Γράφει η Ειρήνη Ταχατάκη*
Οι πολέμαρχοι Κωνσταντίνος Λεράτος και Φραγκιός από τα Βορίζα Καινουργίου
Από το 1815 έως το 1820 οι δύο ήρωες ζούσαν κλέφτικη ζωή στον Ψηλορείτη. Κατάγονταν από τα Βορίζα Καινουρίου.
Ο μέν Λεράτος μοναδικός στην τόλμη και ανδρεία, έχαιρε μεγάλου σεβασμού όχι μόνο από τους ομόθρησκούς του, αλλά και από πολλούς αγάδες της Μεσαράς. Ο δε Φραγκιός ωραίος και γενναίος άνδρας, καθόταν σαν καρφί στα μάτια των Αμπαδιωτών της Μεσαράς μα και άλλων εσπέχηδων γενίτσαρων. Τότε ζούσε ο αχαλίνωτος και επιβόητος Δερβίς Αγάς ο Αμπαδιώτης που δεν άφηνε απείραχτο εύπορο Χριστιανό, ή όμορφη Χριστιανή η νέα.
Κάποια μέρα σε ενέδρα, επιτέθη κατά του Φραγκιού και του έκοψε σχεδόν το λαιμό. Νομίζοντας ότι τον θανάτωσε, έφυγε ξένοιαστος. Αλλά ο Φραγκιός που ο λάρυγγάς του δεν είχε βλάβη, κατάφερε στάζοντας το αίμα, να συρθεί τη νύχτα και να πάει σε κάποιο εμπειρικο χειρουργείο που τον θεράπευσε εντελώς σε κάμποσο καιρό. Μετά, γεμάτος μίσος κατά του δολόφονου, βγήκε στα βουνά και συνεταιρίστηκε με τον Λεράτο και έκαναν μαζί εφόδους κατά του εχθρού είτε μόνοι, είτε με ηρωικούς συντοπίτες τους και Ανωγειανούς. Ορμούσαν από τα πλάγια του Ψηλορείτη και έκαναν στους αγάδες τρομερή εκδίκηση. Σκοπός τους ήταν να πετύχουν τον Δερβίς Αγά που του έστελναν χαιρετισμούς και τον καλούσαν στα ειδυλλιακά κρησφύγετα του Ψηλορείτη για να τον … φιλοξενήσουν. Και ω του θαύματος, μια μέρα το θήραμά τους βρέθηκε στα χέρια τους.
Ο θρασύς και ακόλαστος Δερβίς Αγάς είχε μάθει πως στ’ Ανώγεια υπήρχε μια ωραιότατη κόρη, θυγατέρα του Γεωργ. Σκουλά ιερέα από τους πρώτους του τόπου.
Τόλμησε λοιπόν να την κλέψει σαν άλλος Πάρης, αλλά δίχως καράβια, μόνο με πορεία μεγάλη πάνω από τα ψηλά βουνά. Οι δύο του φίλοι όμως Λεράτος και Φραγκιός μάθανε τις προθέσεις του για απαγωγή της κόρης και του έφραξαν τον δρόμο. Ετσι ο ερωτύλος Αγάς, ρεμβάζοντας, τραγουδούσε ερωτικούς στίχους και περνούσε κατά “τις Σκάλες” του Αμιρά τα πολυδαίδαλα περάσματα και τις ατραπούς του όρους. Κι αφού οι δύο φίλοι συνεννοήθηκαν ο μεν Λεράτος έπιασε μπροστά τη θέση “πουσούνι”, ο δε Φραγκιός τοποθετήθηκε στη θέση “Σταυρός” και έτσι έβαλαν στη μέση τον οδοιπόρο, με τρόπο που ήταν αδύνατον να διαφύγει ακόμη κι αν γινόταν υψιπέτης αετός.
Μόλις λοιπόν ο Φραγκιός άκουσε το ποδοβολητό του αλόγου, σηκώθηκε αμέσως και παρατηρούσε τον τόπο. Είδε τον Δερβίς αγά να προχωρεί προς το μέρος που είχε την ενέδρα ο Λεράτος. Δόθηκε σύνθημα, αναπήδησε ο Λεράτος από τη θέση “Λεκάνη της Μηλιάς” πάνω από μια πηγή που έτρεχε και βρέθηκε μπροστά στον αναμενόμενο οδοιπόρο ενώ από τα πίσω πλησίαζε και ο Φραγκιός. Αρχισε λοιπόν μεταξύ των αντιπάλων ένας ομηρικός διάλογος που μας διέσωσε το δημοτικό τραγούδι.
“Πέζεψε δα Δερβίς αγά για να λογαριαστούμε
κι ήρθε η ώρα η καλή που δα ξεχωριστούμε.
Ηκουσα ‘γω Δερβίς αγά πως δε σε πιάνει μπάλα
και θέλω να σου παίξω μια εις τη ζερβη κουτάλα.
– Αυτά τα λόγια Κωνσταντή τα’ λεγα γω στη Χώρα
ποιον άντρα μπάλα δεν περνά ετούτηνέ την ώρα.
Μη τα πιστεύεις Κωνσταντή τα λόγια των ανθρώπω
μα σένα η μπάλα σου περνά σε τουτονέ τον τόπο…”.
Ετσι άρχισε μια μονομαχία μεταξύ Λεράτου και Δερβίς αγά ενώ ο Φραγκιός ερχόταν οπισθοφυλακή. Ο Γενίτσαρος ήταν ικανότατος και ευστροφότατος πολεμιστής. Μα και ο Λεράτος που είχε ανατραφεί με άξιους πολεμιστές του τόπου του, αλλά και με Ανωγειανούς και Σφακιανούς, δεν ήταν καθόλου κατώτερος και υπερτερούσε σε θάρρος και δύναμη. Μετά τους πρώτους πυροβολισμούς λοιπόν, ο Λεράτος πετυχαίνει τον γενίτσαρο στο στήθος μα χωρίς το τραύμα να είναι καίριο. Ετσι, μ’ ένα πήδημα πιάνει ένα βράχο σαν οχυρό κι άρχισε να σφαιροβολεί τον αντίπαλο, μάταια όμως. Οταν λοιπόν εξαντλήθηκαν οι σφαίρες του Δερβίς αγά, έβγαλε από τη βούργια του τα “εξάρια” δηλαδή νομίσματα χρυσά που κρατούσε για να φιλοδωρήσει τη νύφη μετά την απαγωγή. Αυτά λοιπόν ο Δερβίς Αγάς με μεγάλη επιδεξιότητα τα δάγκωνε και τα συνέθλιβε σαν σφαίρες. Τα έβαζε στο όπλο και πυροβολούσε μα πάλι δίχως αποτέλεσμα. Στο τέλος ο Δερβίς Αγάς αποκαμωμένος, ρίχνει μακριά το όπλο και τρέπεται σε φυγή. Τρυπώνει σε μια χαράδρα. Τότε ο Λεράτος ρίχνει από πάνω του πολλά αναμμένα κλαδιά και τον επυρπόλησε.
Ετσι τον έπνιξε στους καπνούς, και γλίτωσε η επαρχία Αμαρίου από τον φοβερό κακούργο.
Ετσι πέρασαν οι δύο Βοριζανοί φίλοι και ηρωικοί αγωνιστές τη ζωή τους, μαχόμενοι γενναία κατά του αδίστακτου κατακτητή. Το τέλος τους όμως δυστυχώς δεν διασώθηκε σε κάποιο άσμα ή σε κάποια παράδοση.
Πηγές: Ιστορία Κρήτης, Βασ. Ψιλάκη κ.α. μαρτυρίες
Εικόνα: Έργο του αείμνηστου Στάθη Στιβακτάκη (Σωμαροστάθη) από τα Βορίζια
Πηγή: archive.patris.gr