Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Δε θυμούμαι μήτε μια φορά που να πήγα στα Ζωνιανά και να μην επέρασα από το κονάκι του Καράγιωργα και της κεράς του της Ισμήνης, για να μεταλάβω Αγάπη.
Θέλω δε θέλω, αμοναχά τους τα ζάλα μου εκειά με σέρνουνε, γιατί ανίκητη είναι η πεθυμιά μου ν’ αποδείξω σ’ όλο το ντουνιά, μα πρώτα στον απατό μου, πως υπάρχουνε Αγάπες, χάρη στις οποίες ξακλουθά να γυρίζει η γης.
Μια φορά όλη κι όλη επήγα στο κονάκι τους και το βρήκα κλειστό, γιατί ο Καράγιωργας έτρεχε στση γιατρούς, να τονε γιατροπορέψουνε επειδή τον είχε βάλει κάτω το τσιγάρο, μ’ αυτός αρνιότανε να το παραιτήσει.
Γιατί αγαπά το το τσιγάρο ο Καράγιωργας, κι ό,τι αγαπά δεν το προδίνει που να μπουμπουρίσει ο κόσμος.
Δεν τον είχα δει ετότεσας και πολύ είχα στεναχωρεθεί.
Αιστανόμουνε πως είχα φτάσει στην Ωραία Πύλη τσ’ εκκλησάς για να κοινωνήσω, μα δεν εβγήκε ο παπάς με τ’ Άγιο Δισκοπότηρο να με μεταλάβει.
Όλες τσ’ άλλες φορές τονε βρίσκω και σιμά του βρίσκω και τη ζωή του, την κερά Ισμήνη.
Μοναχά αυτοί κι ένας Θεός κατέχουνε πόσο ευτυχισμένος γίνομαι κάθε που περνώ το κατώφλι τους.
Και πόσο ουρανοπετώ ακούγοντας τους και ξανακούγοντας τους να μου δηγούνται πώς τα δυο διαφορετικά ζάλα τους εγενήκανε ένα κι από τότες ένα ξακλουθούνε να ‘ναι.
Μου δηγούνται για την παιδική αγάπη τους ξανοίγοντας ο γεις τον άλλο μέσα στα μάθια, σα να μην έχει περάσει μήτε μέρα από τότε που οι δυο διαφορετικοί χτύποι δυο διαφορετικών καρδιών, εγενήκανε ένας χτύπος μιας καρδιάς.
Ήτανε δεν ήτανε δεκατεσσάρω χρονώ μικροκοπελιά η Ισμήνη και λίγο μεγαλύτερος της, ντελικανιδάκι ο Καράγιωργας.
Ηλικίες, για τα χρόνια εκείνα, που ο πρωτοθεός Ζα εδιαφέντευε τα Ζωνιανά, το θρονοχωριό του, ήσανε το κατώφλι για το στήσιμο μιας καινούργιας φαμελιάς.
Εβροντούσανε και οι δυο καρδιές των κοπελιών στον ίδιο ρυθμό, εγατέχανε και οι δυο τους ίντα επεθύμα ο άλλος, ονειρογηρεύανε και οι δυο τη στράτα απου θα τους έφερνε κοντά.
Αμάθητος από ερωτιές και καρδιοτερτίπια ο Καράγιωργας, δεν εγάτεχε πώς να φανέρωνε τα αιστήματα του στην ονειροκοπελιά του.
Επροσπάθιε να το κάμει καραδοκώντας κάθε μέρα στη βρύση του χωριού, ίσαμε να δει την Ισμήνη με το σταμνί στον ώμο.
Και σαν την εθώριε, εντάκερνε να πετά πετραδάκια στο σταμνί, πιστεύοντας πως ετσά ξωμολογούντανε τη φωθιά απου εκαρβούνιαζε τα σωθικά του.
Μα δεν έκανε μήτε σαλεμαθιά παραπάνω, γιατί άγριο ήτανε το σόι της Ισμήνης, άγριοι οι νόμοι των Ζωνιανών, άγριος και ο Ζα απου δεν εσυγχώριε προσβολές.
Μα περίσσα άγριο ήτανε και το θεριό απού ‘χε φωλιάσει στην καρδιά του ντελικανή και δεν έλεγε να αρνέψει, όσα σιργούλια κι αν του ‘λεγε, όσα κανακέματα κιαν του ‘κανε.
Ίσαμε που, μια μέρα, το θεριό τσ’ Αγάπης επλάνταξε κι έδωσε μια και επόρισε όξω από τα φυλλοκάρδια του Καράγιωργα,
Εκράθιε κι ένα τσακάκι στη χέρα και εκοντοσίμωσε στην Ισμήνη, με το σταμνί στον ώμο.
Κόκκινος ωσάν την παπαρούνα, έπιασε με τη ζερβή χέρα του μια τούφα από τα μαλλιά τση κοπελιάς και με τη δεξά απου εκράθιε το τσακάκι και που έτρεμε σαν το φύλλο στο ξεροβόρι, έκοψε τση τρίχες απου εβάστα.
Ετσά, εκαπάρωσε την Ισμήνη !
Ημέρεψε ντελόγο το θεριό μα νελόγο ανοίξανε και τα κλουβιά πολλών άλλων ανήμερων θεριών, της φαμελιάς της κοπελιάς και ξεχυθήκανε να ξεπλύνουνε την εντροπή.
Κυνηγημένος από πιστόλια ο Καράγιωργας εξαφανίστηκε, η Ισμήνη εφυλακίστηκε στο σπίτι της, μαύρα σύννεφα εσκεπάσανε τα Ζωνιανά, αμίλητοι και με σκυμμένη την κεφαλή ήσανε όλοι οι Ζωνιανοί που εφοβούντανε μακελειό.
Μα ο θεός Ζα, έκαμε το θάμα του, διαλέγοντας τους πλιά καλούς και πιτήδειους σασμάδες, και τους έπεψε ν’ αναλάβουνε τον σασμό.
Εκαταφέρανε, τελικά, να κάμουνε πράξη την εντολή και την ευκή του Ζα οι σεβάσμιοι σασμάδες, εδιαλυθήκανε τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό των Ζωνιανών, εξαναβρήκανε την εμηλιά τους οι χωριανοί, εχωστήκανε τ’ άρματα και εγύρισε ο ήλιος ρίχνοντας όλες τσ’ αχτίνες του καταπάνω στον Καράγιωργα και στην Ισμήνη.
Πάνω από μισός αιώνας επέρασε από τότες.
Κι ακόμη οι αχτίνες του ήλιου, στα κούτελα του Καράγιωργα και της Ισμήνης σημαδεύουνε.
Κιανείς δε μπορεί να με διαψέψει, γιατί με τα ίδια μου τα μάθια τσι θωρώ, κάθε φορά απου βρίσκομαι σιμά τους και μεταλαβαίνω Αγάπη από το Άγιο Δισκοπότηρο των αμαθιών τους, καθώς ξανοίγουνε ο γεις τον άλλον και γελούνε.
Κάθε φορά που πάω στα Ζωνιανά, διαφορετική μεταλάβωση παίρνω.
Δε μεταλαβαίνω σώμα και αίμα.
Αγάπη μεταλαβαίνω.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας