Του Νικολάου Πρατικάκη
Ο Γιατρός Γεώργιος Πρατικάκης ήταν ένας από τους πολλούς αφανείς στυλοβάτες του Ελληνικού πατριωτικού συναισθήματος που κυριάρχησε στους αγώνες της Πατρίδας μας τα χρόνια 1912-1922 και έβαλε τα θεμέλια της σύγχρονης Ελλάδας. Υπερήφανος για την ιστορία των Ελλήνων, για την καταγωγή του και για τους προγόνους του, τίμησε κι αυτός τον τόπο του λαμβάνοντας μέρος σε όλους τους αγώνες εκείνης της περιόδου. Από αυτά τα γεγονότα αντλούσε αργότερα αισιοδοξία στην αντιμετώπιση των δυσκολιών που του επιφύλαξε η πορεία του στην υπόλοιπη ζωή.
Από φοιτητής της Ιατρικής συμμετείχε, αρχικά ως εθελοντής στους απελευθερωτικούς αγώνες για την αποτουρκοποίηση και αποβουλγαροποίηση της Πατρίδας, στην ‘Ήπειρο (Μπιζάνη), στη Μακεδονία( Κιλκίς ‘’Λαχανά’’) το 1913, που μεγάλωσαν την Ελλάδα και στη συνέχεια μπροστά, ως έφεδρος αξιωματικός στους αγώνες της Ελληνικής εκστρατείας στην Ουκρανία και στην Μικρά Ασία το 1919 – 1922. Σε όλους αυτούς τους αγώνες αφιέρωσε, για την Πατρίδα, οκτώ (8 περίπου) από τα καλύτερα χρόνια της νιότης του, τραυματίστηκε δυο φορές και άλλη μια φορά βγήκε από τα βομβαρδισμένα χαλάσματα του στρατιωτικού νοσοκομείου ζωντανός μεν, όμως λαβωμένος στην ακοή και αυτή η βλάβη κατέληξε σιγά – σιγά, μετά από λίγα χρόνια, σε αναπηρία ακοής, η οποία κατέστρεψε πρόωρα την ιατρική σταδιοδρομία του. Το ιστορικό της ζωή του, δεν έγινε ποτέ ευρύτερα γνωστό κυρίως από μετριοφροσύνη. Ποτέ δεν αυτοδιηγήθηκε σε κανένα, ούτε και στη οικογένειά του, ίσως επειδή δεν θεωρούσε τα βιώματά του κάτι το ιδιαίτερο, αφού εκείνα τα χρόνια όλοι λίγο πολύ, είχαν σοβαρούς πολεμικούς αγώνες και αρκετοί έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους, τιμημένοι στο πάνθεον των ηρώων. Ωστόσο το αποτύπωμα του βίου του είναι αξιόλογο, τιμητικό για τον ίδιο, για την Πατρίδα και για την οικογένειά του, ενδιαφέρον όμως και για τον τόπο του. Αναδεικνύεται μέσα από αυτά που παρατίθενται στη συνέχεια, τα οποία στο σύνολό τους αποτελούν ένα απλό, σύντομο και λιτό ιστορικό, το υλικό του οποίου συγκεντρώθηκε από το γιό του, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Γιατρού, μέσα από οικογενειακά στοιχεία, από διάφορες περιστασιακές αναφορές του ίδιου σε φίλους του, από τα στοιχεία του συγχωριανού φίλου του διακεκριμένου νομικού και συναγωνιστή Μιχάλη Σκουντάκη, αλλά και του Δασκάλου Νικολάου Συγγελάκη. Το υλικό αυτό στη συνέχεια συντάχθηκε χειρόγραφα και παρέμεινε οικογενειακό κειμήλιο, σεβόμενοι τη μετριοφροσύνη του. Σκέψεις όμως οικογενειακές θεώρησαν ότι, εκτός από την απόδοση τιμής, με τη διάθεσή της ιστορίας του στα κοινά, μπορεί να είναι χρήσιμο στην κουλτούρα και την ιστορία του τόπου, γι’ αυτό γράφτηκε ηλεκτρονικά, προκειμένου να δημοσιευθεί στον τόπο του τη χρονιά που συμπληρώνονται 50 χρόνια από το θάνατο του Γιατρού, έτσι ώστε, έστω και έσχατα να του αποδώσουν τα της προσφοράς του προς την Πατρίδα οφειλόμενα χρέη τιμής. «Τα οφειλόμενα εκάστω αποδιδόναι», δίδασκε και ο Αριστοτέλης, τον οποίο ο Γιατρός μελετούσε συστηματικά.
Ο αείμνηστος Γεώργιος Ν Πρατικάκης, Γεννήθηκε το 1890 στο Σίβα (του Δήμου Φαιστού), πρώτος από τα τέσσερα αδέρφια του και ήταν ο πρώτος γηγενής Γιατρός από συστάσεως του Χωριού, αλλά και ένας από τους πρώτους επιστήμονες που έβγαλε το χωριό πριν από το1920. Οι γονείς του, Νικόλαος Πρατικάκης και Κυριακή Παπαδάκη, (κόρη του παπά Στυλιανού), ήταν γεωργοί και απλοί άνθρωποι του χωριού. Ο πατέρας του, κατά την νεότητά του, είχε επισκεφθεί και προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους μαζί με τον ξάδελφο του Χαρίδημο, γιαυτό ξεχώριζαν στο χωριό με το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό, ως οι δυο ‘’χατζήδες’’. ‘’Χατζιδοκοκόλης’’ ο ένας ‘’Χατζηχαρίδημος’’ ο άλλος. Τα παιδικά του χρόνια πέρασαν μέσα στην τουρκοκρατία και στη φτώχια, παρόλα αυτά το ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο στο διάβασμα και στο σχολείο. Η μητέρα του με ιδιαίτερη υπερηφάνεια έλεγε πως ακόμη και όταν φρόντιζε τα ζώα, αυτός είχε αγκαλιά το βιβλίο του. Μαθητής στο ‘’Ελληνικό Σχολείο’’ στην Πόμπια συγκατοικούσε με τους συγχωριανούς φίλους του, Ευδόκιμο Συγγελάκη, Θεόδουλο Στεφανίδη και Φίλιππο Καραλάκη. Από την Πόμπια όμως μεταγράφηκε στο Λύκειο Κοραής στο Ηράκλειο με μέριμνα του θείου του, στρατιωτικού και άκληρου Μιχάλη (Μιχαλάκη) Πρατικάκη, ήταν ένας από τους πρώτους μαθητές του τότε νεοϊδρυθέντος Λυκείου και συμμαθητής (στην ίδια τάξη) του Σοφοκλή Βενιζέλου. Μετά το γυμνάσιο πέρασε στην Ιατρική στην Αθήνα φοιτητής (1908 – 1909(;) αλλά και ένθερμος υποστηρικτής του Βενιζέλου, όπως όλα τα Κρητικόπουλα εκείνης της περιόδου. Το φθινόπωρο του 1912 ξεκίνησε ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τότε, ακολουθώντας το κάλεσμα του Βενιζέλου, κατατάχθηκε εθελοντής στο στρατό μαζί με πολλούς άλλους Κρητικούς φοιτητές, μαζί με τον συγχωριανό φίλο του φοιτητή της νομικής Μιχάλη Σκουντάκη. Γνώρισε τον πόλεμο για πρώτη φορά, στις μάχες της Ηπείρου ενάντια των Τούρκων, στη περιοχή του Μπιζανίου, αρχές του 1913 (Ιανουάριος – Φεβρουάριο 1913), όπου και τραυματίστηκε σοβαρά. Μετά την αποθεραπεία του ( περίπου 20-25 ημέρες ;), συνέχισε την εθελοντική στρατιωτική του πορεία στην ίδια μονάδα, παρών σε όλους τους υπόλοιπους αγώνες της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Στη συνέχεια, ακόμη εθελοντής πρώτης γραμμής, συμμετείχε και στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο (Βουλγαρικό), όπου επίσης τραυματίστηκε για δεύτερη φορά, τον Ιούνιο 1913 στη περιοχή του Λαχανά στο Κιλκίς. Αποθεραπευμένος μέσα στο καλοκαίρι, συνέχισε τις σπουδές του από το φθινόπωρο του ίδιου έτους και τελείωσε Ιατρός το 1916-17(;), εργάστηκε κατόπιν σε νοσοκομείο της Αθήνας μέχρι τις αρχές του 1918(;), επιστρατεύτηκε στη συνέχεια στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και υπηρέτησε έφεδρος αξιωματικός στις υγειονομικές υπηρεσίες. Το φθινόπωρο του 1918 έληξε ο ‘Α’ παγκόσμιος πόλεμος με νίκη των συμμάχων και ήττα της Γερμανίας, Βουλγαρίας και Τουρκίας, έτσι οι περισσότεροι επιστρατευμένοι απολύθηκαν. Καθώς όμως προετοιμαζόταν η εκστρατεία του Ελληνικού Στρατού στην Ουκρανία, προς ενίσχυση των συμμάχων και δη των Γάλλων, ενάντια των Ρώσων ‘’μπολσεβίκων’’ (δυο Μεραρχίες του ‘Α’ Σώματος), ο Γιατρός δήλωσε εθελοντικά (;) συμμετοχή στην εκστρατεία καθώς γνώριζε και λίγα Γαλλικά. Τον Ιανουάριο (;) του 1919 αποβιβάστηκε ως Ιατρός έφεδρος αξιωματικός στην Οδησσό μέλος του κινητού νοσοκομείου του συντάγματος πρώτης γραμμής, το οποίο εγκαταστάθηκε σε χωριό της περιοχής Χερσώνα(;), 100 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Οδησσού. Τον Μάρτιο, η κατάσταση στο μέτωπο δεν ήταν καλή, οι Γάλλοι δεν μπορούσαν να κρατήσουν το μέτωπο και η πίεση των μπολσεβίκων πέρασε στα Ελληνικά τμήματα τα οποία κράτησαν με δυσκολία και μεγάλες απώλειες. Σε μια μάχη, μια οβίδα τους, έπεσε μέσα στο κινητό νοσοκομείο, ο Γιατρός βγήκε από τα χαλάσματα ζωντανός, όμως λαβωμένος στην ακοή από τον τρομερό κρότο της έκρηξης σε κλειστό χώρο. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Οδησσού όπου διαπιστώθηκε πρόβλημα στα ακουστικά νεύρα. Εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσε να γίνει τίποτα περισσότερο από το να περιμένουν μήπως και επανέλθει σιγά σιγά η ακοή, όπως και έγινε, όμως σε μειωμένο ποσοστό και με τα χρόνια, αργά και σταθερά, χειροτέρευε. Τότε, με τα ιατρικά δεδομένα της εποχής, υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη μονάδα του. Δεν πρόλαβε όμως να εγκατασταθεί γιατί άρχισε η υποχώρηση, η οποία συνεχίστηκε μέχρι που έληξε άδοξα η εκστρατεία στη Ουκρανία. Από εκεί, ο Γιατρός και η μονάδα του, ύστερα από πεζοπορία ημερών μαζί με τμήματα του Γαλλικού στρατού, έφθασε στη Ρουμανία. Στη Ρουμανία, χάθηκαν τα ίχνη του και οι δικοί του ανησύχησαν σοβαρά αφού δεν είχαν νέα του. Σημεία ζωής έδωσε τελικά από τη Μικρά Ασία, μετά από μισό περίπου χρόνο. Στη Μικρά Ασία ο Γιατρός, συνέχισε μέλος κινητών νοσοκομείων της πρώτης γραμμής. Η πορεία του ήταν Σμύρνη, Αιδίνιο, Εσκί Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ, Σαγγάριος και από εκεί μετά από άδοξη και άτακτη υποχώρηση του στρατού, έφτασε στη Χίο από τους τελευταίους, το Σεπτέμβριο 1922 μαζί με τμήματα του συντάγματος Πλαστήρα, Από τη Χίο, μέσα από το κίνημα Πλαστήρα- Γονατά, ήρθε στην Αθήνα το φθινόπωρο 1922, με το βαθμό του έφεδρου Υπιάτρου ( έφεδρος Ταγματάρχης Υγειονομικού) και παρέμεινε στις υγειονομικές υπηρεσίες του στρατού μέχρι το 1924(;). Στη πορεία της στρατιωτικής δραστηριότητας του Γιατρού, από την Ουκρανία μέχρι και τη Μικρά Ασία, αντιμετώπισε διάφορες καταστάσεις και γεγονότα, δυο όμως από αυτά σημάδεψαν τελικά τη ζωή του. Το πρώτο αφορούσε την προσωπική γνωριμία του με τον Πλαστήρα τον οποίο εκτίμησε και εκτιμούσε. Η γνωριμία αυτή ήταν συνεχής κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του υπηρεσίας , η οποία έγινε τελικά η σωτηρία του ίδιου και μέσω αυτής σώθηκαν και άλλοι, καθώς το νοσοκομείο του μετώπου στην περιοχή του Σαγκάριου με τους τραυματίες, καθυστέρησε κατά την υποχώρηση. Οι επαφές τους συνεχίστηκαν και μετά το στρατό αφού ο Γιατρός τον στήριξε και στη πολιτική του περίοδο. Το δεύτερο είχε να κάνει με όσα είπε ο Γιατρός στον Δάσκαλο Ν Συγγελάκη κάποτε (δεκαετία 1950) σε ιδιαίτερη συνάντηση που του ζήτησε ο Δάσκαλος, για θέματα της εκστρατείας στην Ουκρανία και για τα αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής. Για τα αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής, ο Γιατρός είπε ότι «κατά τις συναναστροφές του με τους αξιωματικούς, ένοιωθε έκπληκτος κάθε φορά που έβλεπε και άκουγε αξιωματικούς όλων σχεδόν των βαθμίδων του Ελληνικού στρατού να γνωρίζουν και να συζητούν θέματα και γεγονότα πολιτικοστρατιωτικά που ο ίδιος αγνοούσε. Συζητούσαν και διχάζονταν τόσο ως προς κάποια συμμαχική πρόταση περί παραχώρησης της Κωνστ/λης στη Ελλάδα το 1919,ενώ η επίσημη Ελλάδα, ακατανόητα κατά άλλους, προτίμησε τότε τη Σμύρνη αντί της Πόλης. Γνώριζαν και συζητούσαν για γνώμη του Μεταξά που αφορούσε την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, ακόμη και για συμβουλή στον Βενιζέλο να μην την επιχειρήσει γιατί ήταν καταδικασμένη χωρίς εγγυήσεις των συμμάχων. Για το Γιατρό όλα αυτά ήταν μια από τις τροφές που διατηρούσε τη διχόνοια και μια από τις σημαντικές αιτίες της καταστροφής του 1922!». Το κίνητρο των παραπάνω στρατιωτικών ‘’περιπετειών’’ του Γιατρού είχε δυο κύριες αιτίες, αφενός το καθήκον του για την πατρίδα, που εκείνα τα χρόνια ήταν για όλους αυτονόητο και συχνά εθελοντικό, αφετέρου την μεγάλη εκτίμησή του προς τον Βενιζέλο και των ικανοτήτων του, μέσα από τις οποίες έβλεπε τη δημιουργία της μεγάλης και ισχυρής πατρίδας. Του καταλόγιζε όμως, σύμφωνα με το Δάσκαλο, σημαντικό λάθος το γεγονός ότι δεν διαχειρίστηκε ο ίδιος προσωπικά όσο σοβαρά έπρεπε, την πρωθυπουργική επανεκλογή του και άφησε να αλωνίζουν εκ μέρους του αμφιλεγόμενα άτομα, στις εκλογές του 1920. Όταν ο Γιατρός επέστρεψε στο χωριό τo 1924(;), ύστερα από επίμονες εκκλήσεις των γονιών του, ήταν συναισθηματικά φορτισμένος και πολιτικά απογοητευμένος από τo γεγονός, το μέγεθος και τα αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής. Εντάχθηκε όμως κανονικά στην κοινωνία της περιοχής, με την επιστημονική του αξία, το μέτρο του χαρακτήρα του και τις ιατρικές και κοινωνικές δραστηριότητές του. Στο χωριό του βρέθηκε ανάμεσα σε φίλους και συγχωριανούς, σύγχρονους τότε γραμματιζούμενους και μη, σε μια κοινωνία διψασμένη για προκοπή. Αυτή η κοινωνία, στην πορεία διαμόρφωσε στο χωριό ένα διαφορετικό κοινωνικό επίπεδο, μια νέα πνοή που έδινε κίνητρα, παλμό και κατεύθυνση στην πρόοδο, στοχεύοντας την μόρφωση και την ανάπτυξη μέσα από τις τότε οικονομικές δυνατότητες του χωριού. Ήταν η πιο δραστήρια και δημιουργική περίοδος του χωριού και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από αυτή την πνοή βγήκαν στο χωριό τα επόμενα 30 χρόνια, (1925 – 1955), πολλοί γραμματιζούμενοι, δάσκαλοι, δικηγόροι, γιατροί και μηχανικοί. Η ενθουσιώδης και γόνιμη αυτή ατμόσφαιρα προόδου, πρωτοστάτησε επίσης στο να διοργανώνονται κάθε χρόνο στο χωριό γιορτή αγωνιστικής δραστηριότητας, μέσα από αγώνες δρόμου, που ξεκινούσαν από την πλατεία του χωριού και με διαδρομή που έφτανε σχεδόν στο Πετροκεφάλι, περνούσε κατόπιν στο λιβάδι και μέσω του Αϊ Γιώργη κατέληγε στην πλατεία του χωριού με τα βραβεία. Στον πρώτο αγώνα έλαβαν μέρος οι περισσότεροι νέοι του Σίβα και πρώτος νικητής ανεδείχθη ο τότε Μανώλης Μαθιουδάκης (θείος του Στάθη και παππούς της Βαγγελιώς). Το 1926 εγκαταστάθηκε στις Μοίρες το πρώτο υποκατάστημα Τράπεζας στην περιοχή της δυτικής Μεσσαράς και ο Γιατρός ήταν άμισθο μέλος του πρώτου διοικητικού συμβουλίου. Ο Στυλιανός Ν Πρατικάκης το 2003, βρήκε τυχαία μια εφημερίδα του 1926 στην οποία αναφερόταν ότι συνιδρυτής του τότε Ελληνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν και ο Γιατρός Γεώργιος Πρατικάκης, Φαίνεται από αυτό το γεγονός, πως η πολιτική της Ευρώπης από εκείνα τα χρόνια άρχιζε να επηρεάζει την Ελληνική κοινωνία, μέσα και από τις συναναστροφές που είχαν οι Έλληνες στρατιώτες με τους τότε Ευρωπαίους συμμάχους. Κάποια χρόνια μετά την εγκατάστασή του στο χωριό, ο Γιατρός γνωρίστηκε με τον Πετρακογιώργη ο οποίος τον έπεισε να στηρίξει ηθικά αλλά και με τη συμμετοχή του (χρήματα από τη μακρόχρονη στρατιωτική μισθοδοσία) μαζί βέβαια και με άλλους της περιοχής, το σύγχρονο ελαιουργικό εργοστάσιο που διατηρούσε στον Κόκκινο Πύργο. Τότε ο κόκκινος Πύργος ήταν το λιμάνι εξαγωγών της Μεσαράς λόγω ανυπαρξίας δρόμων. Το εργοστάσιο αντιμετώπιζε προβλήματα ανταγωνισμού από τις πολλές ‘’φάρμπρικες’’ παραγωγής λαδιού που υπήρχαν στα γύρω χωριά. Μέσω της συμμετοχής του αυτής, ο Γιατρός συνειδητοποίησε πως ή ανάπτυξη του τόπου περνά μέσα και από την ποιότητα του παραγομένου προϊόντος. Το εργοστάσιο όμως καταστράφηκε αργότερα από τους Γερμανούς και έτσι χάθηκαν όλα! Στην περίοδο ανάμεσα στην επιστροφή του στο χωριό και τη Γερμανική κατοχή, ο Γιατρός γνωρίστηκε με τη Στυλιανή Σπυριδάκη, Δασκάλα του χωριού και η γνωριμία αυτή κατέληξε αργότερα στο γάμο τους. Λίγο πριν τον πόλεμο απέκτησαν το πρώτο τους παιδί και πριν αυτό γίνει δυο χρονών υποβαθμίστηκε ταξιακά (από τριθέσιο σε διθέσιο) το σχολείο του χωριού και αυτό προκάλεσε την αναγκαστική μετάθεση της συζύγου δασκάλας σε άλλο σχολείο στη μέσα Μεσαρά. Συνέπεσε όμως η μετάθεση με τον Έλληνο/Ιταλικό πόλεμο και η Δασκάλα για οικογενειακούς και συγκοινωνιακούς λόγους αδυνατούσε να αποδεχτεί, έτσι αναγκάστηκε να παραιτηθεί πρόωρα. Μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, το χωριό του Σίβα ανθούσε εξαιτίας της μεγάλης του παραγωγής λαδιού. Οι τότε ‘’φάμπρικες’’ που επεξεργάζονταν τις ελιές, μειονεκτούσαν σημαντικά τόσο στην απόδοση όσο και στην ποιότητα του λαδιού και τέτοιες φάμπρικες υπήρχαν στο χωριό πάρα πολλές (7), το ίδιο και στα γύρω χωριά, έτσι άρχισε να διαμορφώνεται τάση εκσυγχρονισμού της παραγωγής. Ο εκσυγχρονισμός είχε να αντιμετωπίσει σοβαρά κατεστημένα συμφέροντα στην περιοχή, παρόλα αυτά ο Γιατρός είχε σημαντική υποκινητική και υποστηρικτική συμβολή, λόγω της εμπειρίας του από τον κόκκινο πύργο. Τελικά ο εκσυγχρονισμός εδραιώθηκε με το νέο τότε, ελαιουργικό εργοστάσιο, κοινό για 5 χωριά, που κατασκευάστηκε και υπάρχει ακόμη ενεργό στην Αγία Μαρίνα, το οποίο έγινε με τη συμβολή και του Πετρακογιώργη, τότε Βουλευτού και κορυφαίου παράγοντα της Μεσαράς. Πριν από τη Γερμανική κατοχή, η αναπηρία του Γιατρού είχε σε μεγάλο βαθμό χειροτερέψει και το γεγονός αυτό είχε διαλύσει την επαγγελματική αλλά και την κοινωνική του κατάσταση, έτσι παρέμενε στο χωριό σχεδόν αδρανής. Δεν του είχε μείνει τίποτα, παρά μόνο οι γνώσεις, η εμπειρία και η αξιοπρέπεια που του προσέδιδε η επιστημονική του μόρφωση και η εφεδρεία του στρατιωτικού του αξιώματος. Δεν είχε στήριξη από πουθενά και ελλείψει πόρων, μετά την κατοχή έκανε αναγκαστική στροφή προς τη γεωργία, για να στηρίζει την οικογένεια. Σιγά σιγά, εφοδιάστηκε με τα απαιτούμενα της γεωργικής, μέχρι και δυο βόδια για το όργωμα/αλώνισμα, φροντίζοντας προσωπικά και την επάρκεια και την συντήρηση τους. Όσα δεν μπορούσε να κάνει ο ίδιος με αυτά τα μέσα, ανέθετε τη χρήση τους στα κτήματά του, σε εργατικά χέρια με πληρωμή σε είδος κατόπιν συμφωνίας. Ότι ελεύθερος χρόνος του έμενε, πέραν της οικογένειας και των φροντίδων της επιβίωσης, τον αφιέρωνε στη μελέτη, τόσο για να διατηρείται ο ίδιος ψυχολογικά, όσο και για να γενικεύει και να διαπλατύνει, κατά το δυνατό, τη μόρφωσή του. Ήταν εξαίρετος γνώστης της Ελληνικής ιστορίας, οι δικοί του τον θυμούνται να διαβάζει την ιστορία του Παπαρηγόπουλου, με τους πολλούς τόμους, έχοντας πρότερα μελετήσει και άλλα σύγχρονα ιστορικά βιβλία, είχε ένα τεφτέρι δίπλα του, όπου σημείωνε τις διαφορές που έβρισκε για τις οποίες κατόπιν αλληλογραφούσε. Επίσης διάβαζε και μελετούσε βιβλία της εποχής του, όπως του Πλάτωνα (Δίκαιο) και του Αριστοτέλη (Ηθική), τα οποία θυμούνται οι δικοί του με διαλυμένες σελίδες τις οποίες συγκολλούσε (εκείνη την εποχή) με ζυμάρι προκειμένου να διατηρούνται βιβλία για μελέτη. Είχε ένα παλιό Γαλλικό λεξικό και με επιμονή προσπαθούσε να μαθαίνει λέξεις. Με τη σύζυγό του (τέως Δασκάλα του χωριού), μελετούσαν και διαλέγονταν μεταξύ τους τα βράδια, πότε κείμενα ιστορικά και άλλοτε θρησκευτικά. Η Ιλιάδα και Οδύσσεια του Ομήρου ήταν τα αγαπημένα του βιβλία, από αυτά αντλούσε δύναμη και θάρρος και σε αυτά τα κείμενα κατέφευγε για να συνέλθει κάθε φορά που ένοιωθε να καταπονείται είτε από την αναπηρική του κοινωνική απομόνωση, είτε από τα προβλήματα της ζωής! Ο Γιατρός Πρατικάκης είναι βέβαια ο πατέρας μου και τον θυμάμαι απλό, ήπιο, μετριόφρονα, πολέμιο της αλαζονείας και της υπεροψίας, ψύχραιμο, ευχάριστο , ευφυή, με βαθυστόχαστο και φιλοσοφημένο μυαλό. Σαν πατέρας είχε στραμμένο το ενδιαφέρον του στην οικογένεια, παράλληλα όμως εύρισκε και χρόνο για μελέτη. Η μελέτη μαζί με το περπάτημα ή την εργασία στην εξοχή ήταν ο κόσμος του και το μέσο με το οποίο διατηρούσε την ψυχική του ισορροπία. Μέσα στις πατρικές του συμβουλές, ξεχώριζε η επιμονή του στο να κατανοήσω ότι για να σταθώ αξιακά στην κοινωνία χρειάζεται ο συνδυασμός μόρφωσης και μεγαλείου ψυχής, διευκρινίζοντας ότι εκτός από την απαραίτητη μόρφωση, πρέπει επιπλέον να είσαι και δίκαιος και ηθικός και ενάρετος άνθρωπος. Ως οικογενειάρχης, μέσα στα προβλήματα της ζωής, ξεχώριζε η ψυχραιμία και το σθένος με τα οποία αντιμετώπιζε τις δυσκολίες της καθημερινότητας εκείνης της εποχής, την επιβίωση της οικογένειας, τα ατυχήματα, τις εκπλήξεις και τα πολλά σκαμπανεβάσματα που του επιφύλαξε η ζωή. Ήξερε να συνοδεύει τη μόρφωσή του με λεπτότητα, ευγένεια και χαρακτηριστικό χιούμορ που έβγαινε μέσα από κατάλληλες ιστορίες. Είχε αυτογνωσία και ήξερε που ’’βάδιζε’’ κουβαλώντας το πρόβλημά του. Γνώριζε ότι εξαιτίας της αναπηρίας του στην ακοή, δεν είχε δυνατότητα ευρύτερου διαλόγου με όλους τους ανθρώπους, κυρίως τα τελευταία 40 και πλέον χρόνια της ζωής του λόγω επιδείνωσης, γι’ αυτό οι παρέες και συναναστροφές του ήταν στενά περιορισμένες και επιλεγμένες, έτσι ώστε να διατηρείται η αξιοπρέπεια.