* Από το βιβλίο του Κωστή Λαγουδιανάκη «Ολοχρονίς του χρόνου»
Ξόμπλια και φάδια και πλουμιά η Ιστορία πιάνει
στα χέρια τζη ψιμυθευτά η γ-ίδια για να φάνει.
Το ξόμπλι τ’ανυφαντικού πιτήδεια σκεδιάζει
ίσαμ’ εδά όσα φανε κιανένα δε ντου μοιάζει.
Τα ξόμπλια εγενήκανε γράμματα στο θρανίο
και γράφει τ’ανυφαντικό: Εδώ Πολυτεχνείο.
Πολυτεχνείο λευτεριάς γράφει η Ιστορία
το όνειρο τω φοιτητώ του εβδομήντα τρία(1973).
Στην Ιστορία μέρες τρεις ο Νοέμπρης χαλαλίζει
το Πολυτεχνείο να γενεί ο φάρος που φωτίζει.
Πολυτεχνείου μέρες τρεις ο Νοέμπρης καμαρώνει
πως μέσα κεια εσμίξανε ίσαμε χίλιοι χρόνοι.
Στση Πέμπτης το ξημέρωμα στο πρώτο φως τση μέρας
ντακέρνει να σιγοφυσά τση λευτεριάς αέρας.
Τω φοιτητώ η απόφαση για να εξεγερθούνε
στο Πολυτεχνείο τσι καλεί ’πό κεια ν’αγωνιστούνε.
Τη σημαία την ελληνική υψώνουνε στη μ-πύλη
τ’αγώνα τα μηνύματα στα διάπαντα να στείλει.
Το σύμβολο τσ’εξέγερσης εγίνηκ’η σημαία
“εργάτες,αγρότες,φοιτητές” σμίγουν για μιαν Ιδέα.
Τα νιάτα τα φοιτητικά,τα ελληνικά τα νιάτα
βάνουν το μπέτη ν’ανοιχτεί τση λευτεριάς η στράτα.
Οι φοιτητές στελιώνουνε σταθμό ραδιοφώνου
τον αθηναϊκό λαό ’πό κεια να ξεσηκώνου.
Συνθήματα ξεσηκωμού ο σταθμός θα ξεστομίσει
κάλεσμα κάθε καρδιά θα τηνέ συγκινήσει.
Στη στράτα βγαίνει ο λαός αρχίζουν συγκεντρώσεις
σέται η Αθήνα τοτεσάς από τσι διαδηλώσεις.
Ο λαός τση συμπαράστασης τη χέρα ντου απλώνει
λεφτά και τρόφιμ’αρχινά ντελόγο και μαζώνει.
Μ’εργάτες και με μαθητές γεμίζουνε οι δρόμοι
στο Πολυτεχνείο εμπασά είν’ανοιχτή ακόμη.
Οι δρόμοι απ’τα συνθήματα δεν έχουν ησυχία
για “ξαστεριά” και “λαϊκή” μιλούν “κυριαρχία”.
Μαζώνουνται οι φοιτητές και κουβεδιάζουν πάλι
ο αγώνας να οργανωθεί να’χει καρπούς να βγάλει.
Τση Παρασκής ξημέρωμα ντελόγο μος νεδιάζει
το Πολυτεχνείο γίνεται καζάνι απού βράζει.
Λαός,εργάτες,φοιτητές,όλοι μονομεριούνε
τα χέρια ντως ενώνουνε μαζί ν’αγωνιστούνε.
Κίντυνο η εξέγερση δεν τονέ λογαριάζει
πίστη κι απόφαση κιανείς στα μάθια τζη διαβάζει.
Χιλιάδες στσ’αθηναϊκούς είν’ ο λαός στσι δρόμους
τον ερχομό τση λευτεριάς σκώνουν γερά στσι ώμους.
Μέσα σε ένα σύνθημα ολόκληρη Ιστορία
ο αγώνας είναι για ψωμί,Παιδεία,Ελευθερία.
Το λαϊκό ξεσηκωμό κιανείς δε θα τον στέσει
μπροστάρηδες οι φοιτητές η Χούντα για να πέσει.
Πότε θα κάμει ξαστεριά αντροκαλούν τα νιάτα
και προπατούν ανάποδα στση λογικής τη στράτα.
Κάτω η Χούντα” ,o “φασισμός”, άλλο ,“δε θα περάσει”
η δικτατορία τα γροικά λυσσά κι όμως λουφάσσει.
Το Σύνταγμα,η Ομόνοια διαδηλωτές γεμίζει
η δικτατορία κρούβγεται ,γροικά και χιαρχιντίζει.
Η δικτατορία ζεματά το πάθος του αγώνα
το πρόσαργο νεδιάζουνε τα πρώτα δακρυγόνα.
Οι συμπλοκές αρχίζουνε με την αστυνομία
και οι στραθιές πληθιαίνουνε για τα νοσοκομεία.
Η εξέγερση ψηλοπετά, απλώνει τα φτερά τζη
πρώτους νεκρούς η λευτεριά παίρνει στην αγκαλιά τζη.
Δίκες , βασανιστήρια , συλλήψεις , εξορία
παράταση δε δίδουνε μπλιο στη δικτατορία.
Τσι δρόμους πλημυρίζουνε χιλιάδες των αθρώπω
του Πολυτεχνείου ζώνουνε όλο το γύρο τόπο.
Τσ’ελευθερίας η φωνή στο ράδιο γροικάται
είν’ο σταθμός τω φοιτητώ που κάθ’αυτί φρουκάται.
Για ν’αλαργάρει το κακό, για να περάσει η μπόρα
ζητά οξυγόνο,φάρμακα,να’ρθούν τ’ασθενοφόρα.
Κάλεσμα κάνει ο σταθμός για ενότητα κι αγώνα
στα μάθια δίδει αρμηνειές σα μ-πέφτου δακρυγόνα.
Ρίγος τη χούντα τη βαστά, χέρια και πόδια τρέμει
και το στρατό εγύρεψε να’ρθεί να τση συντρέμει.
Τω φοιτητώ η μάζωξη γίνετ’η τελευταία
η μέρα ποχαιρέτηξε,σκούρα είναι τα νέα.
Η μάζωξη τω φοιτητώ μόβουλα ’ποφασίζει
μεσόκενα να φύγουνε κιανείς δε ντουχιουντίζει.
Φωνές ,φωθιές ,συνθήματα στση νύχτας το σκοτίδι
το Πολυτεχνείο λευτεριάς μάθημα παραδίδει.
Μεσάνυχτα σιμώνουνε και φτάνει το μαντάτο
κιουκιουριστά-κιουκιουριστά κάθε αυτί γροικά το.
Τα τανκς κοντοσιμώνουνε όλα τ’αυθιά γροικούνε
τα μάθια δε θ’αργήσουνε κι ομπρός τως να τα δούνε.
Μέχρι να πάει και να’ρθει το μαύρο το μαντάτο
κάθα φωνή την έκρουψε το βρούχος των αρμάτω.
Το Πολυτεχνείο ζώσανε τα τανκς τση τυρρανίας
κοντό κι είντα θα φέρουνε οι ώρες τσ’αγωνίας.
Με μουγκρητά ’ρθε ’να θεριό απέναντι στη μ-πύλη
τον ύμνο μας τον εθνικό ψάλλουν όλα τα χείλη.
Οι διαδηλωτές στα κάγκελα απάνω τραγουδούνε
τσι στρατιώτες είδανε και τσι χειροκροτούνε.
“είμαστ’αδέρφια” και ποτές αυτό μην το ξεχνάτε
τ’αδέρφια σας κατέχομε σάικα δε χτυπάτε.
Ξαναμουγκρίζει το θεριό και διορία βάνει
το Πολυτεχνείο τη μ-πόρτα ντου ν’ανοίξει μάνι μάνι.
Η πόρτα μένει σφαλιχτή,στα κάγκελα γροικούνται
“είμαστ’αδέρφια” φοιτητώ οι φωνές που πηλογούνται.
Ανήμερο ’ναι το θεριό,τα νύχια ντου κονίζει
δε σολαγάτ’ η λύσσα ντου, τη μ-πόρτα τη γκρεμίζει.
Τη μ-πύλη το θεριό χτυπά βαθιά τηνέ πληγώνει
κι είναι τσ’ Ελλάδας η καρδιά αυτή που μαχαιρώνει.
Φωνές ,κραυγές και ουρλιαχτά και στεναγμοί και πόνοι
μες στο σκοτίδι μια μικιή ελπίδα ξημερώνει.
Το σιντερένιο το θεριό χάμαι πατεί τη μ-πύλη
το τίμιο αίμα προσκαλεί τον ήλιο ν’ανατείλει.
Το τίμιο αίμα θα γενεί ρίζα και θα ’ν’ αιτία
να ξεφυτρώσει να γενεί δεντρό η Δημοκρατία.
___________________
αλαργάρω:απομακρύνομαι (η)αρμηνειά:η συμβουλή,η πληροφορία,η υπόδειξη (το)βρούχος:ο εκκωφαντικός θόρυβος,ο βρυχηθμός γροικώ:ακούω (τα)διάπαντα:όλες οι μεριές,παντού (η)εμπασά:η είσοδος, ίσαμε:μέχρι κιανείς:κανένας,κάποιος κονίζω:ακονίζω κοντό:άραγε κρούβγομαι:ασφυκτιώ λουφάσσω:κρύβομαι σε απόμερο σημείο για να μη φανερωθώ μαζώνω:συγκεντρώνω μεσόκενα:στη μέση ή πριν ολοκληρωθεί μια εργασία μόβουλα:ομόφωνα μονομεριούνε:συγκεντρώνονται όλοι μαζί μος:μόλις (ο)μπέτης:το στήθος μπλιο:πια νεδιάζω:εμφανίζομαι,φαίνομαι ντακέρνω:αρχίζω ντελόγο:τώρα,αυτή τη στιγμή ντουχιουντίζω:σκέφτομαι,συλλογίζομαι (το)ξόμπλι: το σχέδιο,η διακόσμηση του υφαντού (η)Παρασκή:η Παρασκευή πηλογούμαι:αποκρίνομαι,απαντώ (τα)πλουμιά:τα ποικίλα σχέδια των υφαντών ή και των ζυμωτών ψωμιών προπατώ:περπατώ ρίγος:έντονο τρέμουλο που προέρχεται από πυρετό ή κρύο ή φόβο σάικα:πράγματι,βέβαια σέται:σείεται (το)σκοτίδι:το σκοτάδι σκώνω:σηκώνω,ανασηκώνω (δε)σολαγάται:δεν ησυχάζει,δεν ηρεμεί στελιώνω:οργανώνω στένω:εμποδίζω συντρέμω:βοηθώ,συνδράμω (ο)σφαλιχτός :ο κλειστός τοτεσάς:τότε (το)φάδι:το υφαντό του αργαλειού φρουκούμαι:αφουγκράζομαι χάμαι:χάμω,κάτω χιαρχιντίζω:τα χάνω,βρίσκομαι σε σύγχιση ψιμυθευτά,επίρ.:με καλαισθησία