Τα μούρνα (μούρα) ήταν τότε που ήμασταν παιδιά τα καλύτερά μας «γλυκίσματα», αφού ήταν τσάμπα κι αφύλαχτα…
Γι΄ αυτά δε μας κυνηγούσε ούτε αγροφύλακας, ούτε ιδιοκτήτες.
Εκτός κι αν η μουρνιά βρισκόταν σε περιβόλι, που δεν έπρεπε να πατήσουμε τα λαχανικά.
Βγαίναμε πάνω στο δέντρο, βρίσκαμε ένα γερό κλαδί, καθόμαστε και τρώγαμε μέχρι να … πονέσει η κοιλιά μας!
Και είχε μια υπέροχη μουρνιά, που έκανε μαύρα μούρνα (τα νοστιμότερα που έχω φάει ίσως) λίγα μέτρα πιο κάτω από την παλιά βρύση του Κουσέ.
Ήταν του Τσαλδάρη (ο Θεός να τον συγχωρέσει) και το μόνο πρόβλημα ήταν που ήταν που είχε ψηλό κορμό…
Πέρασαν τα χρόνια και η νοοτροπία δεν άλλαξε!
Το πιστεύετε;
Ακόμα τα κυνηγάω…
Ευτυχώς τώρα έχω δική μου μουρνιά και την επισκέπτομαι τακτικά…
Και βέβαια πάντα στο μυαλό έρχεται και μια σχετική μαντινάδα, που τη λέγαμε στα νιάτα μας:
«Μαύρα τα μούρνα της μουρνιάς κι ο κλώνος σαθρακιάρης,
Κι απ΄ αγαπά μελαχροινή γίνεται βερεμιάρης»
Ζ. Κ.