Του Μιχάλη Στρατάκη
Λυπούμαι τονε τον κακομοίρη τον άθρωπο, που δεν έχει βουργιάλι γεμάτο με θύμησες, ετούτους σες τση μαύρους κι άραχλους καιρούς.
Που δεν κουβαλεί χνάρια και σημάδια στο νου του, παρά μοναχά χρόνους και βάρυτα στση πλάτες του.
Εμένα, η μοίρα μου εστάθηκε πολλά χουβαρντού και ίσαμε τα πανοκόρδονα του είναι γεμάτο το βουργιάλι μου, απού σαφί το κουβαλώ πομέσα απ’ το πετσί μου.
Δοξάζω τηνε κάθε φορά που πλαντώ και κρούβομαι και ντελόγο κατέχω ποια είναι η λύτρωση κι ο σωσμός μου.
Ξεκρεμώ τη θυμησόβουργια από την ψυχή μου, σέρνω τα κορδόνια της, χώνω στα σωθικά της τη χέρα μου και ντακέρνω να γυρεύω, να πιάνω και να σέρνω όξω θύμησες κι αθιβολές.
Κι ίντα δεν πιάνει η βουργιογυρεύτρα η χέρα μου…
Πιάνει πόνους, πιάνει γέλια, πιάνει πίκρες, πιάνει ευτυχίες, πιάνει αίματα, πιάνει κόλλυβα, πιάνει πεθυμιές, πιάνει έρωτες, πιάνει γονατίσματα, πιάνει ξανασηκώματα, πιάνει φιλιές, πιάνει όχθρητες, πιάνει ήττες, πιάνει νίκες, πιάνει ίδρους, πιάνει σακατέματα, πιάνει κοπελίστικα παιχνίδια, πιάνει ζήλιες, πιάνει κρασοκανάτες που ‘χουνε αδειάσει μπιστεμένοι φίλοι, πιάνει αγώνες κι αγωνίες, κι ίντα δεν πιάνει…
Καμιά φορά θαρρώ πως πιάνει και τον ίδιο το Θεό που ‘ναι χωσμένος στον πάτο τση βούργιας, εκειά που ξακλουθούνε να κοιμούνται όνειρα.
Και σέρνει όξω η χέρα μου ό,τι πεθυμά η ψυχή μου και η όρεξη μου, για να ξορκιστεί ο πλανταμός μου.
Και ξορκίζεται ο καταραμένος και χάνεται, καθώς χάνεται και η καταχνιά απου ‘χει καταπιεί όλο τον κόσμο γύρω μου και ίσαμ’ εκειά απού φτάνει τ’ αμάτι μου.
Και τότε σας, σηκώνω την κεφαλή και ντακέρνω το τραγούδι.
Ετούτη να η θυμησόβουργια, αδερφέ μου, είναι η σωτηρία μας στσ’ εποχές τση κατσιφάρας και τση μαυρίλας απού ζούμε.
Κι αλίμονο στον άθρωπο το μαυροκακομοίρη, απού δεν κουβαλεί πομέσα απ’ το πετσί του, γεμάτο βουργιάλι με θύμησες, με χνάρια, με σημάδια και με τιμημένες ρίζες που φωνιάζουνε:
«Στη γκρεμισμένη ντος φωλιά
στέκουν και κελαϊδούνε,
γιαυτό ζηλεύγω των πουλιώ
κι όχι γιατί πετούνε» !
Πηγή: Stratakis Mixalis