Όταν κάποιος δεν είναι συγγενής εξ αίματος, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να μπει σε μια οικογένεια και να τον θεωρήσεις τελικά αίμα σου…
Ο Λευτέρης ήταν ακριβώς αυτός ο άνθρωπος!
Ο καλός συγγενής!
Ο πιστός φίλος!
Ο σωστός οικογενειάρχης!
Ο ευλαβής χριστιανός!
Ο τιμητής της παράδοσης!
Πριν δυο χρόνια έχασα τον πατέρα μου και πριν αρκετά, έναν ακόμα συγγενή, τον Γιώργη τον Πρατικάκη, που ήταν για μένα πρότυπο, δεύτερος πατέρας.
Νόμιζα πως είχα πια ξεμπερδέψει, μέχρι την στιγμή που συνειδητοποίησα, ότι ο Λευτέρης έφτασε πια στο τέλος του αγώνα του με τον καρκίνο.
Αγώνα άνισο, που τον έδινε όμως με θάρρος, επιμονή, τρέλα και αγάπη και αγωνία για το παιδί του.
Άλλος ένας άνθρωπος που έχει παίξει βασικό ρόλο στο να διαμορφώσει στοιχεία του χαρακτήρα μου και να μου αφήσει μνήμες και αναμνήσεις που θα με συνοδεύουν σε όλη μου την ζωή.
Τον Λευτέρη τον θυμάμαι απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου και σε όλες τις φάσεις της ζωής μου.
Τον γνώρισαν οι γονείς μου την εποχή της άνθησης των Κρητικών συλλόγων στην Αθήνα και την εποχή που ο δικομματισμός έσπρωχνε τους ετεροδημότες να οργανωθούν σε ένα από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα.
Ήταν ένας φίλος των γονιών μου, που έμελλε να γίνει και δικός μου φίλος, αλλά και πολλά παραπάνω.
Θυμάμαι τον Λευτέρη να μένει σ ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου στην Ασκληπιού, στο κέντρο, μ ένα στενό μπαλκόνι, γεμάτο γλάστρες, τις οποίες περιποιόταν καθημερινά και μια φορά τον χρόνο τους άλλαζε χώμα.
Μας έπαιρνε λοιπόν με τον αδερφό μου, από πολύ μικρή ηλικία, έχοντας κερδίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη των γονιών μου, πολλά Σαββατοκύριακα και μας φιλοξενούσε σπίτι του.
Μας πήγαινε στο Μοναστηράκι και στο Σχιστό. Του άρεσε να χαζεύει τους πάγκους και να μαζεύει παλιά πράγματα και ιστορικά ντοκουμέντα.
Το ένα δωμάτιο του σπιτιού του ήταν γεμάτο αποκόμματα εφημερίδων, με γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα και την Κρήτη.
Η μπανιέρα στο μπάνιο του είχε έντονα σημάδια από τη βούρτσα, με την οποία έτριβε τα τζιν του, πλένοντας τα στο χέρι.
Η κουζίνα του πάντα γεμάτη λιχουδιές και πάντα σε λειτουργία και το σαλόνι του μ ένα μεγάλο καναπέ μπροστά στην τηλεόραση, που ήταν ανοιχτή πάντα στα κανάλια της ΕΡΤ.
Μας πήγαινε στο μαγαζί του Ξυλούρη ν’ αγοράσουμε κασέτες και στις γιορτές ή τα γενέθλια μας, μας έφερνε δώρο κρητικούς δίσκους, ή βιβλία του Καζαντζάκη.
Μας πήγαινε σε εκθέσεις λουλουδιών και αγοράζαμε γλαστράκια και πάντα άνοιξη καιρού πηγαίναμε να βρούμε floral, ένα συγκεκριμένο πάντα τύπο χώματος, για ν αλλάξουμε χώμα στα γιούκα που είχε στις γλάστρες του μπαλκονιού του.
Βάζαμε μουσική και μας μάθαινε φιγούρες στους Κρητικούς χορούς, ενώ καμάρωνε πάντα πως ήτανε χορευτής στο συγκρότημα της Δώρας Στράτου. Ο Λευτέρης ήταν όντως αέρινος χορευτής.
Μας μαγείρευε, μας έφτιαχνε γαλακτομπούρεκο με μπόλικο πορτοκάλι, μας τάιζε μας κοίμιζε και την επόμενη το απόγευμα μας γύρναγε σπίτι.
Ο Λευτέρης δεν ήταν γονιός, δεν ήταν συγγενής, δεν ήταν ένας απλός φίλος…
Ήταν πάντα ο Λευτέρης. Μια κατηγορία μόνος του. Ειδική κατηγορία.
Ο Λευτέρης έδινε σε όλους και ας παραμελούσε τον εαυτό του. Ήταν εκεί για όλους. Να βοηθήσει όπου μπορούσε και να υποχρεωθεί ακόμα και για απλούς γνωστούς του.
Περνώντας τα χρόνια και μεγαλώνοντας κατέβαινα με τον Λευτέρη στο χωριό.
Συμφωνία μου έλεγε, θα σε πάρω μαζί μου, θα πας στης γιαγιάς σου, αλλά θα έρθεις και στην Πλώρα, το χωριό του. Κι έτσι γινότανε. Με μάζευε από τις Μοίρες Σάββατο μεσημέρι από την αγορά και πηγαίναμε σπίτι, με την μάνα και τον πατέρα του.
Πηγαίναμε με την σκαφτηκιά στα χωράφια να ποτίσουμε, να μαζέψουμε ελιές, πορτοκαλολέμονα, χοχλιούς και ότι άλλο βρισκότανε ανάλογα την εποχή.
Γυρίζαμε τα χωριά για να πάρουμε τυρί, παξιμάδια, καλιτσούνια και μέλι. Ήξερε πάντα ποιο χωριό εξειδικευότανε στο ανάλογο προϊόν.
Είχε πάντα μια ιστορία να διηγηθεί για κάθε τόπο και για κάθε χωριό.
Ο Λευτέρης ήταν ένας καλός παιδαγωγός. Σε βοηθούσε να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Σου μεταλαμπάδευε τις αξίες του και την αγάπη του για την Ελλάδα και την Κρήτη. Μιλούσε για τους παλιούς με τόσο θαυμασμό και σεβασμό, που σ έκανε να θέλεις να τους μοιάσεις.
Του χρωστάω πολλά. Αυτός με πρωτοπήγε για σκοποβολή στου ξαδέρφου του, του Ανταλκίδα, τον οποίο καμάρωνε. Όλο το σόι του αγαπούσε και ήταν περήφανος γι αυτό. Μαζί πηγαίναμε στα κρητικά κέντρα και χορεύαμε. Με μάθαινε να μαγειρεύω, να πλένω τα ρούχα μου στο χέρι και να λούζω τα μαλλιά μου με πράσινο σαπούνι, που τα κρατάει γερά.
Δεν ξέρω τι να πρωτοθυμηθώ από τον Λευτέρη.
Συνειδητοποιώ ότι σε όλες της φάσεις της ζωής μου ήταν εκεί.
Ήταν εκεί όταν μας ερχότανε η όρεξη στις 11 και στις 12 τη νύχτα, να τον ξυπνήσουμε με τον πατέρα μου για να πάμε στα κρητικά, ήταν εκεί όταν τράκαρα, όταν έμπλεκα, στα γενέθλια μου και στις παρέες μου, κοπέλι με τα κοπέλια, έφηβος με τους έφηβους και μεγάλος με τους μεγάλους.
ΤΑΠΕΙΝΟΣ πάντα και με υπομονή. Την ίδια υπομονή με την οποία αντιμετώπισε την αρρώστια του, που δυστυχώς δεν του έκανε το χατίρι να τον παρατήσει και τελικά τον νίκησε.
Απ’ όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κρήτη, μιλάγαμε τακτικά στο τηλέφωνο και μετά την διάγνωση του ακόμα πιο συχνά. Πάντα ήταν αισιόδοξος μέχρι τον περασμένο Οκτώβρη που συναντηθήκαμε και μου λέει, Αντώνη κουράστηκα. Έχω παλέψει τρεις καρκίνους, τώρα πάλι με βρήκε κι άλλος. Δεν έχεις ανάγκη εσύ του είπα. Ξέρεις τον τρόπο. Αγάντα Λευτέρη για τον Επαμεινώνδα και για εμάς που σ αγαπάμε. Ναι ρε μου λέει. Εγώ πουλώ τρέλα και όλα θα πάνε καλά. Ύστερα κόψαμε την συζήτηση για να πάει βόλτα τον Γιωργάκη μου.
Ο Λευτέρης έδειχνε στα παιδιά μου διπλάσια αγάπη απ’ ότι σ εμένα, τα αγαπούσε σαν παιδιά του, τα καμάρωνε σαν τον Νώντα, για τον οποίο είχε πάντα να μου πει κι ένα νέο του κατόρθωμα. Τον Νώντα που με την γέννηση του ολοκλήρωσε τον Λευτέρη σαν άνθρωπο και του έδωσε την ευτυχία που του άξιζε. Μου έκανε πάντως εντύπωση το ότι κι αυτά, παρ ότι μικρά, το αντιλαμβάνονταν και του την ανταπέδιδαν. Κρίμα που δεν κατάφεραν να ζήσουν λίγες παραπάνω στιγμές με αυτόν τον σπάνιο άνθρωπο.
Μετανιώνω καμιά φορά που, παρ’ όλο που μ αρέσει να κουμπαριάζω, δεν έκανα κουμπάρο μου τον Λευτέρη. Μετά πάλι σκέφτομαι ότι ο Λευτέρης ήταν πάντα παραπάνω από κουμπάρος, συγγενής, ή φίλος.
Δεν είναι απλό πράγμα να παρουσιάσεις τον Λευτέρη μέσα σε λίγες γραμμές. Νιώθω όμως χρέος μου ν αποτίσω φόρο τιμής σε αυτόν τον Άνθρωπο, που παρ όλο που ήταν ήσυχος, σεμνός και ταπεινός, είχε μια τεράστια προσωπικότητα και δοτικότητα, με ατελείωτα αποθέματα αγάπης και καλοσύνης, χωρίς πονηριά, υστεροβουλία και δόλο.
Άνθρωποι σαν τον Λευτέρη δεν ξεχνιούνται, σου αφήνουν μόνο φεύγοντας την θλίψη της συνειδητοποίησης ότι δεν θα έχεις την δυνατότητα να τους ξαναδείς και να τους ξαναμιλήσεις. Τα εφόδια που σου αφήνουν όμως είναι τόσα πολλά, που γεμίζουν την ζωή σου με καθημερινές και πολύτιμες αξίες.
Μου είναι όλο και πιο δύσκολο να κατεβαίνω στην Κρήτη και ένας ένας οι άνθρωποι που εκτιμώ να λείπουν, θα λείπεις κι εσύ πια Λευτέρη…
Λευτέρακα, Ινδιάνε που σ’ έλεγε ο πατέρας μου, καλή ανάπαυση.
Θα μας λείψεις.
Καλή αντάμωση.
Με εκτίμηση,
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΤΙΒΑΚΤΑΚΗΣ