Του Γιώργου Γκιώνη*
Κάθε Παρασκευή με το τελευταίο κουδούνι, κλειδώνω την τάξη και υπόσχομαι στον εαυτό μου πως για δυόμισι μέρες δε θα αναφέρω τη λέξη «σχολείο», δε θα φέρω ούτε σαν σκέψη όλα αυτά που έγιναν μες στην εβδομάδα, δε θα συζητήσω κανένα εκπαιδευτικό θέμα. Κι αν ένας άγνωστος με σταματήσει στον δρόμο και με ρωτήσει τι δουλειά κάνω (τα παλιά χρόνια σε σταματούσαν και σου χάριζαν λουλούδια, τουλάχιστον στις διαφημίσεις) θα δηλώσω άνεργος ναυτικός ή απολυμένος δημοσιογράφος ή οτιδήποτε μου έρθει εκείνη τη στιγμή μπας και αποφύγω τις επόμενες ερωτήσεις «Δάσκαλος;», «σε τι τάξη κάνετε μάθημα;» και κυρίως «πώς είναι τα σχολεία τώρα με την κρίση;».
Παρασκευή: έχω αποφύγει επιδέξια την τσάντα με τα φυλλάδια που συμπλήρωσαν οι μαθητές μου και θα μείνουν αδιόρθωτα ως την Κυριακή το απόγευμα και δεν έψαξα καθόλου πού είναι η τσάντα με τα βιβλία – το διάβασμα μπορεί να περιμένει, θα έπρεπε να λέει εκείνο το παλιό τραγούδι και όχι ο παράδεισος. Για τα κλειδιά της εξώπορτας του σχολείου και της τάξης μου, ούτε λόγος.
Γύρω στις 9 το βράδυ είχαν ήδη φτάσει οι πίτσες, κατέβαζα μια μπύρα και ήμουν έτοιμος να απολαύσω μια ταινία. Την είχε διαλέξει η γυναίκα μου και ήταν από τις υποψήφιες για Όσκαρ. Ένα κλειστοφοβικό παραμύθι που πατάει όμως στην πραγματικότητα δεν εστιάζει στους καλούς και στους κακούς, στο έγκλημα, την καταδίωξη και στο τέλος την τιμωρία. Ξεφεύγοντας πολύ από αυτό που οι πάντες έχουν συνηθίσει να αποκαλούν «αμερικανιά», σημαδεύει με τον φακό τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων που βιώνουν μια δύσκολη κατάσταση.
Και τότε άρχισαν όλα: Έβλεπα τα μάτια του Τζακ, του πιτσιρικά που είναι έγκλειστος στο δωμάτιο μαζί με τη μητέρα του κι έφερνα στο μυαλό τα μάτια του Κωνσταντίνου που για λόγους που δε θέλει να μοιραστεί με κανέναν, έχει τον τελευταίο καιρό μια έκφραση σαν να φοράει μια μάσκα θλίψης. Ο πατέρας του ταξιτζής, που βρίσκει χρόνο και τον βλέπει στο σχολείο όποτε έχει κούρσα στην περιοχή. Η μητέρα του άνεργη πηγαινοέρχεται από το πρωί στο κέντρο της Αθήνας, μοιράζοντας άλλοτε βιογραφικά κι άλλοτε φυλλάδια διαφημιστικά. Οι δυο τους χωρισμένοι και ο Κωνσταντίνος με τη μάσκα θλίψης μαζί και τους ανεξήγητους λόγους που λέγαμε.
Πίνω μια γουλιά μπύρα και μετά η Μπρι Λάρσον στην ταινία αγωνιά για την τύχη του παιδιού της. Όπως, ακριβώς εκείνος ο πατέρας, που τον καλέσαμε στο σχολείο να του πούμε πως ο γιος του χτύπησε στο διάλειμμα. Κάποιος τον έσπρωξε κι έπεσε με το κεφάλι προς τα πίσω, έσκασε ανάσκελα κι ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα χειρότερο, αλλά δε ζαλίζεται. Ήταν όμως κεφάλι, οπότε πρότεινα να τον πάει κάποιος στο νοσοκομείο.
Ρωτούσα τον μικρό πώς τον λένε, πόσα αδέρφια έχει, τάχα από ενδιαφέρον, έκλεινα το μάτι στον πατέρα, «σωστά τα λέει» μου έγνεφε εκείνος και στο τέλος κατέληγα με ύφος λίγο Grey’s Anatomy και πιο πολύ Doctor House να πω: «Για καλό και για κακό, να τον πάτε στο Κέντρο Υγείας». Ο πατέρας όμως απέφευγε να πει «ναι» ή «όχι» κι έπρεπε να τους δω να απομακρύνονται με τα πόδια, για να καταλάβω. Τους πρόλαβα λίγο πριν το φανάρι.
– Δεν είναι σωστό να πάει το παιδί σπίτι με τα πόδια. Στην κατάσταση που είναι… Έχω το αυτοκίνητο στη γωνία, ελάτε…
– Αν δε σας κάνει κόπο, μου είπε ο πατέρας, ενώ ο μικρός ισχυριζόταν πως δε ζαλίζεται και μπορεί να περπατήσει.
Προσπαθούσα να μη δείξω πως βιάζομαι και να υπολογίσω πόση ώρα θέλει μέχρι να τελειώσει το διάλειμμα κι αν θα προλάβω να είμαι πίσω στην ώρα μου, πριν μαζευτούν τα παιδιά έξω από την κλειδωμένη τάξη, σπρώχνοντας και συμβεί τίποτε χειρότερο.
– Είχα αυτοκίνητο, με διέκοψε ο πατέρας και ο μικρός είχε κατεβάσει το κεφάλι.
– Ναι… είπα και περίμενα.
– Ήταν της Εταιρίας που δούλευα και…
– Κατάλαβα, είπα και κοίταξα ξανά τον μικρό μαθητή μου.
– Πώς τα πάει με τα μαθήματα; με ρώτησε ο πατέρας ακριβώς ένα στενό πριν φτάσουμε.
– Είναι πολύ καλός, είπα ξερά, δεν μπορούσα να βρω και άλλες λέξεις, μόνο στο τέλος είπα τυπικά «να πάνε όλα καλά» εννοώντας να μην έχει τίποτε σοβαρό το παιδί κι εκείνος να βρει δουλειά.
Όταν ξαναμπήκα στην τάξη, περίμενα τα πάντα. Ακόμα και να πέσει ο ουρανός πάνω στο κεφάλι μου, όπως φοβούνται στις ιστορίες του Αστερίξ. Υπήρχε μια ανεξήγητη ησυχία. Αναρωτιόμουν αν είχαν μάθει τι έγινε.
Η Νάνσι, η μαθήτρια μου από τη Νιγηρία, πιο εκδηλωτική με αγκάλιασε και τα υπόλοιπα παιδιά έρχονταν προς το μέρος μου.
– Κύριε, σας αγαπάμε.
– Γιατί; Είπα με τον ίδιο κόμπο που είχα στο στομάχι και όταν τέλειωνε η ταινία.
Γιατί είστε ο δάσκαλός μας. Απλά.
* Ο Γιώργος Γιώτης είναι διευθυντής σε δημοτικό σχολείο. Τον συναρπάζουν η λογοτεχνία, η ιστορία, ο κινηματογράφος και η μουσική.
Το άρθρο το διαβάσαμε εδώ