Κείμενο – Φωτογραφίες: Γιώργος Χουστουλάκης
Αν και τα χαρούπια ήταν ένα σπουδαίο προϊόν της κρητικής
υπαίθρου, ωστόσο μας έχουν αφήσει σε κάποιους ανάμεικτα συναισθήματα! Πάντα σχεδόν μας έπαιρναν και μας τα παιδιά οι γονείς μας στο μάζεμα των χαρουπιών, και εγώ κάθε φορά ένοιωθα κάποια δυσμένεια!
«Άντε στην ευχή» λέγαμε με την αδερφή μου, «αξημέρωτα θα μας σηκώσουνε πάλι»!
Κάθε μέρα, τουλάχιστο για μια βδομάδα, ίσαμε να τα πομαζώξουμε θα μας έτρωγε η κάψα, θα χάναμε το πρωινό μας ύπνο και όχι μόνο! Είχαμε και τα αγκάθια που μας καρφώνανε! Από βραδύς θα με έπεμπε ο πατέρας στον μπακάλη:
-«Πετάξου στον μπακάλη και πες του να σου δώσει καμιά εικοσαριά αδειανά σακιά, πε του να σου γεμώσει το μπουκάλι κρασί, κράθιε μου και ένα πακέτο τσιγάρα εφτάρι…»
Η μητέρα συνήθως σηκωνόταν εκείνη πρώτη να μαγερέψει πράμα, να παίρναμε μαζί μας, και συνήθως παίρναμε όπως είναι το τσικάλι, που μπορεί να είχε ψημένο, κολοκυθάκια με πατάτες και χοχλιούς, έβαζε στη βούργια ψωμί ξερό πιρούνια και κρασί. Το κρυγιοστάμνι με τον «παλιόφάρδο» επάνω, που τον καταβρέχαμρε για να το κρατάει δροσερό! Παίρναμε όμως οπωσδήποτε και τρείς μακριές «ντέμπλες» από αγριελιά.
Τις ντέμπλες τις έκοβαν οι γονείς νωρίτερα, τις καθάριζαν καλά, για να είναι εντελώς ξερές στο ράβδισμα για να είναι ελαφρότερες. Αν δεν είχαμε ντέμπλες, παίρναμε μακριά καλάμια. Τις ίδιες ντέμπλες χρησιμοποιούσαμε και στο ράβδισμα της ελιάς. Άμα δεν έκανε πολύ ζέστη καθόμαστε παραπάνω, και τρώγαμε στο χωράφι κάτω από τον ίσκιο μιας χαρουπιάς. Αν έκανε όμως πολύ καύσωνα, τρώγαμε μονάχα κολατσό ελιές τυρί και σταφύλια, και μετά τις δώδεκα το πολύ στις μία, φεύγαμε και τρώγαμε στο σπίτι για μεσημέρι, να «μη μασε φάει η κάψα στα τσίτσιλα τση μέρας»!.
Στις 6 το πολύ 7 έπρεπε υποχρεωτικά να έχει αρχινίσει το μάζεμα, με χαρούμενη διάθεση οι μεγάλοι, και με ξινισμένα μούτρα τα παιδιά, που δεν χαρήκαμε τον ύπνο! Το χαρούπι έπρεπε να το μαζώναμε αμέσως μόλις μαύριζε, και κυρίως τον Αύγουστο μετά τον δεκαπεντάρη, γιατί ακόμα «βαροκαμπάνιζε». Όσο όμως έμενε το χαρούπι «φύραινε», και γινόταν ελαφρότερο. Το χαρούπι άμα πολυξεραθεί και οτιδήποτε άλλο πράγμα, λέγαμε πως «εχαρούπιαζε». Όποιος γνωρίζει καλά τη κρητική διάλεκτο, γνωρίζει και τη φράση: «Αυτό είναι χαρούπι», ή «αυτό εχαρούπιασε», δηλαδή έγινε πάρα πολύ ξερό! «Τη σταφίδα την ήφηκες στη ταράτσα κ’ έχει γενεί χαρούπι!». «Η ταγή σου εχαρούπχιασε, από καιρό ήθελε θέρισμα».
Δεν μπορούσε κανείς να πάει όποτε ήθελε στα χαρούπια, εκτός αν τα ήθελε για τα ζώα του. Ο αγροφύλακας έδινε εντολή ποια μέρα μετά τον δεκαπενταύγουστο θα άρχιζε το μάζεμα, και συνήθως σε κάποια χωριά ανακοίνωναν με τελάλη στο χωριό ότι «…από την ερχομένη Δευτέρα ντακαίρνουν (αρχίζουν) τα χαρούπια, και όποιος θέλει να πάει να τα μαζώξει»! Δεν έκαναν όλα τα χαρούπια για πώληση, τα άγρια χαρούπια που οι χαρουπιές δεν ήταν μπολιασμένες ήταν πολύ λεπτά και τα λέγανε «μπαγιδοχάρουπα», και αυτά δεν τα έπαιρνε ο έμπορας!
Χαρουπιές είχαμε σε τέσσερεις πέντε τόπους στα ορεινά και μια «σκοματάρικη», δηλαδή ήταν δική μας αλλά σε ξένο χωράφι! Πρώτα πηγαίναμε στα πιο δύσκολα χωράφια, και τελευταία στα εύκολα που ήταν πιο πεδινά. Αυτό ήταν καλό, γιατί αφού περνάγαμε τα δύσκολα, στα εύκολα ήταν πιο ωραία!
Μαζεύοντας τη χαρουπιά
Σαν φτάναμε σε κάθε χαρουπιά, ήτανε πεσμένα με τον αέρα λίγα χαρούπια, όταν όμως ανέβαινα εγώ πάνω και την έσεια, κουνώντας δυνατά ένα – ένα τους κλάδους της, κάτω γινόταν «χαμόστρωμα»! Δηλαδή σωρός από χαρούπια!
Το δύσκολο για μένα δεν ήταν να ανεβώ και να κουνώ τους κλάδους της χαρουπιάς, αλλά μετά στο κατέβασμα που έπρεπε να διαλέγω τα χαρούπια από παντού όπου έπεφταν! Και εκείνα τα άτιμα έπεφταν και σε κατσοπρίνια πάνω στη μέση και στο εσωτερικό τους! Το ίδιο και στα αχινοπόδια και άλλα αγκαθωτά κλαδερά, θύμους αστυβίδες κατσοπρίνια και πολλά άλλα . Εκεί τα χέρια εύκολα γδέρνονται από τα αγκάθια. Πιο σπαστικές βέβαια ήταν οι ακολιές ή τσιχλιές και τα γαϊδουράγκαθα που είχαν πολύ ψιλά αγκάθια, και ήθελες ένα ξύλο για να τα τραβάς τα χαρούπια από κάτω τους! Άλλο που δυσκόλευε τη ζωή μας, ήταν να κατεβαίνεις σε γκρεμούς τόσο κατηφορικούς, που ήταν σχεδόν αδύνατον να μη γλιστρήσεις στο ξερό χώμα! Για αυτά λοιπό τα χαρούπια για ένα παιδί είναι συνυφασμένα με δυσάρεστες καταστάσεις! Έπρεπε να είμαι καλικωμένος και να φοράω πάνινα παπούτσια, να είμαι με κοντό παντελόνι και κοντομάνικο πουκάμισο, και να προσέχω να μη με «τρώνε» τα κλαδιά, όμως τελικά πάντα με γραντζουνούσανε στα πόδια και στα χέρια!
Το μάζεμα βέβαια είχε και μερικά καλά. Ανάμεσα στα πολλά χαρούπια που μάζευα, υπήρχαν και κάποια τα οποία ήταν πολύ παχιά μακριά και εύρωστα, και εγώ τα ονόμαζα «σοκολάτες»! Αυτά συνήθως τα έσπαγα στα δυο να δω αν είχαν πολύ μέλι! Πράγματι αυτά ήταν γεμάτα ζαχαρωμένο μέλι που καμιά φορά έσταζε με το σπάσιμο! Μερικά από αυτά τα έτρωγα επιτόπου! Αυτά όλα τα καλά χαρούπια τα έβαζα στην άκρη για να μου τα κάνει η μάνα μου χαρουπόμελο στο τέλος! Το ίδιο το έκανα και στα σταφύλια, σαν πήγαινα αργότερα στο τρύγος, πάντα τσι καλύτερες ρόγες που «ρέγεσαι να τσι ξανοίγεις» τσι ζήλευα και εγώ και πάντα τις τσιμπολογούσα!
Και τα παιδιά οι γονείς τα υπολόγιζαν στο εργατικό δυναμικό, και για να τους κεντρίσουν το ενδιαφέρον, τα έκαναν «να πέφτουν στο συνορισό»!
-«Είδες η αδερφή σου, κοντόγεμο έχει κιόλας το καλαθάκι τση, μα εσύ πράμα δε σκοτώνεις!»
-«Εδά θα ιδούμενε ‘μείς ποιός είναι ο ποιά ογλήγορος!» να λέω εγώ, και για να κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρον «το παιγνίδι του χαρουπιού» ο πατέρας μα έλεγε:
-«Όποιος γεμίζει κοπέλια το καλάθι του, θα παίρνει κάθε φορά από μια δραχμή, και όποιος γεμίζει ποιά πολλά καλάθια θα πάρει τα ποιά πολλά λεφτά!» Αυτά έλεγε ο πατέρας για να μας ανάψει τα αίματα και το ενδιαφέρον μας, να μας κεντρίσει δηλαδή την «ευγενή άμυλα»! Τα λεφτά συνήθως ξέχναγε να τα δώσει στο τέλος, αφού μας ξεπλήρωνε με άλλο τρόπο, μας έπαιρνε παγωτά στο παζάρι, ρούχα και τετράδια για τη νέα σχολική χρονιά και πολλά άλλα! Εμείς πάντως μαζεύαμε γρήγορα, να γεμίσουμε πρώτοι το καλάθι μας, και άμα γέμιζε το αδειάζαμε στο σακί! Το σακί κάποια στιγμή γέμιζε μέχρι πάνω, το έπιανε ο πατέρας και το ανεβοκατέβαζε δυο τρείς φορές να κάτσουν τα χαρούπια και να χωρέσει κι άλλο ένα καλάθι! Στη συνέχεια τα «χαρούμπιζε». Φυσικά υπάρχει και το κρητικό ρήμα «χαρουμπίζω». Σημαίνει το ρήμα αυτό ότι χτυπώ με ένα χονδρό ξύλο τα χαρούπιά στο σακί, ή ακόμα και άχυρα, χόρτα κλπ, για να πιάσουν καλά στις γωνίες του φάρδου, (σακιού), και να συμπιεστούν ακόμα καλύτερα! Έτσι έπαιρνε τη διχαλόβεργα ή άλλο ξύλο, το κάρφωνε μέσα σε όλο το μέρος, παντού μερικές φορές, ώστε να τα πέσει η στάθμη τους, να καθίσουνε αρκετά, ώστε να χωρέσει άλλο ένα ακόμα καλάθι μέχρι επάνω. Πάντα μου έλεγε ο πατέρας: «πιάσε ένα ξύλο να χαρουμπίσεις το σακί», στα Βορίζα λέγανε: «πιάσε και χάρπισε το σακί» ή «να χαρπίσεις το σακί», είναι το ίδιο πράγμα αλλά το λένε χάριν συντομίας! Το σακί γέμιζε τελείως και όπως ήταν ανοιχτό, έκοβαν μικρούς δροσερούς βλαστούς από τη χαρουπιά, και τα τοποθετούσε σε όλη την επιφάνεια για να συγκρατούν τα χαρούπια, και μετά το έραβε με τέλι.
Σαν τέλειωνε η μια χαρουπιά προχωράγαμε στην άλλη, και σιγά – σιγά τέλειωνε και το χωράφι! Την επ’ αύριο θα πηγαίναμε σε άλλο χωράφι με χαρουπιές. Πάλι αξημέρωτα εγερτήριο, πάλι με το φαγητό μας θα πηγαίναμε για το χαρουπομάζωμα. Θα τράβαγε μέχρι τις μία το πολύ, αν η ζέστη ήταν αφόρητη, και στις δύο έπρεπε να ήμαστε στο σπίτι με τα δύο χτήματα (γαϊδούρια) φορτωμένα τρία σακιά «ραφτά» το κάθε ένα κτήμα! Όλοι επιστρέφουν με τα πόδια, μόνο το πιο μικιό κοπέλι ίσως να καβαλίκευε στη καπούλα του γαϊδάρου, επειδή τα βήματά του δεν ήταν ανοιχτά για να τους συναγωνιστεί στο περπάτημα!
Τα χαρούπια στον έμπορα
Τα χαρούπια τα ξεφορτώναμε κάθε μέρα κατ’ ευθείαν στον έμπορα που συνήθως ήταν ο μπακάλης του χωριού!
Όλα μαζί τα σακιά που του πηγαίναμε κάθε φορά, τα τρούλιαζε (ντάνιαζε) πάνω σ’ άλλο στη ζυγοπλάστιγγα, και κάθε φορά μας έδινε τα κιλά γραμμένα σε χαρτάκι με το ζυγολόγιο, αφού πάντα ξέπεφτε ένα κιλό για κάθε σακί, και μας έδινε και επιπλέον άδεια σακιά! Ο πατέρας στο σπίτι πρόσθετε τα κιλά στο τεφτέρι του, και στο τέλος έκανε τη σούμα, και βάση αυτής γινόταν η πληρωμή! Την τελευταία μέρα μονάχα στο χαρουπομάζωμα, ο πατέρας κρατούσε και πέντε – έξη σακιά χαρούπια για τα ξεφόρτωνε στο σπίτι. Τα χαρούπια που ήταν να δώσει για τα ζώα, τα έσπαγε στα δύο ή στα τρία, αφαιρούσε τη μύτη και το κοτσάνι να μην τους τρυπήσουν τα ούλα τους, και έριχνε από μια δυο φούχτες σε κάθε ζώο σαν συμπλήρωμα τροφής! Δεν νοείται γουρούνι να μην τρώει χαρούπια και βελάνια, για να μπορεί να είναι έπειτα πεντανόστιμο το κρέας του! Μπορεί ως το τέλος να είχαμε παραδώσει από ένα με δύο τόνους χαρούπια! Καταλαβαίνει κανείς πως όσο κι αν ήταν χαμηλή η τιμή τους, που δεν ξεπέρναγε τη μια με δυο δραχμές το κιλό!
Έτσι στο τέλος έπαιρνε δυο έως τέσσερα χιλιάρικα, ανάλογα τη χρονιά, και τα χρήματα αυτά ήταν σπουδαία λύση για τις καθημερινές ανάγκες! Ήταν ένα προϊόν με μηδενικό κόστος παραγωγής σε έξοδα, και η συλλογή του επέφερε καθαρό κέρδος! Πάντα θυμάμαι και έλεγαν στα χωριά πως «τα λεφτά είναι δυσεύρετα», και πως το χαρούπι βγάζει «ένα καλό μεροκάματο» για τον κάθε ένα που θα τα μαζέψει!
Στο τέλος το χαρουπόμελο!
Από τις πιο ευχάριστες νότες στη περίοδο του χαρουπιού, ήταν φυσικά όταν θα μου έλεγε η μητέρα ένα απόγευμα αφού είχαμε πομαζώξει, να της σπάσω σε κομματάκια τα χαρούπια μου που μάζεψα, για να τα κάνουμε χαρουπόμελο! Της είχα βρει θυμάμαι μια μέρα περίπου 2,5 κιλά χαρούπια τα πιο εύρωστα κι γερά, τα οποία είχαν περισσότερο μέλι, γιατί τα πιο πολλά τα είχα σπάσει ήδη στα δυο! Η μητέρα τα έπλυνε να είναι καθαρά, και εγώ τα έσπασα όλα σε πολύ μικρά κομματάκια μέχρι δύο εκατοστά το κάθε κομματάκι! Η μητέρα στη συνέχεια έβαλε πέντε – έξη κιλά νερό σε ένα τσικάλι και έριξε εκεί τα κομμένα χαρούπια. Τα άφησε έτσι για τρείς μέρες, όμως ταχτικά το ανακατεύαμε κάθε μέρα. Την Τρίτη ημέρα η μητέρα τα έβρασε όπως είναι για δέκα λεφτά. Δεν τα έβρασε περισσότερο για να μη στυφίζει λέει το χαρουπόμελο. Το κατέβασε από τη φωτιά και τα άδειασε σε άλλο δοχείο, αφού τα πέρασε όλα από το σουρωτήρι, πιέζοντας τα με ένα κουτάλι για να στραγγίξουν. Το σουρωμένο υγρό αυτό όπως το είχε σε άλλο δοχείο, το άφησε εκεί για να κατασταλάξει για ένα 24ωρο! Την επομένη ημέρα άδειασε πάλι το υγρό αυτό στο τσικάλι, αλλά με προσοχή να παραμείνουν τα κατακάθια στον πάτο, και πήρε μονάχα το καθαρό διαυγές υγρό!
Έτσι το καθαρό πλέον αυτό υγρό που έχει στην κατσαρόλα, το έσταισε πάλι στη φωτιά να βράσει! Όταν άρχισε να βράζει βούτηξε μέσα στο υγρό ένα πανί με καθαρό «ασπρπόχωμα» δεμένο μάτσο στο πάνω μέρος. Το έκανε μερικούς κύκλους μέσα και όταν άρχισε να βγάζει αφρό το χαρουπόμελο, σταμάτησε να το ανακατεύει με το ασπρόχωμα, και στη συνέχεια άρχισε το ξάφρισμα. Αντί βέβαια ασπρόχωμα μπορούσε να βάλει στο πανί και καθαρή λευκή στάχτη. Από δω και πέρα πλέον το άφησε σε σιγανή φωτιά να βράζει κάμποση ώρα μέχρι το τέλος να μείνει μονάχα ένα κιλό καθαρό χαρουπόμελο!
Κάθε φορά η μητέρα έκανε και πιο ωραίο χαρουπόμελο, γιατί διόρθωνε τα λάθη της προηγούμενης χρονιάς!
Το χαρουπόμελο σαν κρύωνε, το έβαζε σε ένα γυάλινο βάζο ή μπουκάλι, και μας το έβαζε το χειμώνα στους τηγανίτες σαν «χαρουποπετίμεζο»! Ήταν ευχάριστο το χαρουπόμελο με γεύση σοκολάτας! Στην πραγματικότητα ήταν μια υπερτροφή για ανθρώπους και ζώα, η οποία βοήθησε πολλά παιδιά από αρρώστιες και κυρίως το «τσιλιό», τη διάρροια δηλαδή, που μάστιζε εκείνα τα χρόνια! Πράγματι το χαρουπόμελο ήταν φάρμακο θαυματουργό με άμεσα μάλιστα αποτελέσματα! Δεν έπρεπε όμως να τρώμε ούτε πολλά χαρούπια ούτε και πολύ χαρουπόμελο, γιατί όπως και τα ρόδια αν καταναλωθούν σε μεγάλη ποσότητα, στο τέλος «φιαγκώνουν», δηλαδή κάνουν τον οργανισμό δυσκοίλιο! Βέβαια είχαμε καταλάβει πως το καλύτερο χαρουπόμελο, το κάνουν τα χαρούπια του Οκτώβρη, που έχουν πιεί νερό της βροχής και έχουν απαλύνει, τα έχει ψήσει καλά – καλά και ο ήλιος και ως εκ τούτου σαν χαρούπια είναι λιγότερο στυφά, και το ίδιο και το χαρουπόμελο που θα φτιάχναμε από αυτά!