Του Φραγκίσκου Λαμπρινού
H πρόταση του Ν. Ανδρουλάκη για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας κατόπιν προγραμματικής συμφωνίας και με επικεφαλής πολιτικό πρόσωπο άλλο από τους Κυριάκο Μητσοτάκη και Αλέξη Τσίπρα, έβαλε «φωτιά» στο πολιτικό σκηνικό. Επακολούθησαν σφοδρές επιθέσεις προς τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, με βασικό επιχείρημα ότι η πρότασή του είναι δήθεν ανεύθυνη επειδή δεν περιλαμβάνει το όνομα του προσώπου που θα μπορούσε να αναλάβει την πρωθυπουργία. Είναι έτσι όμως; Μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι η πρόταση Ανδρουλάκη είναι ίσως η μόνη που ρεαλιστικά θα μπορούσε να οδηγήσει σε σχηματισμό κυβέρνησης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις θέσεις των κομμάτων αλλά και τους συσχετισμούς.
Η ΝΔ ξεκάθαρα έχει επιλέξει να οδηγήσει τη χώρα στην περιπέτεια των αλλεπάλληλων εκλογών, με μοναδικό στόχο την αυτοδυναμία και στη λογική του «Μητσοτάκης ή χάος». Ο ΣΥΡΙΖΑ πρωτοτυπεί αφού πρώτα έφερε την απλή αναλογική (με το επιχείρημα ότι αυτή ευνοεί τις συνεργασίες) και τώρα αποκλείει κάθε συνεργασία αν δεν είναι πρώτο κόμμα στις εκλογές! Παράλληλα, η ακραία πόλωση μεταξύ των δύο κομμάτων (ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) έχει ξεκάθαρα ως επίκεντρο τα πρόσωπα των κ.κ. Μητσοτάκη και Τσίπρα, γεγονός που αποκλείει την επίτευξη ευρείας συναίνεσης με πρωθυπουργό οποιονδήποτε εκ των δύο.
Σ’ αυτό το αδιέξοδο, η πρόταση Ανδρουλάκη θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα κυβέρνηση υπό μια προϋπόθεση: αυτήν της προγραμματικής συμφωνίας. Η ουσία της πρότασης είναι ότι τα τρία κόμματα καταλήγουν σε ένα minimum συναίνεσης, με κοστολογημένες δεσμεύσεις στο μέτωπο της οικονομίας και με μεταρρυθμίσεις που θα απαντούν στο μεγάλο πρόταγμα της εποχής που δεν είναι άλλο από την επιστροφή της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος και τους θεσμούς. Η διαφάνεια, η αξιοκρατία, η ενίσχυση της διάκρισης των εξουσιών και η αποσύνδεση της λειτουργίας του κράτους από τον κομματισμό θα μπορούσαν να είναι οι βασικοί άξονες της προγραμματικής συμφωνίας, η οποία εξυπακούεται ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει και προβλέψεις για ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Επιπλέον, μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να θέσει και τις βάσεις για μια συνταγματική αναθεώρηση που θα φέρει θεσμικά αντίβαρα στο πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο που κυριαρχεί στη δημοκρατία μας, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Αν επιτευχθεί η προγραμματική συμφωνία, η συζήτηση θα περάσει στο επόμενο στάδιο, δηλαδή στο πρόσωπα. Κι εκεί, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και τα άλλα δύο κόμματα θα δικαιούνται να προτείνουν εκείνη ή εκείνον που θεωρούν καταλληλότερο για πρωθυπουργό όπως και εκείνους που θα στελεχώσουν τη νέα κυβέρνηση. Είναι αυτονόητο, δε, ότι πρωθυπουργός δεν μπορεί να είναι ούτε ο κ. Μητσοτάκης ούτε ο κ. Τσίπρας διότι, όπως προαναφέραμε, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό από τη ΝΔ ή το ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, το ΠΑΣΟΚ δεν προτείνει τον «κανέναν» για πρωθυπουργό, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά απλά κανέναν εκ των δύο.
Θα ήταν εύκολο και μικροπολιτικά συμφέρον για το ΠΑΣΟΚ να δηλώσει ότι θα μείνει στην αντιπολίτευση, εντείνοντας το αδιέξοδο. Ωστόσο, σε μια χώρα που όλες οι έρευνες (σημειωτέον πολύ πριν την τραγωδία των Τεμπών) δείχνουν ότι επτά στους δέκα Έλληνες δεν εμπιστεύονται οποιονδήποτε θεσμό, το εθνικό συμφέρον επιτάσσει να κάνουν όλοι ένα βήμα πίσω. Στο τέλος της ημέρας, η πρόταση του ΠΑΣΟΚ είναι μια τίμια και ξεκάθαρη θέση που θα κριθεί από τους πολίτες.