«Οι ακριβείς συνθήκες της ανακάλυψης του ναυαγίου είναι μάλλον ασαφείς, αρχής γενομένης από το ερώτημα εάν αυτή έγινε στην αρχή ή στο τέλος της περιόδου σπογγαλιείας. Μια περιγραφή του γεγονότος, που δημοσιεύθηκε το 1902, αναφέρει ότι η ανακάλυψη του ναυαγίου έγινε προς το τέλος του 1900, ενώ μια άλλη, που δημοσιεύθηκε το 1903, λέει ότι έγινε κατά την πασχαλινή περίοδο του 1900 και, προκαλώντας σύγχυση, προσθέτει ότι τα δύο πλοία πραγματοποιούσαν το ταξίδι της επιστροφής. Υπέρ της άποψης ότι η ανακάλυψη έγινε νωρίτερα, την άνοιξη, και όχι προς το τέλος του έτους, είναι και μια ιστορία που δημοσιεύθηκε μισόν αιώνα μετά. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή, λίγες ημέρες μετά το Πάσχα του 1900, ο χειριστής του οπτικού τηλεγραφικού σταθμού που είχε εγκατασταθεί στα Αντικύθηρα για να καταστήσει εφικτή την επικοινωνία μεταξύ Κρήτης και Κυθήρων στη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, έστειλε σήμα ότι στις ακτές των Αντικυθήρων βρέθηκε θησαυρός. Οι αρχές στην Αθήνα, όμως, απέρριψαν την είδηση, πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος που την έστειλε ήταν μεθυσμένος.
Η ανακάλυψη έγινε από έναν από τους δύτες, τον Ηλία Σταδιάτη, ο οποίος, όπως ανέφερε, είδε θραύσματα χάλκινων αγαλμάτων στις 35 οργιές, δηλαδή σε βάθος άνω των 60 μέτρων. (Σε μερικές πιο πρόσφατες αφηγήσεις ο αριθμός αυτός έχει μειωθεί στα 42 έως 50 μέτρα.) Ο Κοντός φέρεται να έκανε μια κατάδυση για να επιβεβαιώσει την ανακάλυψη του Σταδιάτη και να προσδιορίσει με σιγουριά τη θέση του ναυαγίου, και τελικά είτε ο Κοντός είτε ο Σταδιάτης ανέβασαν από τον βυθό έναν χάλκινο βραχίονα ανδρός, φυσικού μεγέθους, που αργότερα ταυτοποιήθηκε ως τμήμα του αγάλματος που έγινε γνωστό ως “ο φιλόσοφος”.»
Απόσπασμα από το βιβλίο “Ενας φορητός κόσμος” του Alexander Jones. Περισσότερα στο πρώτο σχόλιο.
Eικόνα: Οι σφουγγαράδες του Κοντού και το πλοίο τους Ευτέρπη στα Αντικύθηρα. Όρθιοι στη μικρή βάρκα, σε πρώτο πλάνο, είναι ο Σπυρίδων Στάης, υπουργός Παιδείας, και ο Εμμανουήλ Λυκούδης, νομικός σύμβουλος της ελληνικής κυβέρνησης (© Φωτογραφικό Αρχείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Αθήνα).
Πηγή: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης