Του Μιχάλη Στρατάκη*
Να σου πω εγώ ίντα θα πει βία.
Βία θα πει, να πηγαίνεις μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα στο μαγαζί σου, επειδή δε σου κολλάει ύπνος και δεν αντέχεις άλλο τα στριφογυρίσματα στο γιοργάνι σου.
Να πορπατείς τοίχο τοίχο, σκοτεινιά τη σκοτεινιά ξανοίγοντας ασταμάτητα τριγύρω σου μη και σε πιάσουνε που κυκλοφορείς απαγορευμένες ώρες στα σοκάκια.
Να τρέμει η χέρα σου που βαστά το κλειδί και να μη μπορείς να το βάλεις στην κλειδωνιά.
Να δυσκολεύεσαι να γυρίσεις το κλειδί, γιατί ετόσονα καιρό που έχει ν’ ανοίξει η πόρτα, εκόλλησε η κλειδωνιά.
Να μπαίνεις μέσα και ν’ ανοίγεις διάπλατα τα ρουθούνια και τση πλεμόνους σου για να γεμίσουνε με την αγαπημένη μυρωδιά του μαγαζού σου, απου δεν είναι μυρωδιά άψυχων εμπορευμάτων, μα είναι μυρωδιά των ονείρων σου και του καλιμέντου σου.
Να κάθεσαι στην καθέκλα απου καθόσουνα όταν το μαγαζί ήτανε ζωντανό κι εζύμωνε το ψωμί της φαμελιάς σου.
Ν΄αφήνεις τα μάθια σου να βολοδέρνουνε στην κάθε γωνιά, στο κάθε ράφι, στην κάθε πατουχιά, μέσα στο σκοτίδι.
Να βαστάς την κεφαλή σου και να ντακέρνεις το κλάμα.
Αυτό είναι βία.
Αυτό είναι η νίκη τσ’ απαθρωπιάς του κουβέρνου, απάνω στσ’ ανάγκες και στα αιστήματα τ’ αθρώπου.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς