Της Ζαμπίας Λαζανάκη*
Ζούσε σε ένα υπέροχο λεμονοδάσος μια Λεμονιά μαζί με άλλες λεμονιές!
Όλες οι λεμονιές ίσιωναν τα κλαδιά τους να καθίσουν τα πουλιά να κελαηδήσουν.
Όλες εκτός από τη Λεμονιά που δεν αγαπούσε τα πουλιά…
Κουνούσε τα κλαδιά της και κανένα πουλί δεν ξαπόσταινε στον ίσκιο της.
“Μα άφησε τα πουλιά. Μη τα διώχνεις”. Έλεγαν οι άλλες λεμονιές.
“Όχι, είναι δικά μου τα κλαδιά.
Δεν τα δίνω σε κανένα”.
Όλες οι λεμονιές άπλωναν τις ρίζες τους σαν χάδι μέσα στη γη, άνθιζαν και μεγάλωναν.
Όταν ήρθε ο καιρός να δώσουν τα άνθη που έγιναν λεμόνια έσκυβαν τα κλαδιά τους, να τα φτάσουν οι άνθρωποι, να τα ζεστάνουν με τα χέρια τους.
Όλες, εκτός από τη Λεμονιά που τέντωνε τα κλαδιά της τα ύψωνε τόσο πιο ψηλά όσο να μην μπορεί κανείς να κόψει τον καρπό της.
“Μα τί θα τα κάνεις τόσα λεμόνια;
Άσε τους ανθρώπους να κόψουν”
Της ψιθύριζαν με τα φύλλα τους οι άλλες λεμονιές.
“Όχι, είναι δικά μου τα λεμόνια τα θέλω μόνο για μένα “.Έλεγε η Λεμονιά.
Και έπεφταν κάτω οι καρποί και γινόταν ένα με το χώμα…
Δεν αξίζεις να είσαι εδώ της είπαν μια μέρα τα πουλιά και μαζεύτηκαν όλα ,την άρπαξαν με τα ράμφη τους, την ξερίζωσαν και την πήγαν στην αυλή ενός νηπιαγωγείου…
Χάρηκε η Λεμονιά.
“Επιτέλους μόνη” είπε…
Το επόμενο πρωί άνοιξε μια πόρτα από γυαλί και ξεχύθηκαν γύρω της ένα σωρό μικρά ανθρωπάκια.
“Πω πω! Τι φασαρία είναι αυτή.
Μα τι κάνουν; τραγουδάνε;
Χορεύουν; Παίζουν;
Κι αυτό το παιδί γιατί κρεμιέται στα κλαδιά μου;
Δεν μου έφταναν τα πουλιά”.
Έτσι τη μισή ημέρα η Λεμονιά θύμωνε που την ακουμπούσαν τα παιδιά, που έκαναν κούνια στα κλαδιά της, που μάζευαν τα φύλλα της, που έπαιζαν με τα λεμόνια της, που τα έκαναν χυμό και την άλλη μισή ήταν μόνη…στο κέντρο μιας αυλής.
Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη και μετά το καλοκαίρι, το σχολείο έκλεισε και τώρα η Λεμονιά ήταν μόνη ολημερίς.
Τόσο καιρό συνήθισε τα παιδιά και τώρα της έλειπαν, της έλειπαν πολύ.
“Αχ! μακάρι να ξανάρθουν τώρα δε θα θυμώνω, θα πάρω τις φωνούλες δροσοσταλιές στα φύλλα μου και τα χεράκια τους κλαδιά δικά μου θα τα κάνω και τα λεμόνια μου γι αυτά τα μεγαλώνω”.
Ξαφνικά, μια μέρα φθινοπωρινή άνοιξε μια πόρτα από γυαλί και τα παιδιά ήρθαν και αγκάλιασαν τη Λεμονιά και η Λεμονιά έσκυψε, άπλωσε τα κλαδιά της και τα αγκάλιασε κι εκείνη…
* Η Ζαμπία Λαζανάκη είναι Νηπιαγωγός και συγγραφέας παιδικών βιβλίων