Του Δημήτρη Χ. Σάββα
Έχει γίνει έθιμο πια το χριστουγεννιάτικο Παπαδιαμαντικό κείμενο που τέτοιες μέρες στολίζει τις διάφορες εφημερίδες, τα περιοδικά και -γιατί όχι- κοσμεί, θα λέγαμε, και τις ηλεκτρονικές σελίδες του διαδικτύου. Έτσι λοιπόν, σε μία ανάπαυλα των διαφόρων ρεβεγιόν και των τολμηρών, πολλές φορές, εορταστικών τηλεοπτικών εκπομπών, σε θέα ημίγυμνων τρυφερών υπάρξεων, ορισμένοι ή και αρκετοί -θα τολμούσα να υποθέσω- αναζητούμε ή γινόμαστε αποδέκτες του Παπαδιαμαντικού ύφους.
Μ’ αυτό τον τρόπο γίνεται επανασύνδεση με τα περασμένα, με τα ήθη και έθιμα, με τις παραδόσεις μας και -γιατί όχι- με τους ίδιους τους εαυτούς μας.
Ο Γιάννης Τσαρούχης έλεγε πως «ο Παπαδιαμάντης κάτω από το ήσυχο πνεύμα του, κάτω από τη γαλήνη, η οποία στηρίζεται στη χριστιανική, ορθόδοξη πίστη, είναι πολύ πιο τραγικός, πολύ πιο Ευρωπαίος στις ανησυχίες από πολλούς Ευρωπαϊζοντες, οι οποίοι σήμερα δεν θα έκαναν ούτε για επαρχιακά φύλλα, με τις επαναστατικές τους ιδέες και με τις πρωτοτυπίες τους».
Ο μεγάλος διηγηματογράφος μας, ο κοσμοκαλόγερος, όπως συνήθιζαν να αποκαλούν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, δούλεψε σκληρά για ένα κομμάτι ψωμί σε διάφορες εφημερίδες της εποχής.
Σ’ ένα από τα διηγήματά του γράφει: «Εγώ ήμουν σχεδόν άρρωστος. Είχα πάθει προ μακρού από τον στόμαχον, οφείλω να το ομολογήσω. Πλην δεν ήτο τόσον από κατάχρησιν στομαχική, όσον από σκύψιμο και οκτάωρον καθημερινήν εργασίαν, άνευ του τεταγμένου αγιασμού της ημέρας των Σαββάτων».
Σκληρή δουλειά, λοιπόν, που του στερούσε ακόμα και τον ήλιο, αφού, καθισμένος στο γραφείο του, έπρεπε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του και να βγάζει, τέτοιες μέρες των εορτών του δωδεκαημέρου αλλά και της Πασχαλιάς, ασπροπρόσωπες τις εφημερίδες που αντλούσαν πολλά από τα διηγήματά του.
Όμως, αυτές οι χρονιάρες μέρες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες για τον ίδιο. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ξενιτεμένος ή αυτοεξόριστος ή περιθωριακός όταν, αυτές τις μέρες, έκλειναν νωρίς οι ταβέρνες και τα καφενεία άδειαζαν και οι Αθηναίοι μαζεύονταν στα ζεστά τους σπίτια, αφήνοντας όλους αυτούς τους μοναχικούς πιο μόνους σε μία πόλη ασθενικά φωτισμένη από φανάρια του γκαζιού, με παγωμένους δρόμους και λασπωμένα πεζοδρόμια.
Ο άλλος Αλέξανδρος, Σκιαθίτης κι αυτός, ο Μωραϊτίδης στο διήγημά του «Χριστούγεννα στον ύπνο μου», δίνει μία χαρακτηριστική εικόνα της ερημικής πρωτεύουσας, της Αθήνας, ανήμερα Χριστουγέννων, καθώς περιγράφει τον εαυτό του και τον Παπαδιαμάντη να διασχίζουν το κέντρο της πόλης, οδεύοντας για το σπίτι του κυρ-Στρατή, ψάλτη και φίλου τους, που τον είχαν γνωρίσει στην εκκλησία για το χριστουγεννιάτικο δείπνο: «Όσοι γνωρίζονται εν τη εκκλησία και δια της εκκλησίας είναι οι καλύτεροι φίλοι». Πάντοτε ανδρική παρέα, μπεκιάρικη όπως την αποκαλούν στο χωριό μου, τον Λαύκο του νοτίου Πηλίου. Παρέα εργένικη. Πάντοτε απούσα η γυναίκα, η ζεστασιά της και η φροντίδα της. Γένους θηλυκού στη συντροφιά μόνο οι….χιλιάρικες οι νταμιτζάνες με ρετσίνα γεμάτες! Ο Βάρναλης γράφει πως, για ν’ αρχίσει το φαί του ο Παπαδιαμάντης, έπρεπε πρώτα να πιεί μία κούπα κρασί. «Την έπαιρνε με τις δυό του φούχτες που τρέμανε σαν να κρατούσε τα άγια των αγίων και την άδειαζε ολόκληρη». Πάντως ο κυρ-Στρατής τα κατάφερνε και είχε υποσχεθεί στους δύο ξενιτεμένους Σκιαθίτες «χοιρίδιον ως τρεις οκάδες» που το είχε πλύνει μόνος του και το είχε θέσει εν τω μέσω καλώς γανωμένου ταψίου. Ο Μωραϊτίδης παρατηρεί: «οι άγαμοι με τον καιρόν αποκτούν καμιά φορά έξεις οικοκυράς. Οι δε τοιούτοι μένουσι πλέον άγαμοι έως θάνατον».
Τι κρύα Χριστούγεννα!
Όλα τα στέκια που είχαν γίνει οικεία στους δύο Αλέξανδρους είναι κλειστά αυτό το παγωμένο χριστουγεννιάτικο βράδυ.
Τέτοιες μέρες ήταν που βυθιζόταν στη θαλπωρή των αναμνήσεων ο Παπαδιαμάντης και ξαναζούσε τις γιορτές στην πατρίδα, τα Χριστούγεννα τα νησιώτικα, όταν «ο βοριάς μαίνεται και βρυχάται ανά το πέλαγος, το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ».
Είχε άλλωστε αυτές τις γλυκές και μεγάλες μέρες το καταφύγιό του το μέγα: την Εκκλησία. Δεξιός ψάλτης στο εκκλησάκι του αγίου Ελισσαίου, στον παλαιό στρατώνα, κοντά στο Μοναστηράκι, που έκανε ολονυχτίες τριάντα φορές τον χρόνο, γνώριζε από στήθους «όλα τα κείμενα, όπως και τη μουσική όλων των κανόνων». Φαίνεται πως είχε πολλούς πιστούς αυτό το εκκλησάκι.
Ο σαρκασμός και το σκωπτικό χιούμορ δεν απουσιάζουν από το έργο του.
Συχνά προσφεύγει στα στοιχεία αυτά, τα οποία χρησιμοποιεί με πολλή ευστροφία και ευφυές πνεύμα: « Αλλά την τελευταίαν στιγμήν ανεζήτει το ψάθινον καπέλο του και δεν ενθυμείτο πού το είχε πετάξει. Τέλος το ηύραμεν, τη βοηθεία του κηρίου ( ή του Κυρίου)».
Και αλλού: «…διότι η ηλικία του γαμβρού εφαίνετο δια να είναι σχεδόν πατήρ της κόρης. (Του ήρχετο) να συγχαρή την νέαν διότι, μετά τόσα έτη ορφανίας, είχεν αποκτήσει δεύτερον πατέρα».
Στα θέματα που τον συγκινούν εντάσσονται οι ξενιτεμένοι και κυρίως αυτοί που φεύγουν χωρίς γυρισμό.
Δεν νοιάζεται μόνο γι’ αυτούς, αλλά και για τις μανάδες τους που απόκαμαν να καρτερούν μάταια, να προσεύχονται για τα παιδιά τους ή να καταριούνται τη στιγμή του ξενιτεμού.
Πιότερο ακόμα ο Παπαδιαμάντης νοιάζεται για την κόρη, την κρυφή αγαπημένη, την αρραβωνιαστικιά που μαραζώνει να περιμένει, να μην αντέχει τη μοναξιά ακόμα και τα κρυφά σχόλια και τις ψιλοκουβέντες της καχύποπτης γειτονιάς.
Γενικά ο μεγάλος μας διηγηματογράφος περιέρχεται το δικό του κόσμο, στον οποίο, με περισσή γλαφυρότητα και δεξιοτεχνία, μεταφέρει τον αναγνώστη.
Γιατί μέσα σ’ αυτό το απέραντο, το δικό του Παπαδιαμαντικό σύμπαν, τα θέματά του είναι ατέλειωτα και ανεξάντλητα.
Οι βασανισμένες γυναίκες, πλύστρες και σταχτομαζώχτρες, οι ναυτικοί που θαλασσοπνίγονται, οι πρωτόγονοι τσομπάνηδες, οι ρεματιές, τα ακροθαλάσσια, οι σαρακοφαγωμένες εκκλησιές και οι θαλασσοφαγωμένοι βράχοι είναι στοιχεία της ατέλειωτης θεματογραφίας του.
Μιας θεματογραφίας που αναφέρεται στην ταπεινή και ήρεμη ζωή των απλοϊκών και φτωχών ανθρώπων της Σκιάθου.
Αυτός είναι ο μεγάλος μας Παπαδιαμάντης!
Κυρίως αυτές τις χρονιάρες μέρες αναζητώ τα κείμενά του, το λογοτεχνικό του ύφος και ήθος, τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου του που περιγράφει, που είναι και δικός μου τόπος.
Και όταν επισκέπτομαι την ιδιαίτερη πατρίδα μου, το χωριό μου, τον Λαύκο του νοτίου Πηλίου, πάντοτε από την κορυφή του χωριού προσπαθώ να δω στο βάθος του πελάγους την Σκιάθο του Παπαδιαμάντη – όπως την αποκαλούν – και νοερά να υποκλιθώ στο έργο του και στην προσφορά του!