Κείμενο – Φωτογραφία: Γιώργος Γεωργουδάκης
ΜΑΝΑ !!..
Σηκωνόταν κάθε πρωί καί πρίν κάνει οτιδήποτε άλλο κατευθυνόταν πρός τό προσκυνητάρι.
Έκανε τόν σταυρό της, αργά, ευλαβικά.
Έπιανε μέ τό δεξί της χέρι τό μικρό ποτηράκι πού χρησιμοποιούσε γιά καντήλι τό έφερνε στό αριστερό της χέρι καί ξανάκανε τόν σταυρό της.
Τό άφηνε απαλά πάνω στό τραπέζι πού βρισκόταν εκεί δίπλα, άνοιγε μία μικρή μπιζουτιέρα πού μέσα αντί γιά χρυσαφικά είχε θυμίαμα, καρβουνάκια, φυτιλάκια.
Πρόσθετε λίγο λάδι, άλλαζε τό φυτιλάκι, τό άναβε ψέλνοντας τό «Άξιον εστίν», τό τοπετούσε καί πάλι στό κέντρο τού προσκυνηταριού.
Τό παλιό φυτιλάκι μέ τήν χαρτοπετσέτα δέν τά πετούσε στά σκουπίδια, είχε μιά ειδική σακούλα, όταν γέμιζε τήν έπαιρνε καί τήν έκαιγε σέ μία άκρη τής αυλής τού σπιτιού της.
Κάθε μέρα ό γιος της τήν πετύχαινε σέ κάποιο σημείο αλλαγής τού φυτιλιού.
Αυτός πήγαινε πάντα βιαστικά στό μπάνιο, νά πλυθεί, νά ντυθεί νά πάει στήν δουλειά.
Ό πατέρας του τούς είχε αφήσει εδώ καί χρόνια, μάλλον καλύτερα πού έφυγε μιάς καί ή καημένη του ή μάνα τράβηξε πολλά από τά μεθύσια καί τίς ασωτίες του.
Τήν παρατηρούσε κάθε μέρα, κάθε πρωί νά ψέλνει, νά θυμιάζει τό σπίτι, νά τόν αποχαιρετά μέ τό θυμιατό στό χέρι, νά τόν σταυρώνει καθώς αυτός απομακρυνόταν.
Καί πάλι τήν έβλεπε νά ανοίγει απαλά τίς κουρτίνες τού παραθύρου καί νά τόν παρατηρεί καθώς έμπαινε στό αμάξι.
Μετά καί αυτή ντυνόταν καί πήγαινε στό ναό νά ακούσει τήν γλυκιά φωνή τού ιερέα νά ψέλνει τόν όρθο τής ημέρας.
Μέσα στό ναό καθόταν όρθια κάτω από τήν αγιογραφία τής Αγίας Αικατερίνης.
Εκεί στό στασίδι ακουμπούσε λίγο, έκλεινε τά μάτια της καί έλεγε τήν ευχή.
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με.
Μόλις τελείωνε ό όρθος περίμενε τόν πάτερ νά πάρει τήν ευχή του.
Έβαζε μετάνοια, φιλούσε τό χέρι του καί έφευγε.
Τό απόγευμα καθώς γυρνούσε κουρασμένος από τήν δουλειά τήν έβρισκε είτε νά κρατά τό συναξάρι είτε τό προσευχητάρι.
Τού έβαζε νά φάει, δέν τόν ρωτούσε πολλά, μόνο άν ήταν καλά, μόνο άν ήθελε κάτι καί μπορούσε νά τό κάνει.
Καθόταν μαζί του και τον έβλεπε να τρώει.
Τόν έβλεπε καί χόρταινε καί ή ίδια, χαιρόταν όταν έτρωγε όλο τό φαγητό στό πιάτο, μά χαιρόταν περισσότερο εάν ζητούσε κι άλλο.
Άν σήκωνε τά μάτια του έβλεπε πάντα τό χαμόγελό της.
Σιωπηλή, ήρεμη, παρόν.
Τελείωνε τό φαγητό του.
Έκανε τόν σταυρό της.
Σηκωνόντουσαν από τό τραπέζι.
Πήγαινε στό σαλόνι, άνοιγε τήν τηλεόραση, έβλεπε είδήσεις ή αθλητικά, μπορεί νά τόν έπερνε ό ύπνος εκεί.
Κατά τό βραδάκι, σηκωνόταν ντυνόνταν καί καθώς άνοιγε τήν πόρτα έλεγε «μάνα, θά βγώ…».
Ή φωνή της ακουγόνταν πίσω από τήν κλειστή πόρτα τού δωματίου της, έκανε νά τόν προλάβει μά τίς περισσότερες φορές τόν λόγο της τόν προλάβαινε ό ήχος τής εξώπορτας «…νά προσέχεις παιδί μου…».
Έμενε στήν κλειστή εξώπορτα, όρθια, μόνη, σιωπηλή.
Μετά από λίγο γυρνούσε στό δωμάτιό της.
Δίπλα στο μονό κρεβάτι της είχε ένα μικρό χαλάκι.
Σήκωνε απαλά την φούστα της, τά γονατά της ακουμπούσαν χάμο.
Τό βλέμμα της έμενε καρφωμένο σέ μία εικόνα Τής Παναγίας πού είχε στό κομοδίνο της.
Δέν άκουγες τίποτα νά βγαίνει από τό στόμα της, δέν άκουγες φωνή, μά άν ήσουν παρόν θά τά έβλεπες τα μάτια της νά γεμίζουν δάκρυα, νά χαρακώνουν τά μάγουλά της, νά κυλάνε στό λαιμό της καί νά χάνονται στήν αλυσίδα τού σταυρού της.
Οί ώρες περνούσαν, δύο, τρείς καί τέσσερις ώρες.
Στά γόνατα. Στό μικρό αυτό χαλάκι, στήν μικρή αυτή κάμαρα.
Ποτέ της δέν έκανε κύρηγμα στό γιο της.
Ποτέ της δέν τόν ρωτούσε πού πήγαινε, μέ ποιούς ήταν, τί έκανε.
Τήν ανησυχία της τήν έκανε προσευχή.
Τό κλειδί στήν πόρτα ακουγόταν.
Ήταν ό γιος της. Γύρισε.
Έκανε τόν σταυρό της.
Ακουμπούσε τό μέτωπό της χάμο καί έμενε εκεί μέχρι ό γιός της νά μπεί στό δωμάτιό του.
Αφού έπεφτε γιά ύπνο, έκανε αυτή νά σηκωθεί.
Μά κάποιες φορές ήταν τόσο δύσκολο.
Τόση ώρα στά γόνατα δέν αισθανόταν πλέον τά πόδια της.
Προσπαθούσε στηριζόμενη στό κρεβάτι της.
Κάποιες φορές ίσα ίσα πού κατάφερνε νά ακουμπήσει τό σώμα της στό στρώμα, κάποιες άλλες φορές έμενε χάμο απλώνοντας τά πόδια της περιμένοντας νά κυκλοφορήσει καί πάλι τό αίμα.
Τήν επόμενη μέρα, ή πόρτα τού δωματίου του άνοιγε.
Καθώς πήγαινε στό μπάνιο τήν έβλεπε καί πάλι νά αλλάζει τό φυτιλάκι.
Καί αυτό γινόταν χρόνια. Πάντα διακριτική.
Είχανε μεταξύ τους μία συνδέουσα απόσταση, μία σχέση σεβασμού, κατανόησης, αλληλοπεριχώρησης.
Ό καιρός περνούσε.
Γνώρισε μία κοπέλα όμορφη, καλοσυνάτη, απλή.
Τήν αγαπούσε πολύ ό γιος της, καί αυτή τήν αγάπησε πολύ.
Τήν έφερε καί στό σπίτι.
Τής είπανε ότι έχουν σκοπό νά παντρευτούν.
Ή μάνα του σηκώθηκε έκανε τό σταυρό της, «νά ναι ευλογημένο παιδιά μου», είπε, έπεσα στά γόνατα, έπιασε τά χέρια τής κοπέλας καί τά φίλησε.
Τά φίλησε καί τά γέμισε δάκρυα, δάκρυα χαράς.
Πέρασαν μερικές ημέρες.
Τό πρόγραμμα στό σπίτι δέν άλλαξε.
Μέχρι εκείνο το πρωινό.
Ξύπνησε, βγήκε από τό δωμάτιό του μά δέν είδε τήν μάνα του. Κοντοστάθηκε.
Έμεινε ακίνητος μερικά δευτερόλεπτα.
Τά μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Τά χείλη του ψέλλιζαν μία λέξη μά τήν επαναλάμβαναν αδύναμα, ψιθυριστά.
Μά όσο πήγαινε ή λέξη δυνάμωνε, μέχρι πού ή φωνή του έγινε κραυγή… «μάνα μου», έλεγε καί ξανάλεγε, έτρεξε στή μικρή της κάμαρα.
Άνοιξε τήν πόρτα.
Τήν είδε γονατιστή πάνω στό μικρό χαλάκι.
Ακίνητη, σιωπηλή, ήρεμη, χωρίς πνοή, μέ μάτια κλειστά, μέ τό κομποσχοίνι στά χέρια της.
Είχε γύρει καί ακουμπούσε στό πλάι τού κρεβατιού.
Τό μικρό πορτατίφ ήταν ακόμα αναμένο.
Μπροστά της ή εικονά Τής Παναγίας.
Γονάτισε δίπλα της.
Σταμάτησε νά φωνάζει.
Σταμάτησε νά κινείται κι αυτός.
Καί οί δύο πλέον ήταν γονατιστοί.
Μάνα καί γιος. Δίπλα δίπλα.
Μετά από μερικά λεπτά γύρισε, τήν είδε, τής χάιδεψε τά μαλλιά, τήν πλησίασε καί τήν ασπάστηκε στά μάτια της, σ’αυτά τά μάτια πού ήταν ακόμα υγρά από τά δάκρυα τής προσευχής της, τής νήψης πού βίωνε.
Τά δικά του μάτια είχαν γίνει κόκκινα από τήν αλμύρα τών δακρύων του.
Ή όψη του όμως ήταν ειρηνική, όπως τής μάνας του.
Σηκώθηκε.
Πήγε πρός τό προσκυνητάρι.
……Πήρε μέ τό δεξί του χέρι τό καντηλάκι.
Άλλαξε τό φυτιλάκι.
…..Έκανε τό σταυρό του.
Μετά ειδοποίησε τούς συγγενείς…
..Το μεγαλύτερο κήρυγμα είναι η ζωή μας.!!!..