Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Ήτανε, θυμούμαι, Μεγάλη Παρασκευή κι εγώ βρισκόμουνα σ’ ένα χωριό της Μεσσαράς, με μπιστεμένους φίλους.
Το βράδυ, επήγαμε στην εκκλησία για τον Επιτάφιο.
Άθρωπος γεννημένος δεν είχε πομείνει στο σπίτι του, όλοι στην εκκλησιά ήσανε μαζωμένοι, για να προσκυνήσουνε το Χριστό και να περάσουνε τρεις φορές κάτω από τον Τάφο Του.
Γιατί, σε τούτα τα χωριά, είναι κρίμα μεγάλο να μη κλάψεις το νεκρό, κι ας είναι ο Θεός σου.
Από τη χαρά, πιτρέπεται η απουσία, από τον πόνο όχι.
Βουτηγμένος στη βαθειά κατάνυξη, άκουγα τα Εγκώμια κι ανατρίχιαζα, γιατί δεν τα ψέλνανε στόματα αθρώπων, μα οι ίδιες οι ψυχές τους.
Την ώρα που άκουγα, εκστασιασμένος το ”ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατο μου Τέκνον πού έδυ σου το κάλλος”, αιστάνθηκα κάποιον να με σκουντά.
Ήτανε ο τροζός του χωριού.
Αξιολάτρευτος άθρωπος, που μ’ άρεσε να τον έχω δίπλα μου κάθε που καθόμουνα στο ντουκιάνι, γιατί μου θύμιζε πως οι μεγάλες αλήθειες βρίσκονται καταχωνιασμένες στην ψυχή των τροζών, μόνο που οι κακομοίρηδες δεν κατέχουνε τον τρόπο να τις αποκαλύψουνε και πρέπει να τις ανακαλύψεις αμοναχός σου.
”Μπάρμπα, έχω μαζωμένο ένα κοσάρικο, να μου δώκεις θες άλλο ένα;” μου ψιθύρισε στ’ αφτί ξανοίγοντας με στα μάθια σαν το μικιό κοπέλι απού εκδηλώνει τη λαχτάρα του.
Περσσότερο για να μ’ αφήσει ήσυχο στην περισυλλογή μου, του ‘δωσα ένα χαρτονόμισμα και όσα κέρματα εβρήκα στην τσέπη μου, σίγουρος πως θα τα ‘κανε ρακές στο ντουκιάνι.
Ετελειώσανε τα Εγκώμια και ήρθε η ώρα που ο Σταυρός θα ‘βγαινε στην πλειοδοσία.
Είναι έθιμο σε πολλά χωριά της Κρήτης, κατά την περιφορά του Επιταφίου, να προπορεύεται βαστώντας τον Σταυρό, ο χωριανός που θα πρόσφερε τα περσσότερα λεφτά στην εκκλησιά.
Πιότερο για το αντέτι γίνεται και όχι για τα λεφτά, για τούτο και οι προσφορές των χωριανών μικρές είναι.
Άρχισε ο παπάς τη διαδικασία της πλειοδοσίας.
Δέκα ευρώ επρόσφερε ο ένας, δεκαπέντε ο άλλος, είκοσι ο τρίτος, στα τριανταπέντε ευρώ πήρε αναπνιά ο παπάς.
”Σαρανταεφτά” ακούστηκε μια φωνή από τα πίσω στασίδια.
Όλοι εκαταλάβανε ποιός εφώνιαξε.
Ο τροζός του χωριού.
Για δευτερόλεπτα κιανείς δεν εμιλούσε, μόνο όλοι εξανοίγανε τον τροζό, που βαστώντας ψηλά τη χέρα του με τα λεφτά, άνοιγε δρόμο πλησιάζοντας τον παπά.
Εκείνη τη στιγμή εσυνειδητοποίησα γιατί αγαπούσα και εξακολουθώ να αγαπώ τους αθρώπους του συγκεκριμένου μεσσαρίτικου χωριού.
Κανένας χωριανός δεν άνοιξε το στόμα του για να προσφέρει μεγαλύτερο ποσό από αυτό που εκράθιε στη χέρα του ο τροζός.
Κι ας κατέχανε όλοι πως θα μπορούσε το ποσό να ανεβεί πολύ ψηλότερα.
Στα δευτερόλεπτα που περάσανε ίσαμε να φτάξει ο τροζός στον παπά, συνέβη η αποθέωση της μεγαλοσύνης των χωριανών.
Χέρια με λεφτά εμφανιζόντουσαν και τα δίνανε στον τροζό με την κουβέντα ”δώσε και τούτα νε”.
Με σαρανταεφτά ευρώ εξεκίνησε τα ζάλα του στην εκκλησιά ο τροζός, ”εφτακόσα ογδόντα” εφώνιαξε ο παπάς σαν τα ‘πιασε στη χέρα του και τα μέτρησε. Κι ευτύς επρόστεσε ”χίλια με τα δικά μου”.
Σαν του μωρού ετρέχανε τα μάθια του τροζού μόλις αγκάλιασε το Σταυρό και έμπαινε επικεφαλής της περιφοράς του Επιταφίου.
Εσκέφτηκα πως, μετά τα δάκρυα της Παναγίας στο Σταυρό του Γιού της, τα δάκρυα ετούτου του τροζού ήτανε τα πιο πονεμένα.
Και εδάκρυσα κι εγώ.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς