Γράφει ο Γιώργος Μαμάκης
Τα Μάταλα δεν είναι τόπος. Είναι ρωγμή. Είναι μια σχισμή στο χωροχρόνο όπου η λογική διαλύεται και αναδύεται κάτι άγριο, αρχέγονο, αληθινό. Δεν πατάς απλώς σε μια παραλία – πατάς στην κόψη ενός μύθου που ακόμη καίει.
Ο βράχος δεν στέκεται· επιβάλλεται. Με τις σπηλιές του ανοιγμένες σαν στόματα που ζητούν να σου μιλήσουν. Να σε καταπιούν. Είναι τάφοι, είναι μήτρες, είναι καταφύγια και ομολογίες. Εδώ δεν κοιμήθηκαν μόνο χίπις — κοιμήθηκαν τα όνειρα της ανθρωπότητας για ελευθερία, γυμνά, ιδρωμένα, φωτισμένα απ’ το φεγγάρι. Και κάτι έμεινε. Κάτι ανεξήγητο.
Η άμμος καίει. Το νερό δεν σε δροσίζει· σε ξυπνά. Η θάλασσα χτυπά με μανία τα θεμέλια του βράχου, σαν να θυμάται – σαν να διεκδικεί. Δεν είναι ήρεμη θάλασσα, είναι θάλασσα με μνήμη. Κάθε κύμα και μια ιστορία. Κάθε βουτιά και μια κάθαρση.
Και τότε πέφτει ο ήλιος. Όχι απαλά, όχι ρομαντικά. Πέφτει με ορμή, με φλόγα, με πάθος. Ο ουρανός παίρνει φωτιά – κόκκινο, χρυσό, πορτοκαλί – και ο κόσμος σωπαίνει. Όχι από θαυμασμό, αλλά από δέος. Γιατί εκείνη τη στιγμή, νιώθεις: κάτι ιερό συμβαίνει. Κάτι που κανένα φίλτρο και καμία φωτογραφία δεν μπορεί να πιάσει.
Τα Μάταλα δεν είναι για τουρίστες. Είναι για προσκυνητές. Για εκείνους που κουβαλούν μέσα τους ανησυχία, φωτιά, δίψα. Για όσους δεν βολεύονται στα έτοιμα, αλλά ψάχνουν την αλήθεια εκεί που άλλοι βλέπουν απλώς άμμο και πέτρα.
Αν φτάσεις εκεί, μην ρωτήσεις τίποτα. Άφησε τη σπηλιά να σε κοιτάξει. Τη θάλασσα να σε αγγίξει. Και τότε θα καταλάβεις: στα Μάταλα, δεν ταξιδεύεις για να δεις· ταξιδεύεις για να θυμηθείς ποιος είσαι.