Γράφει ο Νίκος Κακοδειπνάκης
Μονόχωρο 5 Δεκεμβρίου 1963 – Αργά το βράδυ με ξημέρωμα 6 Δεκεμβρίου.
Το Μονόχωρο τότε ήταν ένα χωριό περίπου 50 – 60 κατοίκους και απόσταση 2 – 3 χιλιόμετρα από τις Μοίρες.
Τότε δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος αφού το χωριό δεν είχε οχήματα μόνο γαϊδούρια και μουλάρια.
Ο καιρός ήταν πολύ χάλια. Αστραπές βροντές και δυνατή βροχή.
Χάλαγε ο κόσμος.
Η Στυλιανή έγκυος στο μήνα της, την έπιασαν δυνατοί πόνοι.
Σημάδια γέννας!
Ο άνδρας της Αλέκος δεν ήξερε τι να κάνει μεσάνυχτα.
Τηλέφωνο δεν υπήρχε στο χωριό.
Όχημα δεν υπήρχε στο χωριό.
Τα λεπτά περνούσαν δραματικά.
Το πήραν απόφαση.
Θα πάνε με τα πόδια στις Μοίρες στο γιατρό!
Έξω έριχνε καρεκλοπόδαρα ενώ με τους κεραυνούς και αστραπές αν έπαιρναν το μουλάρι που είχαν θα φοβόταν και θα είχαν ατύχημα.
Ξεκίνησαν με τα πόδια από το κοντινότερο μονοπάτι για τις Μοίρες.
Η βροχή έπεφτε με τα σταμνιά.
Ο Αλέκος υποβασταζε τη Στυλιανή και της έδινε κουράγιο.
Ο φακός που κρατούσαν βράχηκε και έσβησε.
Δεν έβλεπαν που πηγαίνουν με τόσο σκοτάδι!
Έπεσαν αμέτρητες φορές σε λάσπες, σε λακκούβες, σε πέτρες, σε θάμνους.
Πέρασαν και με χίλια βάσανα το ρυάκι που είχε φουσκώσει αρκετά. Η πορεία ήταν δραματική. Είχαν κουραστεί και απογοητευτεί και οι δύο!!
Η Στυλιανή ποναγε, προσευχόταν, έκλαιγε, φώναζε όλα μαζί.
Μετά από ώρες ταλαιπωρίας μούσκεμα, μέσα στις λάσπες, τα αίματα από τα πεσίματα και τ’ αγκάθια καταφέρνουν να φτάσουν στο Υγειονομικό Μοιρών (σημερινό Κέντρο υγείας) σε κακά χάλια.
Δεν υπήρχε γιατρός εκείνη την ώρα.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει.
Ειδοποιούν τη μαμή του ιατρείου, τη Ξενοερήνη και ήρθε επιτόπου.
Η γέννα ήταν φοβερά δύσκολη και η μάνα λιπόθυμη από τη ταλαιπωρία!
Η μαμή έκανε το θαύμα της!
Όλα πήγαν καλά!
Το παιδί ζει! Ξυπνά η μάνα σηκώνεται παίρνει το παιδί και το τάζει στον Άγιο Νικόλαο.
Ήξερε ότι ο Άγιος τη βοηθούσε όλη τη νύχτα!
Πήγαινε πολύ συχνά στον Άγιο Νικόλαο στο Βρέλη και προσευχόταν.
Εξακολουθώ να τηρώ τις συνήθειες της μάνας μου γιατί το παιδί που σώθηκε τότε ήμουν ΕΓΩ!!