Στις 29 Μαΐου του 1508 στην Κρήτη έγινε ένας από τους σφοδρότερους σεισμούς στην ιστορία, με σημαντικές καταστροφές και σεισμούς σ΄ όλο το νησί, αλλά κυρίως στο Χάνδακα και την Ιεράπετρα. Η πόλη του νομού Λασιθίου, μάλιστα, ισοπεδώθηκε και δεν ξανακτίστηκε παρά μετά από πολλά χρόνια και, ως μια μικρή κώμη με μικρό φρούριο, όπως λέει ο Ελευθέριος Πλατάκης. Σοβαρές ζημιές υπέστη και η Σητεία, αλλά και πολλές άλλες περιοχές της ανατολικής Κρήτης. Λιγότερο επλήγη η δυτική Κρήτη, αλλά ζημιές υπήρξαν στο Ρέθυμνο και τα Χανιά. Στο Χάνδακα μόνο 4-5 σπίτια έμειναν κατοικήσιμα, ενώ κατέρρευσαν πολλές εκλησίες και όλα τα καμπαναριά της πόλης. Ανάμεσα στα κτίρια που υπέστησαν μεγάλες καταστροφές ήταν ο ναός του Αγίου Τίτου (όπου βρίσκεται και ο σημερινός ναός), ο Άγιος Μάρκος (η Βασιλική), το Δουκικό Ανάκτορο (απέναντι από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, επί της σημερινής πλατείας Λιονταριών), ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου, στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το αρχαιολογικό μουσείο, ο ναός του Αγίου Σωτήρος (στο Βαλιδέ Τζαμί, στον οποίο η χούντα επεφύλασσε χειρότερη αντιμετώπιση από τον Εγκέλαδο, καθώς τον κατεδάφισε…)
Για το συγκεκριμένο σεισμό, τον οποίο ο Βασίλης και η Κατερίνα Παπαζάχου υπολογίζουν ότι διήρκεσε 15-20 δευτερόλεπτα και ήταν 7,2 Ρίχτερ, υπάρχουν αναλυτικές περιγραφές, με σημαντικότερη εκείνη του Ενετού Δούκα του νησιού Ιερώνυμου Δονάτου, ο οποίος έζησε τα γεγονότα ευρισκόμενος στο Χάνδακα. Ο Δονάτος 1,5 μήνα μετά το σεισμό, κι ενώ ακόμη η γη κάτω από τα πόδια των κατοίκων σειόταν, έγραψε στο φίλο του Πέτρο Κονταρηνό, περιγράφοντάς του πλήρως και με συγκλονιστικό τρόπο τα γεγονότα που ζούσε. Θα ήταν, όπως θα λέγαμε σήμερα, η ολοκληρωμένη μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα. Δίνοντας την εικόνα γι’ αυτό που έζησε, γράφει στο φίλο του χαρακτηριστικά ο Δούκας-ένας λόγιος της εποχής και πιστός στο Θεό άνθρωπος-ότι “ο σεισμός διήρκεσε μέχρι να πεις το πάτερ ημών γρηγορότερα!”. “Τα σπίτια”, γράφει ακόμη ο Δονάτος “κουνήθηκαν ακριβώς όπως σαλεύουν τα καράβια, όταν τα κύματα είναι ταραγμένα”. Την επιστολή διατήρησε στα Λατινικά ο Cornelius στο δεύτερο τόμο του περίφημου έργου του Creta Sacra (“Ιερή Κρήτη”).
Υπάρχουν επίσης ποιήματα που γράφηκαν με αφορμή το συγκλονιστικό γεγονός, τα οποία μας δίνουν πληροφορίες όχι μόνο για το σεισμό, αλλά και για την πρωτεύουσα της Κρήτης στις αρχές του 16ου αιώνα, τους δρόμους και τις πλατείες της, τα κτίριά της και τις καταστροφές που επέστησαν.
Το σεισμό έχουν περιγράψει επίσης περιηγητές ενώ υπάρχουν και ενθυμήσεις, σημειώσεις, δηλαδή για τις ημέρες εκείνες σε χειρόγραφα ιδιωτικά ή δημόσια, κάτι σαν ημερολόγια, θα λέγαμε σήμερα.
Πριν το σεισμό ακούστηκε θόρυβος, ενώ η δόνηση διήρκεσε αρκετή ώρα. Ολόκληρη η Κρήτη συγκλονίστηκε και οι νεκροί ξεπέρασαν τους 300, όπως αναφέρει στο ίδιο κείμενο ο Δούκας, ενώ υπάρχουν άλλα κείμενα περιηγητών που ανεβάζουν τον αριθμό των θυμάτων ακόμη και στους 30.000 (!), όπως ο Jodocus, τον οποίο αναφέρει ο Ελευθέριος Πλατάκης. Ο προσκυνητής Georgius μιλάει για 600 νεκρούς. Πάντως ο Πλατάκης αναφέρει ότι πιθανότατα έχει δίκιο ο Δονάτος, καθώς ως ο πολιτικός υπεύθυνος του νησιού είχε και την αρμοδιότητα να καταγράψει επίσημα των αριθμό των νεκρών.
Στην πόλη του Χάνδακα έπεσαν σχεδόν όλα τα σπίτια, εκτός από 4-5, ενώ υπέστησαν σημαντικές καταστροφές τα Τείχη. Η πόλη της Ιεράπετρας καταστράφηκε εντελώς και δεν ξαναχτίστηκε παρά στα τέλη του 16ου αιώνα, ως μια μικρή κώμη με αντιστοίχως μικρό φρούριο. Μεγάλες καταστροφές υπέστη και η Σητεία.
Ο σεισμός χτύπησε κυρίως την ανατολική Κρήτη, ενώ η δυτική είχε πολύ λιγότερα προβλήματα. Κυρίως οι πόλεις των Χανίων και του Ρεθύμνου υπέστησαν τις συνέπειες.
Η δόνηση έγινε αισθητή σχεδόν σε όλα τα νησιά του Αιγαίου, αλλά και στη Ζάκυνθο, την Κύπρο και τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Ο Πλατάκης αναφέρει ότι η επικεντρική περιοχή του σεισμού θα πρέπει να τοποθετηθεί στη θάλασσα βορειοανατολικά της Κρήτης, κοντά στην Κάρπαθο.
Στο ιστορικό περιοδιό σύγγραμμα του Πέτρου Λάμπρου “Νέος Ελληνομνήμων” (τόμος 7, 1910) υπάρχει σημείωση σχετική με το σεισμό, με αρκετές ανορθογραφίες και λάθος χρόνο. Αντί του 1508 αναφέρεται το 1608, με τον Π. Λάμπρου να διορθώνει το χειρόγραφο. “1508-Μην Μάιος κθ’ εγήνην σεισμός μέγας εν τη νήσω Κρίτη ώστε και η χώρα του Χανδάκου εχάλασε μερικώς και επλάκωσεν πολλήν λαόν εις τας β’ ώρας της νυκτός βα’ εσπέρας. Ετους ζιζ’ ινδ. ια’ ηλίου κύκλος ιζ’ και της σελήνης στ’, θεμέλιον κη’ εις αφη’ γραφή ρισνάγγαμμα Λοστωμαρά σογιώργε (=Γεώργιος αμαρτωλός Μαγγανάρις)”. Οπως αναφέρει ο Λάμπρου, η σημείωση βρίσκεται “εν τέλει του κώδικος 526 της εν Αγίω όρει μονής Ιβήρων. Ως έτος, εις ο αναφέρεται το σημείωμα, απεδέχθην το αφη’, εν συγκρίσει προς το ανωτέρω υπ’ αρ. 168 αλλά προς τούτο δεν συμφωνεί το ζιζ’, διορθωτέον εις ζιστ’ ουδέ συμπίπτουσιν οι σημειούμενοι κύκλοι ηλίου και σελήνης”.
Μια ακόμη ενθύμηση, που περιλαμβάνεται στον κώδικα ο οποίος διατηρείται στη εθνική βιβλιοθήκη των Παρισίων, που περιέχει και άλλα κείμενα για την Κρήτη, μεταξύ αυτών και εγκύκλιο επιστολή του ιερέα Ιωάννη Πλουσηδιανού προς τους ιερείς του Χάνδακα. Η ενθύμηση προηγείται της επιστολής κι είναι γραμμένη από το γιό του κωδικογράφου Γεωργίου Αγαπητού, Μανούσου, είναι δημοσιευμένη από τον Μ.Ι. Μανούσακα στα “Κρητικά Χρονικά” (τόμος ΙΑ’, 1957) και σ’ αυτήν αναφέρεται (διατηρείται απολύτως η γραφή): “Εις αφη’ μην(ί) μαΐω κθ. εγινετον σησμός, ο μεγάλος και χάλασε την χόρα χάνδακο και τα χορϊα και τα καστέληα. εγο ο Μανούσος, ο αγαπιτός υιός του Γεωργ(ίου) γράφο:
και εις τούτο το σημϊον εγήνοντα σήσμιϊ ημέρες μ.”
Η πολιτεία του Χάνδακα ερήμωσε. “Οι γειτονιές αλάλητες και παραπονεμένες”, γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής Μανουήλ Σκλάβος, στη “Συμφορά της Κρήτης”, ένα από τα ποιήματα που γράφηκαν για να περιγράψουν το δράμα που έζησε το νησί.
Ο Στυλιανός Αλεξίου, στο έργο του “Το Κάστρο της Κρήτης και η ζωή του”, σημειώνει ότι ένας προσκυνητής, που πέρασε από το Κάστρο ύστερα από το σεισμό, περιγράφει μια παράξενη τελετή, που έγινε τη Μεγάλη Παρασκευή του ίδιου χρόνου. Σκοπός της τελετής ήταν η εξιλέωση του Θεού και η συγχώρεση των αμαρτιών, που, όπως όλοι (και ο Δονάτος) πίστευαν, είχαν φέρει το σεισμό. “Τριακόσιοι Βενετοί και Γραικοί στη γραμμή-γράφει στο βιβλίο του ο σοφός Καστρινός-με το πρόσωπο και το υπόλοιπο σώμα σκεπασμένο και γυμνή την πλάτη, γύριζαν τους δρόμους και τις πλατείες μαστιγώνοντας δυνατά ο ένας τον άλλον, τόσο σκληρά, ώστε τα αίματα έτρεχαν στα φορέματά τους και κάτω στη γη. Άλλοι το έκαναν αυτό για συγχωρεθούν οι ίδιοι και άλλοι για λογαριασμό τρίτων με αμοιβή. Πλήθος άντρες, γυναίκες και παιδιά ακολουθούσαν την πομπή φωνάζοντας οι καθολικοί misericordia και οι Γραικοί “ελέησον , ελέησον”.
Ο σεισμός, γράφει ο Παναγιώτης Κριάρης στην “Ιστορία της Κρήτης από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων” (πρώτος τόμος, 1930), ήταν “φοβερώτατος, συνοδευόμενος υπό υφαιστιωδών φαινομένων, κατηρείπωσε πολλά μέρη της νήσου, ιδίως δε την Ιεράπετραν και την Σητείαν και αυτόν τον Χάνδακα και εφόνευσε περί τας 30 χιλ. ανθρώπων (σ.σ. ο αριθμός σήμερα θεωρείται υπερβολικός). Είναι αληθές ότι η Ενετική σύγκλητος πληροφορηθείσα τα των αποτελεσμάτων του σεισμού έσπευσε να διατάξη όπως χορηγηθώσιν εις τους σεισμοπαθείς χρηματικά βοηθήματα εκ του δημοσίου ταμείου και άλλα δώρα εστάλησαν όπως ανακουφισθώσι κατά το δυνατόν οι παθόντες (σ.σ. ο Π. Κριάρης μεταφέρει αυτή την πληροφορία από το έργο του Giacomo Diedo “Storia della Repuplica di Venezia”- “Ιστορία της Δημοκρατίας της Βενετίας”), αλλά τούτο απετέλει συγκινητικήν εξαίρεσιν της ενετικής τακτικής, καθ’ ην πάσα δαπάνη εδικαιολογείτο μόνον εάν εγίνετο υπέρ των εν τη νήσω στρατιωτικών δυνάμεων της δημοκρατίας”.
Στα 1512 φτάνει στο Χάνδακα ο Domenico Trevisan, πρεσβευτής της Βενετίας στην Αυλή του σουλτάνου της Αιγύπτου. Έχουν περάσει 4 χρόνια από την καταστροφή κι ο ίδιος στο χρονικό της περιήγησής του (Κυριάκος Σιμόπουλος. “Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 330 μ.Χ.1700”, 1972) γράφει: “Πρέπει να είχε κάποτε πολύ όμορφα σπίτια ο Χάνδαξ. Τώρα είναι ερείπια εξαιτίας του σεισμού που έγινε τα μεσάνυχτα της 29ης Μαρτίου (σ.σ. ο περιηγητής από λάθος αναφέρει Μάρτιο και όχι Μάιο) 1508. Βλέποντάς τα θλίβεται η ψυχή σου, όπως όταν σεργιανίζεις στη Ρώμη.Ελάχιστες κατοικίες έχουν επισκευασθή. Ολα τα σπίτια της πολιτείας και των προαστείων είναι χαλάσματα, εκτός από τρία. Χάθηκαν πεντακόσιες ψυχές. Ο Θεός να προστατεύη τη Χριστιανοσύνη, κι όλες τις πολιτείες της.
Δεν είναι περίεργη η μεγάλη έκταση των καταστροφών: εδώ, αντί να χρησιμοποιούν ασβέστη για τις οικοδομές περιορίζονται στη λάσπη, που δεν προσφέρει καμιά στερεότητα”.
Από το ίδιο βιβλίο του Κ. Σιμόπουλου πληροφορούμαστε για μια ακόμη αναφορά περιηγητή που επισκέφτηκε το Χάνδακα μετά το σεισμό του 1508.
Ο Jacque le Saigre βρέθηκε στην πόλη τον Ιούλιο του 1518 και οι πρώτες του εντυπώσεις ήταν: “Μας είχαν πη ότι ο Χάνδαξ έμοιαζε με τις πιο όμορφες πόλεις της Γαλλίας. Είδαμε το αντίθετο. Ολα τα σπίτια έχουν γκρεμισθή από το σεισμό του 1500 (σ.σ. κάνει λάθος τη χρονολογία ο Γάλλος περιηγητής) που έθαψε στα ερείπια επτά χιλιάδες ψυχές. Πριν από την καταστροφή τα σπίτια ήταν σωστά παλάτια κι είχαν ταράτσες, έτσι που μπορούσε κανείς να περπατάει στις σκεπές όπως και στους δρόμους. Αυτές οι ταράτσες είναι τόσο στεγανές που δεν τις διαπερνά η βροχή. Τα νερά περνούν από λούκια και φεύγουν”.
Στο σεισμό του 1508 αναφέρονται όλοι οι ιστορικοί περιηγητές, ενώ ο Αντώνιος Γιάνναρης στο έργο του “Περί Ερωτοκρίτου και του ποιητού αυτού” (1889), αφού υιοθετεί την άποψη περί 30.000 θυμάτων της καταστροφής, σημειώνει ότι και η Σητεία μετεβλήθη εις “ερειπιώδη κώμη”.
Υπάρχουν ακόμη στίχοι του Ηieronymus Bononius αφιερωμένοι στο λόγιο Μάρκο Μουσούρο, που αναφέρονται στο σεισμό. Οι στίχοι υπάρχουν στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας και παρουσιάστηκαν από τον Π. Δ. Μαστροδημήτρη στα “Κρητικά Χρονικά” (“Ο σεισμός της Κρήτης (1508)” και ο Μάρκος Μουσούρος”, “Θησαυρίσματα”, τόμος 7, 1970. Στην επόμενη σελίδα δημοσιεύομε την επιστολή του Δονάτου στο φίλο του Κονταρηνό, σε μετάφραση από τη Λατινική, αλλά και σχολιασμούς του φιλολόγου Λευτέρη Αλεξίου με πληροφορίες για την πόλη του Χάνδακα και τα κτίριά της.
Πηγή: candiadoc.gr – Έρευνα: Αλέκος Ανδρικάκης