Σύνταξη κειμένου – φωτογραφικό υλικό: Φανούριος Ζαχαριουδάκης
Λίγες μόνο μέρες έχουνε περάσει, που μια βραδιά τ’ Αυγούστου είχα βρεθεί στο μετόχι πίνοντας ρακή, ενώ σκουντρούσα το γεμάτο ποτήρι του μουσαφίρη, απου παντοτινός μου συνηθίζω να βάζω στο τραπέζι απάνω, παρ’ όλο που μουσαφίρης ετότες σας δεν υπήρχενε.
Ήμουνα αμοναχός, αφού η μοναδική μου παρέα ήτονε, τ’ άστρα τ’ ουρανού και μόνο!!
Μια ουλιά ώρα όμως πλια ύστερα αντιλήφθηκα, πως κοντά μου είχα και άλλη παρέα, που δεν την είχα σπουδαιολογήσει μέχρι εκείνη δά τη στιγμή!
Η παρέα εκεινά όπως και εσείς θα διαπιστώσετε ήτονε, το παλιό μου το ποδήλατο!!
Το αντιλήφθηκα και το πήρα κοντά μου, αφού και αυτό ολομόναχο ντου ήτονε.
Το είχα μπαρκαρισμένο μέσα σε μιαν αλιτάνα λουλουδιών και με τη πλάτη ντου να ακουμπά σ’ ένα παλιό πιθάρι, που και το πιθάρι ένα λουλούδι εκουβαλούσενε το τελευταίο καιρό στη πλάτη ντου.
Το προσκάλεσα στη παρέα μου, έτσι για να θυμηθούμενε λίγο τα παλιά και να πούμενε πράμα καινούργιο.
Δεν ήργησα όμως να διαπιστώσω, πως το ποδήλατο μου δεν είχενε κιανένα ιδιαίτερο κέφι, αφού η μοναξά τό ‘χενε φαουμένο το κακονίζικο!
Εγώ για να του φθιάξω λίγο τη διάθεση, μιας και καταλάβαινα είντα ήθελε, του ‘πα να περιμένει μια ουλιά ώρα ακόμη.
Το ντελόγο και ‘γω ήσφιξα, ετσά στα πεταχτά και επήγα σ’ ένα Γαλιανό πρατήριο πού ‘τονε εκειά κοντά στη γειτονιά και επήρα ένα μπουκάλι λάδι και ένα γυαλιστικό.
Ύστερα εντιγιάγυρα και του λάδωσα την αλυσίδα και τσι τροχούς και το γυάλισα κι’ όλας.
Αμέσως το είδα να βγάνει όρεξη, να χαμογελά ετσά στα κρυφά και να ανοίγει το ”ζουμπούλι” ντου!
Δικαιολογημένα βέβαια, αφού μέχρι τότες σας, σκουργιασμένο και παραπεταμένο στη μπάντα ήτονε.
Αρχήνιξε να μου αναστοράται τα παλιά, λέγοντας μου πως αναζήτηξε και εμένα και τα παλιά σεργιάνια που πολύ συχνά εκάναμε, στην απάνω και στη κάτω Μεσαρά, το παλιό εκείνο καλό καιρό.
Γι αυτό παρά το προχωρημένο τσι ηλικίας του και τσι δικιάς μου βέβαια, αποφασίσαμε να δραπετεύσουμε εν ριπή οφθαλμού και να θυμηθούμενε και πάλι τα παλιά, κάνοντας διάφορες διαδρομές.
Ωστόσο πρέπει να ξέρετε, πως εγώ και το ποδήλατο μου εζήσαμε μια ολάκερη ζωή μαζί!
Είχαμε ανταλλάξει χαρές και λύπες, μιλούσαμε μεταξύ μας και αυτό κάνουμε και σήμερα!
Αποφασίσαμε το λοιπόν, αφού εγώ του το πρότεινα πρώτος, να πάμενε μαζί μέχρι το φράγμα τσι Φανερωμένης τα δε αύριο τη ταχινή και να κάνουμε μια βόλτα.
Συμφωνήσαμε να ξεκινήσουμε ταχιά ταχιά με τη δροσεράδα, μιας και ο καύσωνας, που συχνά μας επισκέπτεται το τελευταίο καιρό, δεν επιτρέπει τσι μεσημεργιανές διαδρομές.
Ήβαλα βέβαια από βραδύς στη βούργια μου, δυο καρβέλια ψωμί, το λιοσάκουλο με ελιές, ένα κομμάτι τυροζούλι, το παγούρι με το νερό και τη δρόμπα, μπας και χρειαστεί να βάλω αέρα στα λάστιχα.
Φτάνοντας το λοιπόν στο φράγμα, η πρώτη μου εντύπωση ήτονε, πως το ποδήλατο μου θα αρχίνιζε να χαίρεται και να καμαρώνει για το καινούργιο, μεγάλο και σπουδαίο αναπτυξιακό έργο του τόπου μας.
Απεναντίας το είδα λίγο χλωμό και πλήρως απογοητευμένο!
– Ειντά ‘χεις μρε ποδήλατο μου και δε σε βλέπω να χαίρεσαι όπως εγώ;
– Χαίρομαι αφέντη μου Φανούργιο που εσύ καμαρώνεις για το καινούργιο φράγμα, που σου πήγε νερό σε κάποια χωράφια σου και γενήκανε ποτιστικά!
Χαίρομαι που σε θορώ και ξανοίγεις εκείνεσες τσι πάπιες απού κολυμπούνε και τσι καμαρώνεις!
Χαίρομαι απού σε θορώ και το φωτογραφίζεις το φράγμα , για να πέψεις τη φωτογραφία σε κια να φίλο σου και να παινευτείς!!
Μα εγώ όμως, είντα λόγο έχω για να χαρώ;; Για πες μου;;
Θυμάσαι μρε Φανούργιο οντέ σ’ έφερνα επαδά πέρα, που ήσουνα ακόμα κοπέλι και φθιάχνανε οι Γαλιανοί εργάτες το παλιό φράγμα τσι Φανερωμένης και δούλευγε και ο Πατέρας σου;
Θυμάσαι που ήφερνες του Πατέρα σου του μακαρίτη, με το τσιποκούρουπο φαϊ κάθε μέρα, επαδά πέρα;
Πότε τού ‘φερνες σφουγγάτο, πότε κουκιά, πότε μαγεργιά, πάντα βέβαια φτωχικά φαγιά.
Αλλά θυμάσαι μρε Φανούργιο, πως ούλοι αυτοί οι εργάτες, πέρα από το φράγμα, εσάξανε και τσ’ αλογούς και ζωντάνεψε ούλος ο λαγγός από παε και κάτω;
Θυμάσαι πως από τούτονε το τόπο εζούσενε ούλη η Γαλιά και η Φανερωμένη από τα κηπευτικά και φρούτα, το καιρό εκείνο;
Θυμάσαι που κάθε μέρα αχέλευες και καβρουλολογούσες στσι κολύμπες και ήπαιζες με τσ’ αχελώνες και αισθανόσουνα πως ο παράδεισος είναι κάπως ετσά;
Θυμάσαι τσι μυρωδιές τσι άνοιξης από τσ’ ανθούς των δέντρων που σε μαγεύανε;
Για πες μου δα Φανούργιο αν έχω άδικο, με τούτανα απού επαέ θορώ σήμερο;
Εγώ μετά λύπης μου θορώ σήμερο, πως από το φράγμα και κάτω, σε ούλα δηλαδή τα Γαλιανά Κάτω Περβόλια, και τα περβόλια μέχρι και τη Φανερωμένη, κυριαρχεί η απόλυτη ξηρασία, ενώ πολλά άλλα μέρη μακρυά από ‘παέ, εδροσερέψανε!
Μπας και του λόγου σου το θορείς σωστό, ετούτονα το πράγμα;
Για σύγκρινε το περβόλι σου και τσι ελιές σου, πως ήτονε μια φορά, πού ‘πότιζες από τον αλογό και αν είναι το ίδιο και εδά, με τόσανα νερά απού μου λες πως μαζώνει το καινούργιο φράγμα;
Πες μου πόσα καρύδια, φιστίκια και πορτακαλολέμονα ήβγανες ετότες σας και πες μου αν βγάλεις καθ’ όλου την σήμερο ημέρα;
Εγώ τουλάχιστον βλέπω από παέ και κάτω και συγκεκριμένα Ανατολικά του Κουτσουλίτη ποταμού, μέχρι και τη Φανερωμένη, κρανίου τόπος, ενώ παλιά οι Φανερωμιανοί ετουτανά τα περβόλια, τα ονομάζανε,”βασιλικά περβόλια”!
Θυμάσαι ακόμα που και μπάνιο ήκανες σε κείνο νά τον αλογό και ήπινες κι’ όλας νερό οντέ νε διψούσες;
Ανέ σε πχιάνει μρε Φανούργιο και εδά ξανακάνετο το ίδιο;
Εγώ πιστεύγω πως η χολέρα σίγουρα καραδοκεί γύρου γύρου, με τοσανά απόβλητα που πέφτουνε, μέσα στο καινούργιο σου φράγμα!
Αλήθεια Φανούργιο!! Μα αλήθεια !! Καλά είναι τα μεγάλα έργα και οι προοδευτικές κινήσεις, αλλά να συνοδεύονται με τη σωστή εφαρμογή των περιβαλλοντολογικών μελετών, την εφαρμογή των κανόνων υγείας, αλλά και τσι δικαίας κατανομής του αγαθού!
Μα το θεωρείς εσύ σωστό, να ρθούνε να ‘ποξηράνουνε τον ποτιστικό τόπο, τάζοντας ασκιά και φλασκιά και μετά που κάνανε τη δουλειά ντους, να τονέ ξεχάσουνε ολότελα;
Ήρθε με λίγα λόγια ο κλέφτης και φώνιαξε και ήφυγε τελικά ο νοικοκύρης!
Χαίρομαι μρε Φανούργιο που φωτογραφηθήκαμε μαζί για να με θυμάσαι επαέ στο καινούργιο σου φράγμα!
Να ‘σαι σίγουρος όμως οντέ θα με ξαναφέρεις επαέ, ανέ θέλεις να χαρώ και εγώ, να έχουν αρδευτεί τα Γαλιανά Κάτω περβόλια και τα περβόλια ίσαμε τη Φανερωμένη, ανατολικά του Κουτσουλίτη ποταμού δηλαδή.
Καθώς επίσης να έχουν τηρηθεί οι κανόνες υγιεινής μέσα στο καινούργιο φράγμα και πάνω απ’ όλα να έχει πέσει μέσα στο φράγμα, ο Πλατύς ποταμός, γιατί διαφορετικά το έργο είναι ημιτελές και μόνο κολοβό θα μπορούσαμε να το παρανομοιάσουμε, την σήμερον ημέρα!
Το αντιγυάγερμα
Αφουγκράστηκα του λόγου ντου τα λόγια με πολύ μεγάλη προσοχή!
Είδα πως είχενε χίλια δυο δίκια, το ποδήλατο μου!
Δεν εμπόρεσα να του εναντιωθώ και σαν καλοί φίλοι, για να μην επιστρέψει στο σπιτικό μου πικραμένο, εσκέφτηκα το ντελόγο να το πάω σε ένα άλλο μέρος τσι Μεσαράς, με πολλά και καθαρά νερά, πολύ πράσινο, που ήμουνα σίγουρος, πως δεν θα μού ‘βριχνε ψεγάδι.
Εντιγιάγυρα βολτάροντας μαζί και βρεθήκαμε σε τόπο ιδιαίτερα δροσερό, με πλούσια γάργαρα και καθαρά νερά, τεράστια πλατάνια με παχύ ίσκιο, με την απόλυτη δροσεράδα να απλώνεται παντού.
Ήτονε στον Απόλυχνο και συγκεκριμένα στη μάνα του νερού!
Αφού φθάσαμε, δροσισμένοι πλέον και οι δυο μας, το ρώτηξα πως, πιστεύω να μην έχεις παράπονο, ποδήλατο μου, επαέ πού σ’ έφερα.
– Ναι, μου λέει το ποδήλατο, δεν έχω να πω για τη δροσεράδα, ούτε για τα γάργαρα νερά πράμα!
Είντα μρε Φανούργιο μου θύμησες επαέ απού μ’ έφερες σήμερα;
Θυμάσαι μρε Φανούργιο το έτος 1964, απού δεν είχενε το χωργιό σου σταλιά νερό για να πχιούνε οι κάτοικοι ντου και αποφασίσανε ούλοι οι Γαλιανοί να πάρουνε ένα μέρος από τούτανε τα νερά;
Θυμάσαι που προβληματιζότανε πως θα το πάνε, με τόσους σάς λαγγούς και παπούργια, ίσαμε να φτάξει στη Γαλιά, χωρίς να υπάρχει κιανένα μηχάνημα;; Χωρίς κιαμιά τεχνολογία;; Χωρίς κιαμιά έξωθεν βοήθεια;;
Αυτοί όμως οι σκληροτράχηλοι, ακούραστοι, μονιασμένοι και προοδευτικοί Γαλιανοί, δεν εδιστάσανε, παρ’ όλο που δεν είχανε κιανένα σκαπτικό μηχάνημα πέρα από το κασμά και τη παλάμη!
Ακούγανε μόνο το πρόεδρο και ούλοι ντως μαζί, χωρίς να λείψει κιανείς, με τζάμπα δουλειά, τους λεγόμενους, εγγαρικούς, εβάλανε την αρχή!
Ενώ ούλες οι γυναίκες και τα κοπέλια εβοηθούσανε, πηγαίνοντας τους φαϊ, νερό και κρασί!
Θυμάσαι μρε Φανούργιο πως σε πολλά σημεία το βάθος του χαντακιού απ’ όπου περνάγανε τσι σωλήνες, ήτονε πολύ περισσότερο από το ύψος του ανθρώπου;
Θυμάσαι μρε Φανούργιο πως είχανε και άλλες δυσκολίες, γιατί και τ’ άλλα χωργιά που γειτνιάζανε, το θέλανε ετούτονα το νερό;
Οι Γαλιανοί όμως εξεπεράσανε, ούλες αυτές τσι δυσκολίες, όπως και πολλές άλλες, γιατί ήτονε μονοιασμένοι, όσο ποτέ άλλοτε!
Με την ομόνοια αυτή και την υπεράνθρωπη προσπάθεια, αλλά και τη τεχνική των υδραυλικών και τη προσπάθεια των φουρνελάδων και ξυλοκόπων, επήγανε τελικά με απόλυτη επιτυχία στο χωργιό σου, μρε Φανούργιο, αρτεσιανά, πεντακάθαρα νερά!
Επήγε επιτέλους με φυσική ροή το νερό, από τον Απόλυχνο, στη Γαλιά!
Ήτονε ετότε σας, ίσως το μοναδικό χωργιό, που καμάρωνε για το πεντακάθαρο νερό ντου!
Ενώ ούλοι μαζί εσκάψανε, σε ούλους τσι δρόμους χαντάκια και βάλανε σε ούλα τα σπίθια του χωργιού σου, τη δικιά ντου βρύση στο κάθ’ ένα!
Φυσικά από κείνη δά τη μέρα και ύστερα, ήλλαξε η ψυχολογία, η εμφανισιακή όψη και η οικονομία τση Γαλιάς.
Εξεφύγανε από το σταμνί και τσι βρομιές και ούλοι ντως απολαμβάνανε το πεντακάθαρο νερό, αλλά και τα κηπευτικά και φρούτα, καθώς και τους ίσκιους των δέντρων.
Μαζί με το νερό στο σπίτι μέσα, εμπήκενε και ο πολιτισμός!
– Καλά λοιπόν μρε ποδήλατο μου, δεν ήκαμα, που σ’ έφερα επαέ, για να θυμηθούμενε μαζί παλιές και καλές αναμνήσεις;
– Καλά ήκαμες μρε Φανούργιο και μ’ έφερες επαέ πέρα!
Το χάρηκα και εγώ απού δροσίστηκα!
Μα είντα μρε Φανούργιο να σου πω, μ’ εκείνα να απού γροικώ, ετούτανέ τα χρόνια;
Μα είναι αλήθεια κοντό Θέ μου, πως εγεμώσανε οι σωλήνες από τη Μάνα του νερού, ρίζες και δε πάει πια στο χωργιό σου σταλιά νερό;
Μα δικαιολογάται αυτή η κατάσταση, με τόσα νά μηχανήματα απού υπάρχουνε σήμερα;
Ενώ μαθαίνω πως το μισό καιρό το χωργιό σου δεν έχει νερό, αλλά και αυτό που έχει, όπως λένε καμπόσοι, δεν είναι πόσιμο;
Είντα θες εδά να χοροπηδώ από τη χαρά μου;
Όσο εχάρηκα και ετότες σας, απού δεν επρολάβανε οι Γαλιανοί να το χαρούνε, το τζάμπα ντως νερό και τους πρόλαβε η νέα τάξη πραγμάτων και το ακριβοπληρώνουνε σήμερο!
Πιστεύω μρε Φανούργιο, σε μελλοντικές μας άλλες εξορμήσεις, να με πας να θυμηθώ πιο χαρούμενες καταστάσεις απ’ ότι θυμήθηκα σήμερα!
Γιατί σήμερα, δουλεύοντας το συναίσθημα μέσα μου, βλέποντας τους ”καινούργιους Παπάδες να κρατούνε άλλα χαρθιά”, απ’ ότι θά ‘πρεπε να κρατούνε, καθόλου δεν ευχαριστήθηκα τη βόλτα ετούτη να!