Στις ορεινές περιοχές της Μεσαράς, λίγοι αλλά αφοσιωμένοι παραγωγοί συνεχίζουν και σήμερα να ασχολούνται με τη συγκομιδή χαρουπιών, κρατώντας ζωντανή μια παραδοσιακή, κοπιαστική αλλά σημαντική δραστηριότητα που συνδέεται άμεσα με τον τόπο και την αγροτική ιστορία του.
Αν και στο παρελθόν η συλλογή χαρουπιών αποτελούσε κύρια ασχολία για πολλούς κατοίκους της ενδοχώρας της Κρήτης, σήμερα μόνο ορισμένοι «μερακλήδες» επιμένουν. Η διαδικασία θυμίζει τη συγκομιδή της ελιάς: στρώνουν λινάτσες και ραβδίζουν τους καρπούς με καλάμια, καθώς οι χαρουπιές, παρά την ανθεκτικότητά τους, απαιτούν επιμονή και κόπο.
Η χαρουπιά (επιστημονική ονομασία: Ceratonia siliqua) πήρε το όνομά της από τη λέξη «κέρατο», λόγω του χαρακτηριστικού σχήματος και της σκληρής υφής των καρπών της, που μοιάζουν με καφέ, επιμήκη φασόλια.
Πρόκειται για ένα μακρόβιο δέντρο που μπορεί να φτάσει τα 18 μέτρα ύψος και να καρποφορεί για 80 έως και 100 χρόνια. Η πρώτη καρποφορία αναμένεται περίπου στο 7ο έτος της ζωής του. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι συμβιώνει με βακτήρια που δεσμεύουν άζωτο, πράγμα που το καθιστά αυτάρκες από πλευράς λίπανσης.
Αυτό όμως που την καθιστά πολύτιμη για περιοχές όπως η Κρήτη είναι η ανθεκτικότητά της στη ζέστη και την ξηρασία, ενώ ευδοκιμεί ακόμα και σε πετρώδη ή ηφαιστειογενή εδάφη. Γι’ αυτό και η χαρουπιά δεν είναι σπάνιο φαινόμενο μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως η Κύπρος, η Ιταλία, η Ισπανία, η Τουρκία και η Τυνησία.
Οι φωτογραφίες από τη φετινή συγκομιδή στον Ζαρό, που έγινε νωρίτερα από άλλες χρονιές λόγω της πρώιμης παραγωγής, μαρτυρούν ότι, παρά τις δυσκολίες, κάποιοι συνεχίζουν να τιμούν την παράδοση — και να δίνουν αξία σε έναν καρπό που ιστορικά θεωρείται «ο μαύρος χρυσός της Κρήτης».


