Της Χαριστή Φανουράκη Κουκουμπεδάκη
Χάρε και να ‘χες εδικούς…
Να ‘χες στα Τέμπη εδικούς Χάρε και να τσι χάσεις
να δω ετσά πόνο αν άντεχες να τονε δοκιμάσεις…
Να ‘χεν κοπούν τα πόδια σου Χάρε να μην προφτάξεις
και να σου παίρναν τσ’ εδικούς
να δω ανε το βαστάξεις…
Να δεις είντά ‘ναι να χτυπάς σαΐτες και κοντάρια
κι ειντά ‘ναι να σου παίρνουνε κόρες και παλικάρια…
Να σέρνεις μούγκρος
και κιανείς
δάκρυο μη σου σκουπίσει
κι άθρωπος ένας μη βρεθεί
να σε παρηγορήσει…
Τα όνειρά σου να θωρείς
φύλλα φτερά τ’ αέρα
και να κυλά το δάκρυ σου
να τρέχει κάθα μέρα…
Να μαυροφορεθείς κι εσύ
και να πλαντάς στο κλάμα
να δεις πως είναι να πονεί
να ‘χει καημό μια μάνα….
Δε σου φταν’ ένας
μούδε δυο
κι ήθελες
μπερεκέτι
πρέπει πετρόφτιαχτη καρδιά
πως ‘νεβαστάς στο μπέτη…
Και μες στα όλα χύνεσαι
και στ’ άψε σβήσε πηαίνεις
και φόβο κι αγανάχτηση όπου περάσεις σπέρνεις…
Άπονε, άκαρδε, σκληρέ,
Χάροντα μακελάρη
να βρίχνουντο ένας δυνατός άντρας να σε κοντράρει….
Χάρε σκληρέ τη σκλέτη σου
να τηνε κονταρέψει
στη δύναμή σου να σταθεί ομπρός να ξεθαρρέψει…
Και να σου πάρει τ’ άρματα
να δω τη δύναμή σου
να κονταρέψει μια φορά Χάροντα το παιδί σου….