Το βιογραφικό σημείωμα υπογράφουν:
Η κόρη του
Μαρία Καρτεράκη-Βενέτικου
Τα εγγόνια του
Ευαγγελία Καρτεράκη
Ιωάννα Καρτεράκη
Μιχάλης Καρτεράκης
Όταν οι μνήμες σου ανοίγουν δρόμους για να πορευτείς
οι ‘’φωτεινές’’ αναμνήσεις είναι ευλογία για να πορευτείς με αξίες
Γεννημένος το 1903 στην Πόμπια είναι ένα από τα τρία παιδιά του Γιώργου και της Ευσεβίας Βενέτικου.Σε πολύ μικρή ηλικία ορφανεύει από πατέρα και μαζί με τη μητέρα και τις δυο αδερφές του, τη Στυλιανή και τη Δεσποινιώ μετακομίζουν στους Βώρρους.
Ζουν στην ορφάνια και τη φτώχεια. Την προστασία των τριών παιδιών αναλαμβάνουν οι Στεφανίδηδες (ο Δημοσθένης Στεφανίδης στενογράφος της Βουλής των Ελλήνων επί Βενιζέλου και οφαρμακοποιός Χαρίλαος Στεφανίδης επιστήθιος φίλος τουσυγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη).
Σε ηλικία μόλις 14 χρονών γίνεται κυρατζής, για να αναλάβει με τη βοήθεια του Δημοσθένη Στεφανίδη το 1936 φύλακας αρχικά του περιπτέρου της Φαιστού και φύλακας των αρχαιοτήτων λίγο αργότερα.
Οι αδερφές του Στυλιανή και Δεσποινιώ πριν αρχίσουν να βοηθούν τον Αλέξανδρο στη Φαιστό, εργάζονται στο αρχοντικό της οικογένειας Στεφανίδη. Η ζωή του Αλέξανδρου αρχίζει να μοιράζεται ανάμεσα στην οικογένεια, την εκκλησία και τον αρχαίο λόφο της Φαιστού.Παντρεμένος με την Ιωάννα δημιουργεί μία υπέροχη οικογένεια αποκτώντας τέσσερα παιδιά. Τον Γιάννη, την Μαρία, την Ελβίρα και την Ελένη. Παιδιά μεγαλωμένα με χάδια από τις δυο ανύπαντρες θείες και όλα τα καλά του κόσμου. Αποκτούν ανατροφή, δασκαλεμένα στο σεβασμό και την αγάπη.Άνθρωπος νοικοκύρης, με τάξη, ευγενικός, καλοκάγαθος, φρόντιζε την οικογένεια του, και έδειχνε την αγάπη του στη σύζυγο Ιωάννα αποκαλώντας την πάντα «κοπελιά μου», προστάτευε τις ανύπαντρες αδερφές του δείχνοντας τους σεβασμό και περίσσια αγάπη.Ο Αλέξανδρος βαθιά θρησκευόμενος ήταν άνθρωπος της εκκλησίας. Υπηρέτησε για πάνω από 50 χρόνια το εκκλησιαστικό συμβούλιο. Πάντα σε κάθε κτύπημα της καμπάνας ήταν πίσω από το παγκάρι της εκκλησίας των Εισοδίων στους Βώρρους, καλημερίζοντας με χαμόγελο τους συγχωριανούς του. Κάθε μήνα ο βασιλικός από την αυλή και το εικόνισμα περίμεναν τον ιερέα για τον καθιερωμένο αγιασμό, με παιδιά και αργότερα και με τα εγγόνια να μαθαίνουν από τον ίδιο τη δύναμη του Σταυρού και της προσευχής.
Τα παιδιά του περνούν ατέλειωτες ώρες πάνω στη Φαιστό, όπου ο πατέρας τους κοινωνούσε την αρχαία ζωή της Φαιστού με γλαφυρότητα και φλόγα σε όσους είχαν την τύχη να τον συναντήσουν και οι θείες μαγείρευαν και φίλευαν κάθε επισκέπτη. Και ήταν μεγάλη τους η χαρά όταν από την άκρη του λόφου έβλεπαν το «πολυτελειάκι» έτσι αποκαλούσαν το λεωφορείο που έφερνε τους τουρίστες στη Φαιστό. Πέρασε όλη του τη ζωή μεταξύ Φαιστού και Βώρρων έχοντας πάντα στο σπίτι του τις δύο ανύπαντρες αδερφές του. Επέστρεφε σε αυτό κάθε βράδυ, με το γαϊδουράκι του από τη Φαιστό, κουρασμένος από τον ήλιο και την ορθοστασία και τα παιδιά του, δασκαλεμένα από τον ίδιο στο σεβασμό, του φιλούσαν το χέρι και τον φρόντιζαν. Πάνω στα ερείπια της Φαιστού ο Αλέξανδρος υποδέχτηκε, φιλοξένησε, φίλεψε, χαιρέτησε βασιλείς, πρίγκιπες, απλούς ανθρώπους, προσωπικότητες από όλον τον κόσμο.Αυτοδίδακτος γλωσσομαθής, ξεναγούσε με καμάρι και δίδασκε τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, άμεσα και πειστικά.
Τα τρία αδέρφια μεγαλωμένα στο αρχοντικό της οικογένειας Στεφανίδη είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον Νίκο Καζαντζάκη συμμαθητή στο γυμνάσιο με τον Χαρίλαο Στεφανίδη.
Η Μάρθα Αλεξίου δημοσιεύει στην Αμάλθεια του 1978 (τριμηνιαίο ιστορικό λαογραφικό περιοδικό) τριάντα τέσσερα άγνωστα γράμματα του Νίκου Καζαντζάκη στον φίλο του Χαρίλαο Στεφανίδη. Η αλληλογραφία τους αρχίζει το 1903 και η τελευταία κάρτα του Ν. Καζαντάκη προς τον Στεφανίδη έχει ημερομηνία 19/09/1950.
1912-Ν. Καζαντζάκης –Χ. Στεφανίδης
Αθήνα, 10 Μαρτίου 1903
Πολυαγαπημένε μου Χαρίλαε
Πόσο μ’αρέσει να κάθομαι μόνος στην κάμερα μου, να ξεχνώ την αθηναϊκή ζωή και να κουβεντιάζω μαζί σου…
Gottesgad, 1 Νοεμβρίου 1929
Κάποτε συλλογούμε πόσο θα ΄ταν ευτυχία να΄χα ένα σπίτι σαν το δικό σου στους Βώρρους, με το περβόλι του, με τα πιθάρια του, με τη Δέσποινα του (αυτή θα παντρεύτηκε πια)…
Αίγινα, 4 Φλεβάρη 1936
Άραγε θα αξιωθώ να ξανάρθω στους Βώρρους; Θα ξαναδώ τη Δεσποινιώ, τη Στυλιανή τον Αλέξανδρο; Tι γίνονται όλες αυτές οι αγαπητές ψυχές; Αλάχ Κερίμ!
Μουρμάνσκ 23 Ιανουαρίου 1929
Αγαπημένε μου Χαρίλαε
… όμως νοσταλγώ μια άλλη χαρά: Ήλιος, πορτοκαλιές και μανταρινιές, Βώρροι, Δέσποινα Βενέτικου με τις ανάδετες πλεξούδες
Καλή αντάμωση πάλι μια μέρα στους Βώρρους, στα πιθάρια σου δίπλα με το μαρκούτσι.
Με πολλή αγάπη πάντα Ν.
Νίκος Καζαντζάκης – Δεσποινιώ Βενέτικου-Λευτέρης Αλεξίου στους Βώρρους
Η σύζυγος Ιωάννα, ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού και τα χωράφια. Κάθε βράδυ περιμένει την οικογένεια να καθίσει όλη μαζί γύρω από το τραπέζι. Αυτό συνεχίζετε και μέχρι τα πρόσφατα χρόνια που έσμιγαν παιδιά, νύφη, γαμπροί και εγγόνια και πάντα ο παππούς στην κεφαλή του τραπεζιού ακολουθώντας το τελετουργικό της μάζωξης.
Και το βράδυ τα τραπέζια έβγαιναν έξω στην αυλή, γιατί η βεγγέρα μεγάλωνε… συγγενείς, γείτονες, φίλοι από το χωριό, φίλοι από την Γερμανία την Γαλλία… Ήρθαν τα παιδιά του Βενέτικου… Τα παιδιά από την κοντινή Πόμπια, την Αθήνα και τα καράβια, τα ξενιτεμένα παιδιά από την Γερμανία. Όλοι στη ίδια αυλή με το αξέχαστο άρωμα του νυχτολούλουδου και του γιασεμιού. Οι γυναίκες μαγείρευαν, οι άντρες έπιναν ρακή, οι κοπελιές έφτιαχναν κολαΐνες από γιασεμιά και τα παιδιά έπαιζαν. Μετά το παιχνίδι κάθονταν στα πόδια του παππού Αλέξανδρου ή της γιαγιάς Δεσποινιώς και άκουγαν παραμύθια με τον Δεκατρή, ή ιστορίες με τη Φαιστό και τον Νίκο Καζαντζάκη.
Κάποτε παιδιά μου ήρθε στη Φαιστό ο Βασιλιάς ο Παύλος με τα κοντά άσπρα παντελονάκια… έλεγε ο παππούς… κάποτε παιδιά μου έπαιξα «γιάντες» με τον Καζαντζάκη ήμουν 18 χρονών και τον γέλασα… έλεγε η Δεσποινιώ.Παιδιά μου, ζήταγε από μένα να μιλάω με παλιές κρητικές λέξεις και ο Καζαντζάκης τις σημείωνε σε χαρτάκια για να τις χρησιμοποιεί λέει στα βιβλία του,και η Δεσποινιώ καμάρωνε για το πανέμορφο κόκκινο μεταξωτό ύφασμα και τα μπουκαλάκια με τα αρώματα, δώρα από τα ταξίδια του συγγραφέα στο εξωτερικό.
Αυτή η τεράστια στα μάταια μας αυλή που γύρω είχε δωμάτια, το καθένα με το όνομα του…η κάμαρα, οοντάς με την τέμπλα, το υπόγειο, το πατητηρόσπιτο, ο στάβλος, το κουνελόσπιτο, ο πέρα οντάς… όλη η περιουσία του Αλέξανδρου μαζί με τέσσερα παιδιά, νύφη, γαμπρούς και δέκα εγγόνια. Ακόμα και όταν μάλωνε τα εγγόνια για κάποια αταξία, είχε τον τρόπο του, και στο μικρό παιδί με σεβασμό μιλούσε, και πάντα ορμήνευε το καλό. Ελάτε παιδιά μου έλεγε ο παππούς ήσασταν καλά παιδιά σήμερα, να πάρετε το «μεροκάματο» σας και να πάτε για ύπνο… το πιο γλυκό «μεροκάματο» του κόσμου…
Από αφηγήσεις ανακαλύπτεις πως το σπίτι αυτό είχε την δεκαετία του πενήντα Χριστουγεννιάτικο δέντρο με αμέτρητα ξύλινα στολίδια και πάντα δώρα στη βάση του που περίμεναν τα παιδιά μετά την εκκλησία να τα ανοίξουν.Ήταν το σπίτι στο οποίο πάντα έβρισκαν ένα πιάτο φαγητό όσοι έρχονταν για επίσκεψη και αυτοί ήταν πολλοί. Φωτογράφοι εκείνης της εποχής, (ο πατέρας της ηθοποιούς Άννας Παναγιωτοπούλου παντρεμένος τότε στο Ηράκλειο), επισκέπτες της Φαιστού, συγγενείς και φίλοι.Το σπίτι που πάντα γέμιζε με κάρτες και γράμματα από ανθρώπους που φεύγοντας από την Κρήτη, δεν ξέχναγαν και κρατούσαν επαφή μέχρι να γυρίσουν ξανά όπως την κ. Ρόζεν από τη Γαλλία.
Όλη η ζωή του Αλέξανδρου της Φαιστού αποτυπωμένη σε εκατοντάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες που έφταναν από κάθε γωνιά της γης με ευχαριστήριες κάρτες και ευχές για καλή αντάμωση…
Το βιός του, ένα σπίτι με πολλά λουλούδια και μια μεγάλη αυλή που κάθε καλοκαίρι γέμιζε από τις χαρούμενες φωνές των εγγονιών του και των επισκεπτών του, που ακόμη και στα γηρατειά του, τον αναζητούσαν για να τον συναντήσουν.
Έμεινε στη Φαιστό 43 ολόκληρα χρόνια, παραμένοντας εκεί και κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, χωρίς μισθό, μοναδικός και άγρυπνος φύλακας της.
Ζωντανές οι μνήμες που ακόμα και μετά το θάνατό του έφταναν στην αυλή τουρίστες που αναζητούσαν να ξαναδούν τον Αλέξανδρο ή άλλοι για να τον γνωρίσουν γιατί είχαν ακούσει για αυτόν. Πολλοί έχοντας πληροφορηθεί το θάνατο του πήγαιναν στο μνήμα με ανθοδέσμες και δάκρυα.
Μετά την ίδρυση του Μουσείου Κρητικής Εθνολογίας, ο Αλέξανδρος συνταξιούχος πια, παρευρίσκεται κάθε πρωί αμοισθί, στον χώρο του μουσείου καλωσορίζοντας του επισκέπτες του.
Ο μοναχογιός του ο Γιάννης μετανάστης στην Γερμανία αφηγείται πως σε μια διαδρομή με το τρένο για τη δουλειά βλέπει πως ο διπλανός του διαβάζει ένα γερμανικό περιοδικό. Έχει αφιέρωμα στην Κρήτη. Και μία φωτογραφία με μία λεζάντα… «Ο Αλέξανδρος Βενέτικος ο φύλακας της Φαιστού»… Με καμάρι απευθύνεται στον Γερμανό που έκπληκτος τον ακούει να του λέει «Αυτός είναι ο πατέρας μου…»
Τα εγγόνια από την κοντινή Πόμπια νιώθουν περήφανα όταν σε εκδρομή με το δημοτικό τους σχολείο ξεναγούνται στη Φαιστό από το παππού τους. Και χρόνια αργότερα η μητέρα τους, Μαρία Καρτεράκη – Βενέτικου όταν ξεναγεί το δικό της εγγόνι 10 ετών τότε, στη Φαιστό, καταφέρνει με ένα μοναδικό χάρισμα να μπλέκει την Ιστορία των Μινωϊτών με εκείνη των παππούδων… εδώ παιδί μου ήταν τα πιθάρια που οι αρχαίοι φύλαγαν το στάρι τους και εδώ το σαρνίτσι που η γιαγιά Στυλιανή μάζευε το βρόχινο νερό. Όλα ένα… αρχαία, μεταπολεμικά, τωρινά…
Με παρότρυνση των εγγονιών του ο Αλέξανδρος ξεκινάει να γράφει τις ιστορίες της ζωής του, καλλιγράφος καθώς ήταν σε ένα μπλε σχολικό τετράδιο… δεν τα κατάφερε όμως, ήρθαν τα γηρατιά…
Για τον Αλέξανδρο αφιερώνονται άρθρα σε εφημερίδες της εποχής
Εφημερίδα ‘’ΤΟ ΒΗΜΑ’’ – Τρίτη 22 Απριλίου 1969 και Εφημερίδα ‘’ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ’’ – Κυριακή 7 Ιουνίου 1964
Στα ίχνη των Βασιλέων της Φαιστού του Ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη
‘’Διαβάζω σ΄έναν ωραίο τόμο μιας ξένης αεροπορικής εταιρείας, αφιερωμένο στην Ελλάδα, ένα άρθρο του DanielRops της Γαλλικής Ακαδημίας: πόσες φορές κουβεντιάζοντας με έναν άνθρωπο του λαού, έναν που έπαιζε φλογέρα στους Δελφούς ή με τον φύλακα των ερειπίων της Φαιστού, Αλέξανδρο, δεν σκέφτηκα, πως η σοφία τους ήταν ίδια με τη σοφία του Σωκράτη και πως όλη η ποίηση της Αρχαίας Ελλάδας βρισκόταν μέσα στο λόγο τους καθώς μιλούσαν για τη γη τους…
Ο φύλακας των ερειπίων είναι ο Αλέξανδρος Βενέτικος, φύλακας της Φαιστού από τετάρτου αιώνος. Πρόσωπο μυθικό πια…ο Αλέξανδρος είναι ο μόνος αφέντης της Φαιστού, ξεκινάει χειμώνα-καλοκαίρι απ΄το κοντινό χωριό του, με το ψωμί και το προσφάι του σ΄ένα ταγαράκι, ακουμπά το ταγαράκι του στον κορμό του δέντρου της Φαιστού, κάθεται κι αγνατεύει τον κάμπο της Μεσσαράς…
«ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ Αρχιπέλαγος Διηγήματα και Διηγήσεις Ταξιδιών, Πρώτη έκδοση 1969».
ΟHenryMiller ανακαλύπτει τον Αλέξανδρο το 1939 στη Φαιστό.
«Ο Κολοσσός του Μαρουσιού»
Η Ελλάδα είναι αυτό που όλος ο κόσμος ξέρει, κι ας μην την έχει δει , κι ας είναι παιδί, ηλίθιος ή αγέννητος ακόμη. Είναι αυτό που πρόσμενες να ήταν η γη, με λίγο πιο πολλή καλοτυχία. Είναι το πρώτο σκαλοπάτι της αθωότητας…είναι φτιαγμένη από χώμα, φωτιά και νερό. Η Κρήτη είναι ένα λίκνο, ένα όργανο, ένα δοκιματήρι που μέσα του συντελείται ένα ηφαιστειώδες πείραμα…ΗΦαιστός είναι το θηλυκό κάστρο του Μίνωα… Ο Αλέξανδρος ο μοναδικός φύλακας της…περίμενε σιωπηλός, όλο σεβασμό να του μιλήσω… Είσαι καλός άνθρωπος είπε. Ο θεός σε έστειλε σε μένα για να μοιραστείς τη μοναξιά μου. Ο Αλέξανδρος είναι πολύ ευτυχισμένος. Έλα. Και παίρνοντας με από το χέρι μ’έφερε βόλτα γύρω από το περίπτερο κι ύστερα σταθήκαμε στην πρόσοψη του. Το έκανε αυτό σαν να ήθελε να μου προσφέρει το καλύτερο δώρο που άνθρωπος μπορεί να δώσει σε άνθρωπο. Σου προσφέρω αυτή τη γη κι όλες τις χαρές, όλες τις χάρες που κλείνει μέσας της, έλεγε το βουβό κι εύγλωτο βλέμμα των ματιών του. Γύρισα αλλού τα μάτια μου. Ήταν πάρα πολύ για ναμπορέσω να ταδεκτώ όλα αυτά μονομιάς.Για μια στιγμή ο Αλέξανδρος μπήκε μέσα, αφήνοντας με να αργοπερπετώ στην πλατεούλα τουπεριπτέρου και να θαυμάζω το ολόγυρα μεγαλόπρεπο θέαμα…Να η πρώτη μέρα της ζωής μου, είπα μόνος μου, που σφικταγγάλιασα σε μια και μόνο σκέψη κάθε πλάσμα και κάθε πράγμα του κόσμου τούτου. Ευλογημένο ας είναι το σύμπαν…
Έτσι ξεκινάει μια βαθιά φιλία που κρατάει πολλά χρόνια και διατηρείταιμε αλληλογραφία μεταξύ Κρήτης και Αμερικής, μεταξύ Αλέξανδρου και Henry.
«Αδερφέμου Αλέξανδρε»έτσι ξεκινούσαν τα γράμματα του HenryMillerο οποίος φίλος με τον Γιώργο Σεφέρη τον παρακαλεί να μεριμνήσει ώστε ο Αλέξανδρος να πάρει αύξηση στον μισθό του. (μαρτυρία από το περιοδικό Η ΕΛΛΑΔΑ 1964).
Φωτογραφία με τη θέα του σπιτιού του Μίλερ αφιερωμένη στον Αλέξανδρο
OΜίλερ στο νησί της Ύδρας, 1939 (φωτογραφία του Γιώργου Σεφέρη)
Είκοσι χρόνια αργότερα όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Henry Miller προσκλήθηκε να συνεισφέρει με κείμενο του στο βιβλίο Η ΕΛΛΑΔΑ (δημοσιεύθηκε το 1964 από τον Viking Press) με σχέδια της Anne Poor(1918-2002 ζωγράφος γνωστή για τη δουλειά της ως καλλιτέχνης μάχης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), γράφει:«Από τότε που έγραψα τον Κολοσσό του Μαρουσιού, κατά την επιστροφή μου από την Ελλάδα το 1940, δεν έχω γράψει ποτέ άλλη γραμμή για την Ελλάδα και πιθανότατα δεν θα το έκανα τώρα σε αυτά τα χρωματιστά σχέδια της Anne Poor.Μια ματιά όμως σε αυτές τις ζωντανές εντυπώσειςκαι νιώθω σαν να ξαναζώ τη διαμονή μου στην Ελλάδα».Τον εμπνέει το παρακάτω σκίτσο και γράφει τον επίλογο του ταξιδιού του. Του θυμίζει τον Αλέξανδρο για αυτό και το ερωτηματικό στην λεζάντα.
Ένα σκίτσο του «θεματοφύλακα στη Φαιστό» της Άννας Πουρ (Αλέξανδρος Βενέτικος;). Poor and Miller 1964
Δεν είναι μια χώρα που ανακαλύφθηκε από κάποια μεταναστευτική φυλή. Είναι μια εφεύρεση των θεών.
Χένρι Μίλερ, Ελλάδα (1964)
Μέχρι τα βαθιά γεράματα ο Αλέξανδρος πορεύεται με πίστη βαθιά στον θεό δίνοντας σε όλους πάντα την ευχή του και λίγο πριν το τέλος παραγγέλνει στο μεγαλύτερο εγγόνι του τη Βαγγελιώ … παιδί μου τα παιδιά σου κοντά στον θεό…
Ο Αλέξανδρος Βενέτικος έφυγε από τη ζωή στις 12 Ιανουαρίου του 1989 σε ηλικία 86 ετών, πλήρης από μια ζωή γεμάτη, από τις ομορφιές της αυλής του, της οικογένειας του και του λόφου της μεγάλης του αγάπης της Φαιστού.
Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος.
Ελπίζουμε να σας δούμε το Πάσχα
που θάρθομαι στην Κρήτη…
Σας φιλούμε αδερφικά
Simon, MRozen
Ένα γράμμα που έφτασε την επόμενη και η ευχή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ…
Οι επικήδειοι λόγοι δημοσιεύονται στις εφημερίδες του Ηρακλείου Αλλαγή – Τόλμη – Μεσόγειος (Κυριακή 22/1/1989)
Ηράκλειο, Μάρτιος 2021
Η κόρη του
Μαρία Καρτεράκη-Βενέτικου
Τα εγγόνια του
Ευαγγελία Καρτεράκη
Ιωάννα Καρτεράκη
Μιχάλης Καρτεράκης
(Υ. Γ. “e-mesara.gr”: Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Γιώργο Χουστουλάκη για την έρευνά του για τον Αλέξανδρο Βενέτικο, από την οποία έγινε γνωστή η (άγνωστη) προσφορά του στον τόπο μας)