Κείμενο – Φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Πάντα μου άρεσε να παρατηρώ πόρτες και παράθυρα σε παλιά πετρόχτιστα σπίτια, που ήταν τα σπίτια των παππούδων μας.
Έτσι σκέφτηκα να γράψω δυο λόγια για αυτές τις πόρτες, μια και πολλοί νέοι δεν τις έχουν προσέξει ιδιαίτερα.
Πόρτες κεντρικές, υπήρχαν μονόφυλλες αλλά και δίφυλλες. Πόρτες που ήταν μονοκόμματες, και πόρτες που είχαν επάνω τους ένα μικρότερο πορτάκι το λεγόμενο «παραπόρτι».
Οι πόρτες παλιά αν και ξύλινες, δεν στερεώνονταν σε ξύλινα κουφώματα, αλλά σε πέτρινα.
Οι κάθε πόρτα στηριζόταν επάνω σε πέτρινα πελέκια όρθια χτισμένα δεξιά αριστερά. Οι πέτρες αυτές λεγόταν «πορτομάγουλα» ή και «παραστάτες». Τα πιο συνηθισμένα πορτομάγουλα ήταν συνήθως 1,80 ύψος. Υπήρχε επίσης πέτρινο «|κατώφλιο» και πέτρινο «ανώφλιο», που ήταν είτε ίσιο είτε καμπυλωτό, ανάλογα την πόρτα. Το καμπυλωτό ανώφλι, γινόταν συνήθως με τρείς πελεκητές πέτρες, καμιά φορά με δυο, και σπάνια με μια μονοκόμματη πέτρα. Αν ήταν να γίνει μονοκόμματο, από μία πέτρα, αυτή θα έπρεπε να είναι αρχικά πολύ μεγάλη, τουλάχιστον 1,5 μέτρο μήκος και 50 εκ πλάτος για να μπορεί να πελεκηθεί κατάλληλα. Πατούρα για να κοντράρει η πόρτα, είχαν τα δύο πορτομάγουλα, και το κατώφλιο, ενώ το ανώφλιο δεν είχε.
Σε πολλά παλιά σπίτια ή αρχοντόσπιτα η καμπύλη του ανώφλιου που είχε τρείς πέτρες, στην μεσαία πέτρα συνήθιζαν να βάζουν παραστάσεις. Ο μάστορας πελεκούσε το οικόσημο του σπιτιού, ή άλλα σχέδια. Βέβαια μπορούσε να σκαλιστούν σχέδια ή γράμματα, ακόμα και στην περίπτωση που το ανώφλιο ήταν μια μονοκόμματη ίσια πελεκημένη πέτρα. Το οικόσημο συνήθως είχε σχέση με το επάγγελμα. Μπορούσε να υπάρχουν έτσι διάφορα σχήματα εικόσημων, όπως μια άγκυρα αν ήταν ναυτικός, ένα στάχυ αν ήταν αγρότης, ένας λύκος ένας σκύλος ή μια πέρδικα αν ήταν κυνηγός, κλπ. Άλλες φορές σκάλιζαν τα αρχικά του ονόματος του ιδιοκτήτη, άλλοτε μια ημερομηνία κτίσεως του σπιτιού, ή τα αρχικά Ιησούς Χριστός «Ι Χ» και το σημείο του σταυρού δίπλα, για να θεωρείται πως ο Μεγάλος Αφέντης του σπιτιού είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Ο μαραγκός έπαιρνε τα μέτρα του ανοίγματος του τοίχου, και έφτιαχνε την ανάλογη πόρτα. Στον τοίχο ο χτίστης έχτιζε τα στηρίγματα που θα συγκρατούσαν την πόρτα, τα λεγόμενα «μάσκουλα». Τα μάσκουλα που έμπαιναν στον τοίχο, ήταν σίδερα γωνιακά όσο το δάχτυλο, με ορθή γωνία μυτερή 5 εκατοστά από την μια, και από την άλλη 15 με 20 εκατοστά, και μυτερά, όπου στερεώνονταν πολύ καλά, για να αντέχουν το βάρος της πόρτας. Το κάτω μάσκουλο έμπαινε στους 40 πόντους από το έδαφος, ενώ το επάνω στους 1, 40. Ο μαραγκός αφού θα έχει πάρει τα μέτρα και έχει φτιάξει την πόρτα, θα την φέρει να την ακουμπήσει επιτόπου στη θέση της. Θα τη στηρίξει επάνω σε δυο ξυλάκια για να ανασηκωθεί λιγάκι, και να μην βρίσκει ανοίγοντας. Στο ίδιο ύψος που είναι στερεωμένα τα μάσκουλα, θα βάλει αντίστοιχα στην πόρτα τα δυο μεταλλικά στηρίγματα που λέγονται «μεντεσέδες», με άνοιγμα τρύπας ανάλογο με τα μάσκουλα. Οι μεντεσέδες ήταν δυο στενόμακρα λαμάκια με τρύπες για να μπαίνουν τα καρφιά ώστε να στερεώνονται στην πόρτα, και σωληνωτά στην άκρη για να θηλυκώνουν με τα μάσκουλα, και να περιστρέφεται ελεύθερα η πόρτα Οι πόρτες για να μένουν σταθερές στο κλείσιμό τους, είχαν τον «κάτω σύρτη» και τον «πάνω σύρτη» που ήταν πάντα μεταλλικοί. . Κάθε μονόφυλλη ή δίφυλλη παλιά πόρτα, με παραπόρτι ή όχι, έχει πίσω της ένα σίδερο για να την κοντράρει στον τοίχο, και να είναι είτε κλειστή. Ο μηχανισμός αυτός λέγεται «κοντομερί». Το κοντομερί αυτό, που είναι ένα στην ουσία ένα στενόμακρο μακρύ σίδερο, με μικρή ορθή γωνία σαν γάντζο 5 εκατοστών στην άκρη μια κυκλική θηλιά στην άλλη. Μπορούσε να κρέμεται είτε πίσω από την πόρτα, είτε απέναντι στον τοίχο. Όταν ήθελαν να κλείσουν την πόρτα, το ανασηκώνουμε και πέρναγε ο γάντζος του στο σταθερό δαχτυλίδι, που τις περισσότερες φορές, ήταν στερεωμένο στον τοίχο ακριβώς από πίσω, και στο ίδιο ύψος. Όπως ο χτίστης ήταν υποχρεωμένος να χτίσει εκ των προτέρων τα στηρίγματα της πόρτας, δηλαδή τα μάσκουλα, έτσι έπρεπε να χτίσει και στηρίγματα του κοντομεριού.
Υπήρχαν επίσης τρύπες στις πέτρες επάνω στο ανώφλι και κάτω στο κατώφλι, για να μπαίνει ο σύρτης και να ασφαλίζει καλά η πόρτα, τις οποίες τρύπες έφτιαχνε με το σφυρί και το βελόνι ο μαραγκός επιτόπου, αφού τοποθετούσε τους δύο σύρτες.
Θα πάρει επίσης ο μαραγκός και μέτρα και για τον χαλκά που θα στηριχτεί το κοντομερί. Πολλές μονόφυλλες πόρτες είχαν επάνω και ένα μικρό πορτάκι που λεγόταν «παραπόρτι», ενώ οι δίφυλλες δεν είχαν. Το παραπόρτι που ήταν πάνω από 1 έως 1,10 μέτρο από το έδαφος, άνοιγε ανεξάρτητα, και εκεί επάνω έμπαινε και η κλειδαριά, που παλιά βέβαια ήταν πολύ μεγάλη όπως και το κλειδί.
Το κλειδί μονάχα ζύγιζε σχεδόν μισό κιλό, και ήταν είτε σωληνωτό, είτε μασίφ. Αν ήταν σωληνωτό, η κλειδαριά θα είχε αντίστοιχο καρφί στη μέση σαν οδηγό. Αν ήταν μασίφ, θα είχε η κλειδαριά σωληνωτό οδηγό, και αυτά για να κρατάει κόντρα. Οι παλιές κλειδαριές έκαναν δυο ή τρείς στροφές, και κλείδωναν πολύ καλά.
Η πόρτα είτε μονόφυλλη είτε δίφυλλη, από την μέσα μεριά, είχε το λεγόμενο «μάνταλο» από αριστερά, και στα δεξιά είχε τη «φωλιά του μαντάλου». Το μάνταλο ήταν ξύλινο, και πολύ σπάνια σιδερένιος σύρτης. Δυο ξύλινα οριζόντια ταβλιά πάνω κάτω καρφωμένα σαν οδηγό, είχαν ανάμεσα τους ένα συρόμενο ξύλο, πιάνοντας το από ένα ταβλάκι καρφωμένο επάνω σαν χερούλι. Το συρόμενο μάνταλο, είτε θα κόντραρε στον τοίχο, για να ασφαλίζει η πόρτα, είτε αν δεξιά υπήρχε η άλλη δίφυλλη πόρτα, θα είχε και τη φωλιά με παρόμοια επάνω κάτω ταβλιά, με κόντρα στη μέση.
Έτσι λοιπόν, όταν κάποιος έπρεπε να φύγει και ήθελε να ασφαλίσει το σπίτι του, έπρεπε φεύγοντας να βάλει αρχικά τους σύρτες πάνω κάτω από μέσα. Να βγει στην συνέχεια έξω και να ανοίξει το πορτομάγουλο, να βάλει το χέρι του να σπρώξει και να κλείσει το μάνταλο. Στην συνέχεια να κλείσει και το πορτομάγουλο και τέλος να στρίψει δυο ή τρείς φορές το κλειδί της κλειδαριάς! Οι πόρτες οι παλιές ήταν πολύ ασφαλείς για την εποχή τους και δεν παραβιάζονταν εύκολα. Οι κλειδαριές ήταν μεσαίες 20 Χ 20 ή μεγάλες 30 Χ 30 εκατοστά και ζύγιζαν σχεδόν ένα κιλό η κάθε μια! Κάποιες κλειδαριές είχαν απέξω και μια γλώσσα σαν χερούλι όπου ανασήκωναν και μαντάλωνε από μέσα προσωρινά την πόρτα να μην την ανοίγει ο αέρας. Όλα τα μεταλλικά μέρη της πόρτας, στηρίγματα σύρτες, κοντομερί, γάντζοι, χαλκάδες, κλειδιά αλλά και κλειδαριές με τα ελατήρια της, όλα αυτά τα έφτιαχνε ο σιδεράς της εποχής! Ένα μεροκάματο ήθελε ο κάθε σιδεράς να φτιάξει μονάχα την κλειδαριά, και άλλο ένα τα υπόλοιπα εξαρτήματα! Σήμερα βέβαια δεν υπάρχουν πλέον τέτοιοι μαστόροι που να φτιάχνουν κλειδαριές και κλειδιά τέτοιου τύπου.
Για να φτιαχτεί μια κλειδαριά, κοβόταν από το μέταλλο πρώτα μια μεταλλική πλάκα και εκεί επάνω στερεώνονταν τα εξαρτήματα.
Απέξω στην πόρτα υπήρχε ένα στρογγυλό μεταλλικό δαχτυλίδι με 10 εκ διάμετρο, όπου κρεμόταν από χαλκά, ο οποίος ήταν στερεωμένος στην πόρτα, και ήταν το χερούλι της. Από το δαχτυλίδι αυτό, έπιαναν την πόρτα και την τραβούσαν για να ανοιγοκλείνει. Άλλες πόρτες, κυρίως οι κεντρικές, είχαν ένα μεταλλικό χεράκι ή μια μεταλλική γλώσσα, και με αυτό χτύπαγαν την πόρτα για να τους ανοίξουν. Τα κρεμαστά χερούλια για να ανοίγεται μια πόρτα, τα λέγανε «κερκέλια» ή «κρικέλια». Υπήρχαν και πιο απλά χερούλια σε σχήμα «Π» ή ημισφαιρικά αντί για λαβή με κοντά άκρα. Τα πλουσιόσπιτα πάντως, έξω από την πόρτα και κάτω δεξιά, είχαν τον «παπουτσοκαθαριστή». Ήταν μια λαμαρίνα 10 ύψος Χ 15 πλάτος, στερεωμένη όρθια στο έδαφος, και σε αυτήν καθαρίζανε τα παπούτσια τους, καθότι οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι, και τον χειμώνα τα παπούτσια γέμιζαν λάσπες.
Η λαογραφία μας για την πόρτα, το κλειδί και τον μάνταλο
Πολλές παροιμίες ή φράσεις είχε ο λαός μας για τις κλειδαριές:
«Βάλε μάνταλο στην πόρτα να κοιμάσαι ξένοιαστος».
«Είναι της πόρτας μάνταλος και της αυλής δραγάτης»
«Κλείδωνε το σπίτι σου για να μην βγάλεις κλέφτη τον γείτονα σου»
Είχαμε και ένα κάποια αίνιγμα:
«Κλειδώνω μανταλώνω κι ο κλέφτης είναι μέσα». (Ήλιος).
Υπήρχαν φυσικά και πολλές μαντινάδες:
«Θα βρω το ν-τρόπο σκέψη μου και θα σε μανταλώσω
να μη ντη φέρνει στο μυαλό, του πόνου να γλιτώσω».
«Με της καρδιάς σου τα κλειδιά, ανοίγει κι η δικιά μου
και με τα μάτια σου τα δυο βλέπουν και τα δικά μου»
«Σαν το κλειδί στην κλειδαριά, ταίριαξες στην καρδιά μου
εκλείδωσες και έμεινες για πάντα η κερά μου»
Ακόμα παλιά ο λαός της Κρήτης, καμιά φορά μιλούσε αλληγορικά όταν αναφερόταν στο κλειδί που κρεμόταν στον κόκαλο(στο πλάι του γομφού) κάποιου. Ήταν βέβαια αρκετά βαρύ από μόνο του ένα κλειδί, που ήταν συνήθη η εικόνα να είναι κρεμασμένο στη ζώνη κάποιου, ή κάποιας ηλικιωμένης γιαγιάς. Πολλές φορές σε κάποια ειδική περίπτωση, έλεγαν στη παρέα της γειτονιάς,την γνωστή φράση:
«Γιάντα μωρέ βγιάζεται να παντρευτεί, μπας και τον έκοψε το κλειδί στο κόκκαλο»;
Εδώ ο λαός πειραχτικά, εννοούσε:
«Πού πάει ο άνθρωπος να ζητά γυναίκα χωρίς σπίτι»;
Βλέπεις το σπίτι ήταν βασική προϋπόθεση για να ζητήσει γυναίκα ένας άνδρας.
Ο νέος έπρεπε πρώτα να χτίσει το σπίτι του, να βάλει τα πορτοπαράθυρα, τα έπιπλα, να χτίσει το τζάκι του με την καμινάδα, και μετά να πιάσει να ζητήσει γυναίκα! Βέβαια το τζάκι για ένα ανεξήγητο λόγο, το έφτιαχναν στην κουζίνα, και πάντα από την αριστερή πλευρά του δωματίου.
Πάντα, από παλιά έβαζαν πόρτες σε όλα τα δωμάτια. Δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, γιατί οι βοριάδες τον χειμώνα χτυπούσαν αλύπητα, και φυσικά έμπαινε και το κρύο. Για να μην μπει πόρτα σε ένα δωμάτιο, θα έπρεπε να είναι γωνιακό και να μην το πιάνει ο αέρας. Η μόνη περίπτωση πάντως να μην μπει πόρτα σε ένα δωμάτιο, ήταν συνήθως το βοηθητικό κουζινάκι της νοικοκυράς, που λεγόταν και «μουτουπάκι» (mutup τούρκ) . Εκεί οι γυναίκες μαγείρευαν πρόχειρα φαγητά, είτε γιατί έβγαζαν κάπνα, είτε έντονη μυρωδιά όπως τα τηγανητά ψάρια κλπ. Ακόμα εκεί είχαν τη σκάφη για το πλυσταριό τον χειμώνα. Εκεί λοιπόν στο μουτουπάκι αυτό, τις περισσότερες φόρες, αντί πόρτας κρεμόταν μια κουρελού, για να διευκολύνει στο μπες βγες.
Ίσως από εκεί να έχει επικρατήσει και η γνωστή φράση που λέμε ακόμα και σήμερα σε κάποιον, όταν συνεχώς αφήνει τον χειμώνα την πόρτα ανοιχτή :
«Μα κουρελού είχατε στο σπίτι σας, και δεν κλείνεις ποτέ σου την πόρτα»;