Του Χάρη Βαβουρανάκη
Επιστροφή στα παιδικά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια.
Κάθε διαδρομή προς το κέντρο της πόλης ήταν ξεχωριστό γεγονός στα παιδικά μου μάτια.
Η γιαγιά μου ήθελε “φλοκάκια” Κόκος, εκείνα με την αγελάδα, από του Κιούλπαλη κι έστελνε εμένα να τα πάρω.
Το κίνητρο ήταν πέντε φλοκάκια για μένα κατά την παράδοση, και μερικά “μαύρα” φαγωμένα στο δρόμο της επιστροφής.
Σε μια τέτοια αποστολή” στη μέση της Καλοκαιρινού, ήταν που γνώρισα τον Μάρκο.
Φορούσε καπέλο αξιωματικού, πλατύγυρο με γείσο, κατακόκκινο στρατιωτικό σακάκι, πάνω από ένα σκούρο μπλε ζιβάγκο, με τα χρυσά κουμπιά πάντα κουμπωμένα.
Στις επωμίδες διακριτικά στρατιωτικού βαθμοφόρου και στην αριστερή στην άκρη προς τον ώμο, τρία κίτρινα κορδόνια -τα γαλόνια του, έτσι μου τα είπε.
Πήγα να περάσω απέναντι.
Εκείνη την εποχή ο δρόμος ήταν διπλής κυκλοφορίας μέχρι το Αστόρια κι είχε πάντα μια σχετική κίνηση.
O Mάρκος πετάχτηκε από το στενό, εκείνο που από την Καλοκαιρινού βλέπει απευθείας την Αγία Αικατερίνη και το ιερό του Αγίου Μηνά, σφυρίζοντας μπήκε στη μέση του δρόμου σταματώντας ένα αυτοκίνητο και μου έκανε νόημα, χαμογελώντας, να περάσω.
Ο οδηγός αντί να θυμώσει, τον χαιρέτησε με ένα τεράστιο χαμόγελο…” γεια σου ρε Μάρκο” το επιφώνημα του.
Ο Μάρκος τον κοίταξε, σφύριξε παρατεταμένα κάνοντας χαρακτηριστικές κινήσεις για να προχωρήσει, σοβαρός, επιτελώντας το καθήκον του.
Μετά έμαθα πως ντυμένος “στρατηγός” έκανε τον τροχονόμο, τριγυρνώντας στο κέντρο, ρυθμίζοντας την κυκλοφορία, δίνοντας προτεραιότητα σε όποιον πίστευε ότι την δικαιούταν.
Αυτός ο άκακος άνθρωπος, ο Μάρκος του Ηρακλείου, ο Μάρκος όλων ημών που τον γνωρίσαμε που τον συναντήσαμε στους δρόμους του Ηρακλείου, έφυγε χτες για την απάνω γειτονία, την γειτονιά των αγγέλων ανασύροντας, διαβάζοντας την είδηση, μνήμες και στιγμές μιας άλλης όμορφης εποχής…!
Καλό ταξίδι Μάρκο….!