Διέσωσε ο: Φανούριος Εμμ. Ζαχαριουδάκης Δημότης του Δήμου Φαιστού.
Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα, τραγουδιόνταν στην αρχή του μήνα, ενώ διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ.
Η ιστορία τους συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα.
Έχουν βρεθεί αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).
Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου.
Άλλοτε κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα. Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.
Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τυμπάνου.
Τα κάλαντα που μπορεί σήμερα κάποιος να ακούσει παντού και στον τόπο μας ακόμα, τις χαρούμενες μέρες των Χριστουγέννων και πρωτοχρονιάς, δεν είναι άλλα από τα γνωστά και ψαλλόμενα σ’ όλη την Ελλάδα κάλαντα.
Μονάχα αραιά και πού μπορεί κανείς να ακούσει αποσπάσματα από τα παλιά όμορφα κάλαντα της Αρχιχρονιάς, που κατά βάση έχουν πέσει στη λησμονιά και στην αφάνεια, με συνέπεια ένας όμορφος θησαυρός της λαϊκής παράδοσης να είναι άγνωστος πια στο πολύ κόσμο.
Ο γράφων, που μεγάλωσε στο χωριό Γαλιά, στα παιδικά του χρόνια, μόνο τα Γαλιανοβορζανά παλιά κάλαντα της Αρχιχρονιάς τραγουδούσε, παρέα με τον αδερφό του Ζαχαρία, κατόπιν προτροπής του πατέρα τους Μανώλη ή Ντουϊντομανώλη.
Παρ’ όλο που τότε αισθανόταν μειονεκτικά έναντι των άλλων παιδιών, καθ’ όσον όλα τους εξ ολοκλήρου τα παιδιά τραγουδούσαν τα σύγχρονα κάλαντα, τώρα μονάχα καταλαβαίνει πόσο επίκαιρος, αυθεντικός και διαφορετικός ήταν.
Ήταν διαφορετικός, διότι δεν παρέλειπε ποτέ να τραγουδήσει και κάτι άλλο μετά το πέρας των καλάντων σε κάθε σπίτι και λίγο πριν την αναχώρηση.
Τραγουδούσε τα αποκαλαντίδια.
Τα αποκαλαντίδια ήταν πολύ μικρά ποιήματα και με αυτά έκλεινε την επίσκεψη στο σπίτι που έλεγε τα κάλαντα.
Με αυτά ευχαριστούσε όλους μαζί και πολλές φορές ένα – ένα ξεχωριστά και ευχόταν για τον νοικοκύρη, την κερά και το σπίτι συγχρόνως….
—————–
Γαλιανοβορζανά κάλαντα (Από τον Ντουϊντομανώλη):
Αν είναι με το θέλημα τα κάλαντα να πούμε
να παίζει ο γέρος κι γριά και ‘μεις να τραγουδούμε.
Άγιος Βασίλης έρχεται από τη Κεσαρίδα
και βάστα και στα χέργια ντου κομμάτι προσφορίδα.
Στη στράτα του παντήξανε οι σκύλοι οι Εβραίοι
και το σταυρό του στέσανε τραγούδια να τους λέει.
Δεν μέ ‘μαθε ο δάσκαλος τραγούδια να σας λέγω,
την άλφα βήτα μού ‘μαθε και κείνη σας σε λέγω.
Και στο ραβδί του κούμπησε να πει την άλφα βήτα
και το ραβδί τόνε ξερό, χλωρούς βλαστούς εβγήκα
και πάνω στους χλωρούς βλαστούς Αϊτοφωλιά χτισμένη
κι’ απάνω στην Αϊτοφωλιά χώρα ξετελεμένη.
Επόπαμε του Βασιλιού να πούμε και τ’ Αφέντη.
Εσένα αφέντη σού ‘πρεπε αρσενικό ζευγάρι,
να σπέρνεις στάρι δεκαοχτώ, κριθάρι δεκαπέντε,
ταγή και ρόβι είκοσι κι’ από νωρίς στο στάβλο.
Επόπαμε τ’ αφέντη μας, να πούμε τση κερά μας.
Κερά τα ρούχα που φορείς, είναι κακοραμμένα
και φέρε μου τα στο σχολειό, να σου τα καλοράψω,
να βάλω αϊτούς και παραϊτούς, πουλιά και χελιδόνια,
να κελαηδούνε τα πουλιά, να χαίρονται τ’ αηδόνια.
Επόπαμε και τση κεράς να πούμε και τση Βάγιας.
Άναψε Βάγια το κερί, Βαγίτσα το διπλέρι
και κάτσε και λογάριασε, είντα θα μας σε φέρεις.
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάργια
και φέρε και καλό κρασί, να ποιούν τα παλικάργια.
Απάκι για λουκάνικο κι’ από πλευράς κομμάτι
κι’ από τη μαύρην όρνιθα κιαν ένα αυγουλάκι,
ας είναι κι’ απ’ τη γαλανή κιαν ένα ζευγαράκι.
Θορώ σε ‘τα που κάθεσαι, άσπρη μου περιστέρα
κι’ ανοίξετε το μάνταλο, να πούμε καλησπέρα.
————–
Ζαριανά κάλαντα (Από τον Ζαριανό Μανώλη Λεονταράκη):
Ταχιά ταχιά είναι αρχημενιά, ταχιά ‘ναι αρχή του χρόνου
ταχιά ‘ναι αρχή τα κάλαντα κι αρχή του Γεναρίου.
Πρώτα που βγήκε ν ο Χριστός, στη Γη και περιπάτει
και βγήκε και χαιρέτησε, όλους τους ζευγολάτες
το πρώτο που χαιρέτησε, ήταν ο Άι Βασίλης.
Άγιε Βασίλη Δέσποτα, καλό ζευγάριν έχεις
καλό το λεν αφέντη μου, καλό και ‘βλογημένο
όπου το ‘βλόγησ’ ο Χριστός, με το δεξί του χέρι
με το δεξί με το ζερβί, με το μαλαματένιο.
Πρινένιος ήταν ο ζυγός, δαφνένιο το κοντάρι
ως και το βουκεντράκι ντου, βασιλικού κλωνάρι.
————
Αποκαλαντίδια
Σ’ αυτό το σπίτι το ψιλό, πέτρα να μη ραϊσει
κι ο νοικοκύρης κι κερά, χίλια χρόνια να ζήσει
————–
Αποκαλαντίδια
Επά που καλαντίσαμε, καλά μας σε πλερώσαν
καλά να παν τα έτη ντως κι’ ούλα ντως τα ‘ποδώσα.
κι αν έχουνε μικρό παιδί, στα πέρπυρα χωσμένο
κι αν έχουν μεγαλύτερο, στη σέλα καθισμένο,
να σει το μανικάκι ντου, να πέφτει το λογάρι
να το μαζώνει μάνα ντου, να ‘χει χαρά μεγάλη.