Είναι δυνατόν ένα κιλό φέτα Δωδώνη να είναι φθηνότερο στη Γερμανία από την Ελλάδα κατά 44 λεπτά του ευρώ; Κι όμως είναι. Η σύγκριση τιμών στο ράφι των σούπερ μάρκετ στην Κεντρική Ευρώπη και στην πατρίδα μας σε αντίστοιχα προϊόντα, αλλά και σε ελληνικής προέλευσης συσκευασίες, πείθει τον κάθε αφελή καταναλωτή πως στην Ελλάδα συντελείται διαχρονικά και συστηματικά κατά συρροή ληστεία του Έλληνα πολίτη. Είναι δυνατόν οι ελιές Καλαμών να πωλούνται φθηνότερα στο Βερολίνο παρά την Αθήνα; Ε, λοιπόν, είναι.
Ο επιχειρηματίας, βεβαίως, προτείνει την εξής εξήγηση. Η «Δωδώνη», επί παραδείγματι, διαθέτει το 80% της παραγωγής για εξαγωγή. Αυτό σημαίνει ότι ο Γερμανός χονδρέμπορος αγοράζει μεγάλες ποσότητες του προϊόντος και άρα η τιμή διαμορφώνεται χαμηλότερα απ’ ό,τι στην Ελλάδα, η οποία απορροφά μόνον το 20% της συνολικής παραγωγής. Παρ’ όλα αυτά, είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς πως το προϊόν που καταναλώνει παραδοσιακά ο μέσος Έλληνας, η δική του φέτα, μπορεί να κοστίζει στον Γερμανό, με τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, λιγότερο απ’ όσο στοιχίζει στον Έλληνα, με την υποτριπλάσια αγοραστική δύναμη. Είναι ζήτημα κοινής λογικής.
Όσο και να το ψάξει κάποιος, όσο και να το αναλύσει, θα καταλήξει πως δεν υπάρχει καμία καπιταλιστική λογική που να υπαγορεύει αυτή την απίστευτη αναντιστοιχία. Διότι είναι πρωτάκουστο ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος, ο οποίος κερδίζει τα τριπλά από τον αντίστοιχο Έλληνα, να αγοράζει τα βασικά προϊόντα διατροφής και τα είδη πρώτης ανάγκης σε χαμηλότερες από την Ελλάδα τιμές. Μία εξήγηση υπάρχει: Οι ελληνικές αλυσίδες τροφίμων, οι Έλληνες χονδρέμποροι, οι Έλληνες μεσάζοντες, οι ελληνικές εταιρείες των υπερκαταστημάτων τροφίμων και άλλων ειδών ληστεύουν τον Έλληνα πολίτη, μεθοδικά, συστηματικά και διαχρονικά.
Ενδεικτικές είναι οι τιμές σε μια σειρά από προϊόντα σε Γερμανία και Ελλάδα (πρόκειται για τιμές στο ράφι). Τα συμπεράσματα είναι οφθαλμοφανή. Προσέξτε την τελική τιμή του κρεμώδους τυριού Philadelphia. Στη Γερμανία κοστίζει 2,45 ευρώ η συσκευασία των 330g, ενώ στην Ελλάδα η τιμή είναι 2,53 ευρώ.
Όπως και στη συσκευασία του ενάμισι λίτρου Cola-Cola. Στη Γερμανία κοστίζει 0,99. Στην Ελλάδα το ίδιο ακριβώς προϊόν στο ράφι κοστίζει 1,54 ευρώ. Μιλάμε για την ίδια εταιρεία παραγωγής και εμφιάλωσης αλλά και διακίνησης, την ελληνικής καταγωγής εταιρεία Coca-Cola HBC, με έδρα την Ελβετία, της οικογένειας Λεβέντη – Δαυίδ. Είναι δυνατόν ο Έλληνας καταναλωτής να πληρώνει 55 ολόκληρα λεπτά παραπάνω από τον Γερμανό για την ίδια ποσότητα και ποιότητα προϊόντος;
Κοιτάξτε, τώρα, τι συμβαίνει με τη σκυλοτροφή. Η τιμή στην Ελλάδα του ίδιου προϊόντος, για την ίδια ποσότητα και την ίδια ποιότητα είναι διπλάσια. Τόσο πολύ κόστισε η μεταφορά της σκυλοτροφής με τις νταλίκες στην Αθήνα; Όχι βέβαια. Διότι, αν ήταν αυτό το πρόβλημα, τότε αντίστοιχα θα επιβαρύνονταν με τα μεταφορικά και οι τιμές των ελληνικών προϊόντων που εξάγονται στην Κεντρική Ευρώπη. Η σύγκριση είναι καταδικαστική. Δείτε, επί παραδείγματι, το παράδειγμα με τη φέτα Δωδώνη.
Ας συγκρίνουμε, τώρα, την τιμή πώλησης του γνωστού καφέ φίλτρου Jacobs. Στη Γερμανία τα 500 γραμμάρια κοστίζουν 5,49 ευρώ. Στην Ελλάδα 7,93. Η διαφορά υπέρ του Γερμανού καταναλωτή σαφής και ευδιάκριτη.
Μία ακόμη σύγκριση: Το σωληνάριο οδοντόκρεμας Colgate των 75 ml κοστίζει στη Γερμανία 1,49 ευρώ. Το ίδιο σωληνάριο στην Αθήνα κοστίζει 1,53 ευρώ. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Πάμε στο κρέας. Η τιμή του κιλού φρέσκου μοσχαρίσιου κιμά είναι 10 ευρώ στο Βερολίνο. Η αντίστοιχη τιμή στην Ελλάδα είναι 10 ευρώ σε μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ επίσης. Το κιλό της χοιρινής παντσέτας κοστίζει στο Βερολίνο 9,5 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα η μέση τιμή είναι 5,5 ευρώ. Σημαντικά φθηνότερη δηλαδή.
Το κιλό του φρέσκου κοτόπουλου στη Γερμανία κοστίζει 6,5 ευρώ. Στην Ελλάδα η τιμή της κατώτερης ποιότητας κοτόπουλου είναι 3,5 ευρώ. Η τιμή του ανώτερης ποιότητας (κίτρινο ελευθέρας βοσκής) είναι 5,5 ευρώ. Συγκρίνουμε μη βιολογικά προϊόντα.
Ένα ακόμη συγκρίσιμο προϊόν ως προς τις τιμές και ιδιαίτερα σημαντικό τρόφιμο είναι το ρύζι. Επιλέξαμε μια πολύ αναγνωρίσιμη συσκευασία, την Uncle Bens, η οποία βρίσκεται στα ράφια όλων των γερμανικών και ελληνικών σούπερ μάρκετ.
Έχουμε και λέμε. Η συσκευασία των 250 γραμμαρίων ποιότητας Basmati πωλείται στην Ελλάδα προς 1,99 ευρώ. Η ίδια ακριβώς συσκευασία στη Γερμανία πωλείται προς 1,79 ευρώ. Κατά 20 λεπτά του ευρώ φθηνότερα δηλαδή. Πολύ σημαντική διαφορά αν μάλιστα κάνουμε την αναγωγή ως προς την πραγματική διαφορά αγοραστικής δύναμης μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος.
Το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται και μετά τη σύγκριση των τιμών για τη συσκευασία Uncle Bens καστανό ρύζι των 500 γραμμαρίων. Στην Ελλάδα στοιχίζει 2,68 ευρώ. Στη Γερμανία 2,29. Περίπου 40 λεπτά του ευρώ φθηνότερα δηλαδή.
Ας πάμε, τώρα, σε ένα εντελώς διαφορετικό προϊόν, βιομηχανικής προέλευσης. Πρόκειται για έναν αναπτήρα τον οποίο αγοράζουμε στα σούπερ μάρκετ. Ο αναπτήρας στην Ελλάδα κοστίζει 3,58 ευρώ. Στη Γερμανία ο ίδιος αναπτήρας πωλείται προς 2,99 ευρώ. Πραγματικά δυσεξήγητη η διαφορά. Κι ας μην ακούσουμε ως επιχείρημα το περίφημο περί εισαγόμενης τεχνολογίας, διότι θα γελάσει και ο κάθε πικραμένος.
H εικόνα στην κατηγορία των απορρυπαντικών είναι διαφορετική. Στις ταμπλέτες της μάρκας ARIEL οι τιμές είναι διαμορφωμένες ως εξής: Η συσκευασία των 15 τεμαχίων πωλείται στη Γερμανία προς 5,49 ευρώ. Η διπλή ποσότητα στην Ελλάδα προς 8,98 ευρώ. Αν υποδιπλασιάσουμε, τότε η τιμή στο ράφι για τις ταμπλέτες αυτές είναι 4,45 ευρώ, δηλαδή φθηνότερα από τη Γερμανία.
Στην περίπτωση του μαλακτικού για τα ρούχα, μάρκας Lenor, η κατάσταση έχει ως εξής: Η τιμή του λίτρου στη Γερμανία είναι 26,10 ευρώ. Στην Ελλάδα η τιμή του λίτρου εκτοξεύεται στα 42,68. Πολύ ακριβότερο δηλαδή. Ως προς τις ίδιες συσκευασίες που πωλούνται στο ράφι, το Lenor στη Γερμανία πωλείται προς 5,49 ευρώ, ενώ στο ελληνικό σούπερ μάρκετ προς 8,96 ευρώ. Δείτε τις αντίστοιχες αναρτήσεις στις ιστοσελίδες αυτών των προϊόντων.
Ένα κουτί NIVEA των 150 ml στη Γερμανία κοστίζει 2,19, ενώ η αντίστοιχη συσκευασία στην Ελλάδα 3,48 ευρώ.
Το πολύ γνωστό σαμπουάν Pantene στη συσκευασία των 300 ml, στην Ελλάδα πωλείται προς 2,84 ευρώ, ενώ στη Γερμανία 2,95. Οι συσκευασίες είναι ισόποσες. Πρόκειται για άλλη μία περίπτωση εξαίρεσης (το παρατηρήσαμε και στις τιμές του απορρυπαντικού ARIEL) που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Η τιμή του συγκεκριμένου βιομηχανικού προϊόντος είναι μεγαλύτερη στη Γερμανία σε σχέση με την Ελλάδα.
Τέλος, το λάδι ελιάς μάρκας «ΓΑΙΑ» πωλείται στη Γερμανία προς 22,78 ευρώ το λίτρο. Στην Ελλάδα πωλείται προς 12,60 το λίτρο. Πρόκειται για έξτρα παρθένο βιολογικό ελαιόλαδο. Οι τιμές που αναφέρονται παραπάνω υπολογίστηκαν επί των τιμών που αναγράφονται στις συσκευασίες που πωλούνται στη Γερμανία και στην Ελλάδα. Στα ελληνικά σούπερ μάρκετ είναι διαθέσιμη η συσκευασία των 750 ml. Στη Γερμανία προσφέρεται η συσκευασία των 500 ml.
Ένα πρώτο συμπέρασμα: Αν ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει το κιλό τον κιμά όσο και ο Γερμανός, τότε ο Έλληνας πολίτης τον χρυσοπληρώνει. Διότι απλώς ο Γερμανός πολίτης διαθέτει τριπλάσιο κατά μέσο όρο εισόδημα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τιμές του φρέσκου κοτόπουλου. Η σύγκριση είναι καταδικαστική για τον Έλληνα καταναλωτή. Κάποιος θα πρέπει να εξηγήσει πειστικά τους λόγους που επιβάλλουν μια τέτοια πρακτική τιμολόγησης. Γνωρίζουμε ότι δεν επιτρέπεται η επιβολή πλαφόν στις τιμές.
Μπορεί, όμως, να μπει πλαφόν στα περιθώρια κέρδους σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και μεταφοράς. Επιτρέπεται, επίσης, να επιχορηγηθεί προσωρινά (αλλά ουσιαστικά) ο πολίτης για να αντεπεξέλθει στα αδιέξοδα που εμφανίζονται λόγω διεθνών κρίσεων. Μέχρι στιγμής έχει αφεθεί στη μοίρα του. Οι κυβερνητικές ανακοινώσεις περί «ρυθμιστικών παρεμβάσεων» και ενίσχυσης του εισοδήματος είναι απλώς ένα κακόγουστο αστείο.
Πηγή: zougla.gr