Μια μέρα που κάναμε Ιερά Ιστορία φτάσαμε στον Ησαύ που πούλησε στον Ιακώβ τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακή. Το μεσημέρι, γυρίζοντας σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου τι θα πει πρωτοτόκια. Έβηξε, έξυσε το κεφάλι.
«Πήγαινε να φωνάξεις το θειο σου το Νικολάκη».
Είχε βγάλει το Δημοτικό ο θειος μου αυτός, ήταν ο πιο γραμματισμένος της οικογένειας, αδερφός της μητέρας μου.
«Έλα εδώ», του ’πε ο πατέρας μου ως τον είδε, «του λόγου σου που σπούδασες, εξήγα!»
Έσκυψαν κι οι δυο τους απάνω στο βιβλίο, έκαμαν συμβούλιο.
«Πρωτοτόκια θα πει κυνηγετική στολή», είπε ύστερα από πολλή σκέψη ο πατέρας μου.
Ο θειος μου κούνησε το κεφάλι:
«Θαρρώ θα πει τουφέκι», αντιμίλησε, μα η φωνή του έτρεμε.
«Κυνηγετική στολή», βρουχήθηκε ο πατέρας μου.
Μάζεψε τα φρύδια του, κι ο θειος μου λούφαξε.
Την άλλη μέρα ο δάσκαλος ρωτάει:
«Τι θα πει πρωτοτόκια;»
Πετάχτηκα: «Κυνηγετική στολή!»
«Τι ανοησίες είναι αυτές; Ποιος αγράμματος σου τις είπε;»
«Ο πατέρας μου!»
Ο δάσκαλος ζάρωσε· τον φοβόταν κι αυτός τον πατέρα μου, πού να του φέρει αντίρρηση!
«Ναι», είπε κομπιάζοντας, «βέβαια, κάποτε, μα πολύ σπάνια, θα πει κυνηγετική στολή· μα εδώ…»
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο