πορεύομαστε κατὰ διαβόλου. Ἔχουμε δίψα γιὰ ζωὴ ἀλλ’ ὅμως πεθαίνουμε ἀργὰ καὶ βασανιστικὰ ἁμαρτάνοντες καθ’ ἡμέραν μετὰ περισσῆς ὑπερηφανείας. Θέλουμε μιὰ ζωὴ προοδευτικὴ ἀλλὰ εἴμαστε φιλεπίστροφοι στὸ μεσαίωνα τῶν παθῶν. Λέμε ὅτι ἀγαποῦμε τὸ φῶς ἀλλὰ δυναμικὰ εἰσερχόμαστε στὸ σκότος τῆς ἐμπαθείας. Ἀποζητοῦμε τὴν ἀγάπη φυλακισμένοι στὸν ἐγωισμὸ μας. Καὶ πάντα ταῦτα θάνατος διαδέχεται. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Κύριος λίγο πρὶν τὴν Ἀνάληψὴ Του εἶπε πρὸς τοὺς μαθητὲς Του καὶ δι΄αὐτῶν πρὸς ὅλους τοὺς πιστοὺς: «Οὐκ ἐάσω ὑμᾶς ὀρφανούς». Τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ ποτέ δὲν ἐξέλιπαν ἀπὸ τὴν ζωὴ μας εἶναι ἡ τρανὴ ἀπόδειξη τῆς σωστικῆς παρουσίας τῶν Θεοῦ ἀνάμεσά μας. Τρανῶς κηρύττουν καὶ ἐμπειρικὰ ἀποκαλύπτουν ὅτι «ἰδοὺ γὰρ ἦλθεν διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία τῆς Κρήτης, λοιπόν, εἶναι ἄλλη μιὰ τρανὴ ἐπιβεβαίωση, στοὺς δύστηνους αὐτοὺς καιροὺς ποὺ διερχόμαστε, ὅτι ἡ χαρὰ στὸν κόσμο ὄντως ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Ἡ μακαριστὴ διατρανώνει μὲ τὴν ὁσιότροπη ζωῆς της, τὴν μοναδικὴ ἀλήθεια ποὺ θριαμβευτικὰ διακηρύττει ὁ Μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος: «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8).Εἶχα τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὴν γνωρίσω, νὰ τὴν συναναστραφῶ πολλὲς φορές, νὰ ἐπικοινωνοῦμε τηλεφωνικὰ πάλιν καὶ πολλάκις, νὰ ἀποκτήσουμε ἐν τέλει ἕναν ἰδιαίτερο πνευματικὸ σύνδεσμο. Πρὶν ἡ ἀσθένεια τὴν ἐπισκεφθεῖ μοῦ ἔστειλε δύο ἐπιστολές. Τὴν πρώτη τὴν Τετάρτη πρὸ τῶν Βαΐων τοῦ 2014 καὶ τὴν δεύτερη τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2015. Ὅταν λίγο ἀργότερα τὴν ἐπισκέφθηκε ἡ σωματικὴ ἀσθένεια ἀντιλήφθηκα ὅτι οἱ δύο αὐτὲς ἐπιστολὲς ἦταν ἡ πνευματικὴ της παρακαταθήκη πρὸς ἐμὲ καὶ συγκινήθηκα βαθύτατα. Καὶ τοῦτο διότι εἶχα πλέον διαπιστώσει τὴν ἐσωτερικὴ μυστικὴ ζωὴ της, τὸν πνευματικὸ πλοῦτο τῶν χαρισμάτων της καὶ κυρίως τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεώς της ἀφοῦ «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».(Ἰακ. 4,7).
Τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν δύο αὐτῶν ἐπιστολῶν εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, οἱ προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὁ πόλεμος ἐναντίον τοῦ σατανά, ἡ συνδρομὴ τῶν Ἁγίων στὸν πνευματικὸ ἀγώνα τοῦ πιστοῦ, ἡ μετάνοια καὶ τὸ ἀπέραντο πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μὲ ἁπλό, συνοπτικό, ἀθόρυβο καὶ ταπεινὸ τρόπο σ’ αὐτὲς τὶς ἐπιστολὲς καταγράφει τὴν μυστικὴ φωταυγεία τῆς ψυχῆς της ποὺ μὲ ἐπιμέλεια περιέκρυβε μὲ τὴν βαθιὰ ταπείνωση καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἁπλότητα τῆς ἀσκητικῆς της βιοτῆς. Ἀναφέρει, μεταξὺ ἄλλων, στὴν πρώτη ἐπιστολὴ:« Πάτερ Ἱερεμία μου. Ἀγαπητὸ μου παιδὶ τὴν εὐχὴ σου ζητῶ. Εὔχομαι σὰν τὴν μάνα σου καὶ τὴν γιαγιὰ σου καλὲς Ἅγιες ἡμέρες. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ νὰ καθοδηγεῖ τὸν ἀγώνα σου καὶ νὰ σὲ ὁδηγεῖ στὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως. Πρέπει νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Σταυρὸ δηλαδὴ τὴν ἄσκηση καὶ τὸν πόνο γιατὶ χωρὶς αὐτὰ δὲν ἀνοίγει ἡ καρδιὰ γιὰ νὰ δοῦμε τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης. Καὶ μετὰ αὐτὴ ἡ γλυκάδα δὲν περιγράφεται παιδὶ μου. Τὰ μυστήρια ποὺ ἔχει ὁ οὐρανὸς οὔτε κατανοοῦνται οὔτε περιγράφονται. Συνεχῶς νοιώθουμε πιὸ πάνω καινούργια πράγματα ποὺ δὲν τελειώνουν ποτέ. Εἶναι τὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ποὺ τὰ χαρίζει στοὺς ταπεινούς, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγάπησαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ προπαντὸς τὴν ἀγάπη γιὰ κάθε ἄνθρωπο, τὴν ἁγία σιωπή, τὴν προσοχή, τὴν καθαρότητα, τὴν μετάνοια, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν διάκριση. Νὰ εὔχεσαι νὰ τὰ ἀποκτήσω καὶ ἐγὼ γιατὶ γέρασα καὶ νοιώθω ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου σκουλήκι καὶ ἄχυρο. Νὰ μὲ μνημονεύεις μετὰ θάνατον μήπως καὶ μὲ ἐλεήσει ὁ Πανάγαθος Θεός». Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν ἐπιστολὴ μὲ προσφωνεῖ μὲ μητρικὴ ἀγάπη δεικνύοντας ἔτσι τὸ περίσσευμα τῆς θεοειδοῦς καρδίας της ἀλλὰ καὶ τὸ μητρικὸ ἐνδιαφέρον της γιὰ τὴν πνευματικὴ μου προαγωγή. Ὡς γνήσια φορεὺς τοῦ ἤθους καὶ τοῦ φρονήματος τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας καὶ ἐμπειρικὴ θεολόγος ἡ ὁποία ἔπασχε τὰ θεία, μοῦ ἀποκαλύπτει μὲ τὴν θεοκίνητη γραφίδα της, σὲ μία μόλις σελίδα, τὴν ὁδὸν τὴν σωτήριον. Θέτει, λοιπόν, ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος τὴν ἀγάπη στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.«Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». (Μάρκ. 8,34). Ἰδοὺ ἡ ὁδὸς Κυρίου, στενὴ καὶ τεθλιμμένη. Καλεῖ σὲ ἀπάρνηση τῆς δαιμονικῆς φιλαυτίας ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, ὅλων τῶν ψυχοκτόνων παθῶν. Ὁ φίλαυτος δὲν εἶναι οὔτε φιλόθεος οὔτε φιλάνθρωπος. Ὁμιλεῖ γιὰ τὴν σταύρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τὴν νεκρώση τῶν παθῶν δι̉ ἀσκήσεως καὶ ἑκουσίων πόνων προκειμένου νὰ καθαρθεῖ ὁ ἔσω ἄνθρωπος καὶ νὰ συναντήσει τὸν Ἀναστάντα Χριστόν, «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν».(Ματθ.11,12). Ἡ «γλυκάδα» ποὺ ἀναφέρει ἡ Γερόντισσα εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως, εἶναι ἐμπειρία τῆς νίκης τῆς Ζωῆς ἔναντι τοῦ θανάτου ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι οἱ «τῆς Ἀναστάσεως τὴν πείραν εἰληφότες».(Ἦχος γ, Στιχηρὸ Ἀναστάσιμο). «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστί».(Λουκ. 17, 21).Ἐκεῖ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς ἀποκαλύπτονται τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, στοὺς κεκαθαρμένους καὶ ὑπὸ τοῦ Παναγίου Πνεύματος φωτισμένους. Εἶναι ἡ ἀτέλεστη τελειότης τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ποὺ βεβαίως δὲν περιγράφεται. Μὲ ἀνεπιτήδευτο τρόπο λέγει ὅτι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση σωτηρίας εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν».(Ἰωαν. 14, 21). Ἐν συνεχείᾳ μὲ ἀσκητικὴ ἀκρίβεια τονίζει ὁρισμένες προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον: «ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς· ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ. πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί, καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν ἑαυτῷ μένουσαν».(Α´ Ἰωαν. 3, 14-15). Κατόπιν θέτει τὴν ἁγία σιωπὴ καὶ τὴν προσοχή, «γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται».(Ματθ.25,13). Ἡ Γερόντισσα στὸ σημεῖο αὐτὸ περιγράφει τὴν ἀσκητικὴ ἐγρήγορση συνδυασμένη μὲ τὴν σιωπή, τὴν ἱερὰ ἡσυχία τοῦ νοῦ, « ἡσυχίᾳ τὸν νοῦν ἔχειν πειρᾶσθαι προσήκει» λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Δηλαδὴ πρέπει νὰ κρατοῦμε τὸν νοῦν μας σὲ κατάσταση ἡσυχίας προσηλωμένο στὸν Θεό, «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής.(Ματθ.26, 41). Ἐπίσης ἀναφέρει τὴν καθαρότητα, «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».(Ματθ. 5,8). Γι’ αὐτὴν τὴν πολύτιμη καθαρότητα ποὺ ἦταν βίωμα τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Καθαροὺς ἐδῶ λένε εἴτε ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει την ὅλη ἀρετὴ καὶ ποὺ δὲν σκέφτονται τίποτε πονηρό, ἡ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μὲ σωφροσύνη, δηλαδὴ ἁγνότητα ψυχῆς καὶ σώματος». Ἡ Γερόντισσα εἶχε ἀποκτήσει, Χάριτι Θεοῦ καὶ τὰ δύο. Βεβαίως ἀναφέρει καὶ τὴν μετάνοια ἀφοῦ ζοῦσε καὶ βίωνε τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπὸ μιὰ βαθιὰ καὶ συνεχὴ μετάνοια ποὺ τὴν ἀνέδειξε δένδρο εὐσκιόφυλλο, καλλίκαρπο καὶ πολύκαρπο ἀπὸ πνευματικοὺς καρπούς. Ὁ λόγος τοῦ Προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ τοῦ Κυρίου, «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». (Ματθ. γ΄, 2) ἦταν ἁγία καθημερινότητα γι’ αὐτὴν ποὺ τὸν βίωσε μέσα ἀπὸ ἀλάλητους στεναγμοὺς μετανοίας. Στὴν ἐν λόγῳ ἐπιστολὴ της ἐπισημαίνει, ἐπίσης, τὴν ὑψοποιὸ ταπείνωση, τὴν ὁποία ἀναφέρει δύο φορὲς μάλιστα, ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀφοῦ ὅλη της ἡ βιοτή ἦταν ἀθόρυβη καὶ ταπεινή. Ἔζησε μέσα στὸν κόσμο ἀλλὰ μακρυά ἀπὸ τὴν ἐφήμερη δόξα καὶ τὴν κοσμικὴ τύρβη τοῦ κόσμου τούτου. Χαριτώθηκε καὶ λαμπρύνθηκε παρὰ Θεοῦ μὲ πολλὰ χαρίσματα διότι ἐμίσησε τὰ τοῦ κόσμου τερπνά, ἀπεστράφει τὴν ἀκοσμία τοῦ φθειρομένου ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας κόσμου. Δὲν εἶχε καμμία μεγαλορρημοσύνη ἡ ζωὴ της ἀλλ̉ ἀντιθέτως εἶχε ὀδυρμὸ καὶ αὐτομεμψία, συναίσθηση ἁμαρτωλότητος, βαθιὰ ταπείνωση, ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸ Θεό, ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶχε κρότο κενὸ καὶ θόρυβο δαιμονικὸ ἀλλὰ σιωπὴ νηπτική καὶ φυγὴ καθαρτικὴ ἡ μυστικὴ της βιοτή. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἐπέβλεψεν ἐπ’ αὐτήν. Λέγει Κύριος: « ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;». (Ἡσ.66,2). Καὶ ἡ μακαριστὴ Γερόντισσα Γαλακτία ἦταν πρωτίστως καὶ ἐξόχως ταπεινὴ διὰ τοῦτο χαρίεσσα ἡ μορφὴ της καὶ χαριτωμένη ἡ ψυχή της ὑπὸ τοῦ Παναγίου Πνεῦματος. Καὶ καταλήγει ἡ Γερόντισσα μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως τὸ ὁποῖο εἶναι πολύτιμο γιὰ τὴν προαγωγὴ στὴν πνευματικὴ ζωή καὶ ἐκείνη, Χάριτι Θεοῦ, τὸ διέθεται καὶ ἡσύχως τὸ χρησιμοποιοῦσε πρὸς πνευματικὸ ἐπιστηριγμὸ τοῦ πλησίον. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χαρακτηριστικά:«Τί σημαίνει:”νά διακρίνεις τὰ πνεύματα;”. Τὸ νὰ ξέρεις, ποιὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς καὶ ποιὸς ὁ μὴ πνευματικὸς ἄνθρωπος. Ποιὸς εἶναι ὁ Προφήτης καὶ ποιὸς ὁ ἀπατεώνας. Διότι τότε ἤσαν πολλοὶ οἱ ψευδοπροφῆτες, ἐπειδὴ ὁ Διάβολος ἀγωνιζόταν, νὰ ὑποκαταστήσει τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα».
Στὴν δεύτερη ἐπιστολὴ ποὺ μου ἀπέστειλε ἡ μακαριστὴ Γερόντισσα τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2015 περιγράφει, ἀρχικά, μὲ ἀκρίβεια μαθηματικὴ ὁρισμένα προσωπικὰ μου θέματα ποὺ μόνον ἐγὼ γνώριζα καὶ μὲ καλεῖ νὰ ἔχω ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή τους. Σ’ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ, ἐκτὸς τοῦ διορατικοῦ της χαρίσματος, διαφαίνεται ἡ θεοειδής ἐμπειρία της στὸ καθ’ ἡμέρα πνευματικὸ της ἀγώνα. Ζοῦσε τὴν ἀφοβία τοῦ θανάτου γιατὶ στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς της βίωνε τὴν φωτοχυσία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ, καὶ τὰ καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τὴν Ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».(Γ΄ Ωδή Πάσχα). Βίωνε τὸ «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς». Διὰ τοῦτο μετὰ βεβαιότητος μοῦ γράφει: «Ὅμως νὰ μὴν φοβᾶσαι γιατὶ σὲ προστατεύει ὁ Μέγας Ἀληθινὸς Θεὸς δηλ. ὁ Τριαδικὸς ποὺ τὸ φῶς Του δὲν ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος καὶ εἶναι πανταχοῦ παρών. Σὲ προστατεύει καὶ ἡ Παναγία μας, ἡ Μητέρα ὅλου τοῦ κόσμου καὶ πιὸ πολὺ τῶν μοναχῶν. Οἱ Ἅγιοι ποὺ εἶναι ὁλοζώντανοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις….ἡ μοναδικὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων τὸν κάνει (τὸν διάβολο) σκόνη. Ἐκεῖ νὰ ἔχεις τὰ θάρρη σου». Στὴ συνέχεια ὡς πνευματικὸς ἀνατόμος καὶ ἀκριβὴς ἀκτινογράφος τῆς ψυχῆς ἀποκαλύπτει τὰ μεγάλα πάθη ποὺ δίνουν δικαιώματα στὸ διάβολο νὰ μᾶς ταλαιπωρεῖ. «Καὶ νὰ φοβᾶσαι μόνον τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν καταλαλιὰ γιατὶ ἀπ̉ αὐτὰ προέρχονται ὅλα τὰ κακά». Κατόπιν περιγράφει ἐν συντομίᾳ δικὲς της ἐμπειρίες δαιμονικῶν πειρασμῶν καὶ μὲ πολὺ πόνο λέγει ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν διάβολο: « Ἀλήθεια πὼς κατάντησε ἔτσι τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, τελείως παραμορφωμένο». Μέσα ἀπὸ αὐτὸν τὸν λόγο τῆς διαφαίνεται πὼς ἡ μακαριστὴ Γερόντισσα εἶχε μεγάλη ἀγάπη καὶ πόνο γιὰ κάθε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν ἀνθρωποκτόνο διάβολο. Συνεχίζει περιγράφοντας τὴν φρικτὴ μεταμόρφωση τοῦ διαβόλου ὅπως ἀκριβῶς τὴν συναντᾶμε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα καὶ ἐν τέλει καταλήγει καὶ πάλι στὴν θεραπευτικὴ καὶ σωστικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ λέγοντάς μου: «Ἐμεῖς παιδὶ μου νὰ νοιώθουμε τὴν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ σταυρώθηκε γιὰ ἐμᾶς. Νὰ ζοῦμε μὲ μετάνοια, ἀγάπη, σιωπὴ ὅπου πρέπει, ταπείνωση γιὰ νὰ μᾶς φέγγει τὸ ἄπλετον φῶς ποὺ ἔχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ καμμιὰ ἄλλη πίστη καὶ θρησκεία. Νὰ εὔχεσαι παιδὶ μου νὰ μετανοήσω καὶ νὰ σωθῶ». Ὅλα γιὰ τὴν Γερόντισσα ἀρχίζουν καὶ τελειώνουν στόν Σωτήρα Χριστὸ ποὺ ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης Του πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος εἶναι ἡ ἑκούσια Σταύρωσή Του καὶ ἡ ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασὴ Του. Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὁμιλεῖ, συνοπτικά, γιὰ τὸν Σταυρὸ ποὺ ὀφείλουμε νὰ σηκώσουμε ἐμεῖς οἱ ἀκολουθοῦντες τόν Χριστὸ προκειμένου νά καταυγαστοῦμε ἀπὸ τὸ «ἄπλετον φῶς», δηλαδὴ τὸ Ἀναστάσιμο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ καταλήγει μὲ τὴν αὐτονόητη καὶ ἐμπειρικὴ ἐπισήμανση ὅτι τὸ σωτήριο φῶς τοῦ Θεοῦ εὑρίσκεται μόνο ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ.
Ἠγάπησε, τὸ λοιπόν, ἡ μακαριστὴ Γερόντισσα ἀληθινὰ τὸν ὑπὲρ ἡμῶν Σταυρωθέντα Χριστὸ γι’ αὐτὸ πορεύθηκε στὴν ζωὴ της μὲ βαθιὰ μετάνοια, ἀγάπη, σιωπὴ καὶ ταπείνωση καὶ τοιουτοτρόπως ἀξιώθηκε νὰ καταυγασθεῖ ἀπὸ τὸν ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ αὐτὸν τὸν τρόπο μοῦ ὑποδεικνύει μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ της. Ἡ βιοτὴ τῆς μακαριστῆς Γερόντισσας Γαλακτίας ἦταν σταυροαναστάσιμη ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τῆς ὁποίας οὐκ ἔσται τέλος. Ἡ συνεχὴς μετοχὴ της στὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὀργανικὴ της σχέση μὲ τὴν ἐνορία της, ὁ ἀπέραντος σεβασμὸς της στὴν Ἱερωσύνη, ἡ βαθιὰ καὶ συνεχὴς μετάνοια, οἱ ἀλάλητοι στεναγμοὶ τῆς καρδίας της, τὸ χάρισμα τῆς αὐτομεμψίας, ἡ μεγαλειώδης ταπείνωσή της, ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη της γιὰ κάθε ἄνθρωπο, τὸ ἀκατάκριτον, τὸ ἀσκητικόν, τὸ φιλακόλουθον, τὸ φιλόθεον, τὸ φιλάνθρωπον, τὸ προσευχητικόν, τὸ ἀπλανὲς ἦταν τὰ πολύτιμα πετράδια τῆς ἐνθέου βιοτῆς της. Μὲ ἥσυχο καὶ ἀθόρυβο τρόπο ἐνσάρκωσε κι αὐτή τό ἀσκητικὸ ἦθος τῶν ἡγιασμένων Ἀστερουσίων ὀρέων τῆς ἡρωοτόκου καὶ ἁγιοτόκου Κρήτης καὶ ἀποτέλεσαι μιὰ φυσικὴ πνευματικὴ συνέχεια τῆς πολύτιμης καὶ μοναδικῆς μοναχικῆς παράδοσης ἐκείνου τοῦ εὐλογημένου τόπου. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ χαρίζει στὴν ἀνίερη καὶ εἰδωλομανοῦσα ἐποχὴ μας ταπεινοὺς τῷ πνεύματι ὅπως ἦταν ἡ Γερόντισσα Γαλακτία πρὸς ἐνίσχυση πνευματικὴ καὶ παρηγορία ἀληθινὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀλλὰ καὶ δόξα καὶ εὔκλεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γένοιτο.