Γλυκόπικρη γεύση άφησε η φετινή μελισσοκομική χρονιά στους μελισσοκόμους, που παρά τις σταθερές τιμές και τις μέτριες αποδόσεις, το αυξημένο κόστος παραγωγής προβληματίζει για το μέλλον του κλάδου.
Τα συναισθήματα που επικρατούν είναι ανάμεικτα όπως επίσης και οι εκτιμήσεις για την παραγωγή μελιού, ανάλογα με την περιοχή, το είδος και την ποιότητα του τελικού προϊόντος χαρακτηρίζεται από μέτρια ως και μειωμένη.
Κοινός τόπος όμως, αποτελούν οι δυσκολίες που έφερε το αυξημένο κόστος παραγωγής, τόσο με τον διπλασιασμό της τιμής της ζάχαρης όσο και του πετρελαίου, που δεν επιτρέπουν στους επαγγελματίες του χώρους να σηκώσουν κεφάλι.
Η πλούσια βλάστηση της χώρας μας, οι περιβαλλοντικές και κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν, καθώς και η εξαιρετική μελισσοκομική χλωρίδα συμβάλλουν ώστε το ελληνικό μέλι, να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και να στοχεύει στην ποιότητα.
Ωστόσο, αυτά από μόνα τους δεν αρκούν. Οι βαθιές τομές και οι διορθωτικές κινήσεις, η ενίσχυση της παραγωγής, η καθιέρωση του ελληνικού σήματος, η ανάδειξη της ονομασίας προέλευσης, μπορούν να συμβάλλουν ώστε το ελληνικό μέλι να αποκτήσει τη θέση που του ανήκει.
Οι αποδόσεις
Καλύτερες ποσότητες από τις αναμενόμενες έδωσε τελικά φέτος και ειδικά κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους στις περισσότερες περιοχές της χώρας το έλατο, ενώ οριακές ήταν οι αποδόσεις για το πεύκο. Μάλιστα, στην Κρήτη, οι απώλειες του πευκόμελου, άγγιξε ακόμα και το 60%. Αντίθετα τα ανοιξιάτικα ανθόμελα ήταν ελάχιστα.
Όμως, όπως επισήμανε στον ΟΤ ο πρώην πρόεδρος και νυν μέλος της Διοίκησης της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος κ. Βασίλης Ντούρας, «επί της ουσίας η μελισσοκομική χρονιά έκλεισε κοντά στο μέτριο».
Πάνω στο ήδη δυσβάσταχτο κόστος μετακίνησης των μελισσιών σε άλλες περιοχές, με πιο πλούσια ανθοφορία, προστίθεται και η αύξηση στην τιμή της ζάχαρης, η οποία χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία των μελισσών.
«Όταν μία χρονιά κλείνει κοντά στο μέτριο με διπλασιασμό της τιμής ζάχαρης, την οποία αγοράζουμε στα 1,08 ευρώ/κιλό (συν ΦΠΑ) από 0,47-0,49 ευρώ/κιλό (συν ΦΠΑ), με το πετρέλαιο αυξημένο, τότε η χρονιά είναι δύσκολη για τους μελισσοκόμους, παρά το γεγονός ότι η χρονιά από πλευράς παραγωγής δεν ήταν. Δεν μπορείς να περιορίσεις τα έξοδα όταν είσαι ενεργός μελισσοκόμος και πρέπει αναγκαστικά να μετακινήσεις τα μελίσσια».
Σε ό,τι αφορά την συνολική παραγωγή, όπως εξηγεί στον ΟΤ ο κ. Ντούρας, δεν είναι εφικτό να υπάρξει συγκεκριμένος αριθμός. Υπολογίζοντας όμως ότι υπάρχουν 22.000 μελισσοκόμοι και 2,4 εκατ. μελίσσια, με παραγωγή κατά μέσο όρο τα 15 κιλά, τότε η ποσότητα εκτιμάται ότι άγγιξε τους 40.000 τόνους πανελλαδικά.
Σε ό,τι αφορά την τιμή παραγωγού, σύμφωνα με τον κ. Ντούρα, αυτή αυξήθηκε κατά 10 με 20 λεπτά και ανάλογα με την ποιότητα και το είδος του μελιού, η μέση τιμή κυμάνθηκε στα 4 με 4,20 ευρώ/κιλό.
Κατά 60% μειωμένο το πευκόμελο στην Κρήτη
Μειωμένο ακόμα και στο 60% είναι το πευκόμελο στην Κρήτη. «Τα τελευταία χρόνια, η συγκομιδή στην Κρήτη ολοκληρώνεται νωρίτερα από το Νοέμβριο, λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε με τις μελιτοεκκρίσεις του πεύκου», λέει στον ΟΤ ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Ηρακλείου και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος κ. Κώστας Λεονταράκης, τονίζοντας ότι η μείωση της παραγωγής στην Κρήτη, είναι δραματική.
Παρά το γεγονός, ότι φέτος τα μέλια στην Κρήτη πουλήθηκαν και μάλιστα σε καλή τιμή αγγίζοντας τα 7 ευρώ/κιλό, το εισόδημα των μελισσοκόμων του νησιού ήταν μειωμένο. «Το αυξημένο κόστος παραγωγής σε ζάχαρη και πετρέλαιο, δεν βοήθησε ώστε να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε. Ακόμα και οι μετακινήσεις στη νομαδική μελισσοκομία περιορίστηκαν», τονίζει ο κ. Λεονταράκης, δηλώνοντας ότι οι μελισσοκόμοι του νησιού είναι προβληματισμένοι για το πώς θα ξεκινήσει η νέα σεζόν, που στην Κρήτη λόγω πρωιμότητας ξεκινά στα τέλη του Φεβρουαρίου. «Αυτή την στιγμή διεκδικούμε από το ΥπΑΑΤ αποζημίωση προκειμένου να πάρουμε μία ανάσα και μπορέσουμε να ξεκινήσουμε τη νέα σεζόν. Η μελισσοκομία είναι ένα ακριβό επάγγελμα και αρκετά κοστοβόρο για να συντηρηθεί», υπογραμμίζει.
Η καταστροφή στη Βόρεια Εύβοια
Δραματικές επιπτώσεις σχεδόν σε όλους τους μελισσοκόμους της χώρας είχε η καταστροφή στη Βόρεια Εύβοια από τις πυρκαγιές.
Στην Ελλάδα οι μεγαλύτερες ποσότητες μελιού προέρχονται από το πεύκο (55%-60%), ενώ από το θυμάρι είναι 15% και το έλατο 5%-10%. Κάθε χρόνο στα δάση της Βόρειας Εύβοιας, οι μελισσοκόμοι μετέφεραν περίπου 500.000 κυψέλες.
Να σημειωθεί ότι η Βόρεια Εύβοια παρήγαγε μέχρι σήμερα το 20% της πανελλαδικής παραγωγής μελιού.
Οι «ελληνοποιήσεις»
Αγκάθι για τον μελισσοκομικό κλάδο αποτελούν οι ελληνοποιήσεις και η «βάφτιση» εισαγόμενου φθηνού μελιού ως ελληνικό.
Το ελλιπές νομοθετικό πλαίσιο, οι σχεδόν ανύπαρκτοι έλεγχοι, καθώς και η πίεση που ασκείται στην τιμή του μελιού από τα φθηνά εισαγόμενα μέλια αφήνει «ανοιχτό» το παράθυρο για την διαιώνιση των ελληνοποιήσεων.
«Οι ελληνοποιήσεις είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα, το οποίο εντάθηκε από το 2015. Το πρόβλημα υπάρχει και δυστυχώς κανένας έλεγχος δεν μπορεί να το λύσει αν δεν υπάρξουν βαθιές τομές», επισημαίνει στον ΟΤ ο κ. Ντούρας.
Σύμφωνα με τον κ. Λεονταράκη, η θεσμοθέτηση του ελληνικού σήματος στο μέλι, το οποίο εκκρεμεί, θα περιορίσει τις ελληνοποιήσεις: «Και σε αυτή την περίπτωση απαιτούνται συγκεκριμένες δράσεις από την πολιτεία, δηλαδή να φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο. Δεν γίνεται να υπάρχουν φορολογικές, ασφαλιστικές απαιτήσεις από τον επαγγελματία μελισσοκόμο, όταν την ίδια στιγμή δεν διασφαλίζεται το προϊόν».
Πάντως σύμφωνα με παλαιότερες ανακοινώσεις του ΥπΑΑΤ, η δημιουργία του Εθνικού Ηλεκτρονικού Μελισσοκομικού Μητρώου ανάμεσα σε άλλα, θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση του φαινομένου των «ελληνοποιήσεων» καθώς παρέχει την τεχνική δυνατότητα για την εποπτεία των εισαγωγών και την παρακολούθηση της αγοράς του μελιού.
Στα δύο …χωρίστηκε η Ευρώπη
Το κακό σερί των δύο προηγούμενων χρόνων, μετά από το ιστορικό χαμηλό του 2021, συνεχίστηκε για τους ευρωπαίους παραγωγούς μελιού το 2022.
Μάλιστα, η σεζόν του 2022 δείχνει μια μεγάλη αντίθεση μεταξύ της αρκετά καλής παραγωγής στη Βόρεια Ευρώπη, ενώ η Νότια -όπου βρίσκεται η μεγαλύτερη παραγωγή – επλήγη σοβαρά από τις χειρότερες ξηρασίες των τελευταίων δεκαετιών, καταγράφοντας απώλειες έως και 80% στην παραγωγή μελιού. Αυτό το μικτό αποτέλεσμα επιβαρύνεται από την έκρηξη του κόστους παραγωγής για τον τομέα, όπου σε συνδυασμό με την άσχημη κατάσταση των τελευταίων χρόνων, πολλοί ευρωπαίοι παραγωγοί αμφισβητούν για το μέλλον τους.
Η Ευρώπη είναι περίπου κατά 60% αυτάρκης στην κατανάλωση μελιού. Σύμφωνα με τον FAO, η ευρωπαϊκή παραγωγή μειώθηκε κατά 16% μεταξύ 2015 και 2020 (από 257.000 σε 218. 000 τόνους), ενώ η ο αριθμός των κυψελών αυξήθηκε κατά 16% (από 17.189.000 σε 20.046.000 το 2016-2021).
Ειδικότερα, συνολικά στην ΕΕ παράγονται κάθε χρόνο περίπου 250.000 τόνοι μελιού, ενώ η αντίστοιχη ποσότητα που πωλείται εντός των συνόρων της είναι περίπου 450.000 τόνοι. Αυτό σημαίνει πως όλες μαζί οι χώρες της ΕΕ είναι αυτάρκεις σε μέλι σε ποσοστό μικρότερο του 60%. Οι 200.000 τόνοι μελιού που δεν επαρκούν, εισάγονται κάθε χρόνο από χώρες εκτός ΕΕ (οι 100.000 εξ αυτών εισάγονται επισήμως από την Κίνα).
Επιπλέον, η σημερινή μέση τιμή του ευρωπαϊκού μελιού που πωλείται χύμα κυμαίνεται μεταξύ 3ευρώ και 5ευρώ/κιλό ανάλογα με το περιοχή, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική πίεση πληθωρισμού.
Πηγή: in.gr