Του Μιχάλη Στρατάκη
Κυρ Γιώργη τονε λέγανε κι ήτανε πλανόδιος κουλουράς.
Μια πλιθόχτιστη κάμερα κι ένα κουζινάκι μια σταλιά ήτονε το κονάκι του, στα Καμίνια, στην πλάτη του σινεμά «Ορφέας», κολλητά στο κονάκι του γέρο Ζαχαρία Χνάρη.
Είχε σασμένο με τα χέρια του ένα αυτοσχέδιο καρότσι, έβανε απάνω τα κουλούρια του και από το ποδιαφώτισμα εντάκερνε να οργώνει τα σοκάκια των Καμινιών και να πουλεί την πραμάτεια του.
Απέναντι από το 26ο δημοτικά σκολειό, απού επήγαινα, τρίτη τάξη θυμούμαι, ήτονε ένα καφενείο μ’ ένα θεόρατο δεντρό απ’ όξω κι εκειά τονε θώρουνα να στένεται κάθε μέρα, για να πιει ένα ποτήρι νερό και να πάρει μια ανασεμιά ξαπόστασης από τον ατέλειωτο ποδαρόδρομο.
Όσα συγκόπελα μου είχανε το απαιτούμενο πενηνταράκι, ετρέχανε και παίρνανε καβρουμάδες.
Θεονόστιμοι πρέπει να ‘τανε, γιατί τα θώρουνα να τση τρώνε με σφαλιχτά τα μάθια.
Μια μέρα, είχαμε γυμναστική και ο δάσκαλος μας έβαλε να πηδούμε άλμα εις ύψος, σ’ ένα τετράγωνο λάκκο, που τον είχαμε γεμίσει άμμο, απού την είχαμε κουβαλήσει όλοι οι μαθητές από το Στόμιο μέσα σε σακούλες, που μας είχανε πάει, τάχα μου εκδρομή.
Ο διάολος το ‘καμε και μια φορά που επήδηξα και του λόγου μου, πάνω από το σπάγγο, πέφτοντας εστραμπούληξα τον πόδα μου και επόθανα από τση πόνους.
Εβάλανε τση φωνές τα κοπέλια, εντάκαρε τση «πρώτες βοήθειες» ο δάσκαλος, μα το μόνο που εκατάφερνε, ήτονε να με κάνει να χτυπιούμαι χάμε από τση πόνους.
Ετότε σας, θυμούμαι είδα από πάνω μου τον κυρ Γιώργη τον κουλουρά.
Διαολισμένος ήτανε και εφώνιαζε του δασκάλου «άσε ετούτανα απού κάνεις, στο γιατρό να πάμε το κοπέλι».
Ο δάσκαλος πράμα δεν του ‘πε, μα έδειχνε να τα ‘χει χαμένα.
«Ανίμενε ένα λεφτό, κι εγώ θα το πάω στο Πανάνειο», είπε και αγλάκησε προς το καφενείο, που ‘χε αφημένο το καρότσι του με τα κουλούρια.
Άδειασε το καρότσι από την πραμάτεια του στο τραπέζι του καφενείου και σε δυο λεφτά ήτανε πλάι μου με το καρότσι αδειανό.
Δίχως να πει πράμα, με σήκωσε αγκαλιά και με ‘βαλε όπως εμπόριε κι όπως εχώρουνα στο καρότσι.
Από το σκολειό ίσαμε το Πανάνειο νοσοκομείο, τουλάχιστο δυό χιλιόμετρα δρόμος είναι.
Κι αυτά τα δυό χιλιόμετρα, ο κυρ Γιώργης τα ‘καμε αγλακιστός, με μένα να παλεύω από τη μια με τση πόνους του αστραγάλου μου κι από την άλλη με τη χαρά μου που έκανα τζάμπα καβαλαρία σε καρότσι.
Επαραλάβανε με οι γιατροί, είπανε «σιγά το πράμα και θες να πας και στον πόλεμο», εσέρνανε τον πόδα μου κι επόνουνα ο κακομοίρης, μα ίντα να ‘κανα.
Τέλος καλό, όλα καλά.
Μου δέσανε τον πόδα, μου ‘πανε και να μην τονε πατώ για κάμποσες μέρες κι εφύγαμε.
Ετσά όπως είχαμε πάει εφύγαμε.
Με μένα απάνω στο καρότσι και με τον κυρ Γιώργη να ‘ναι ζεμένος και να το σέρνει, ίσαμε να γιαγύρομε στο σκολειό.
Όταν τον είδα να ξαναβάνει τα κουλούρια του στο καροτσάκι του μεροκάματου, δεν εβάσταξα την πεθυμιά μου κι επήγα και του φίλησα τη χέρα.
Ήθελα ν’ αγοράσω κι ένα καβρουμά, μα δεν είχα το απαραίτητο πενηταράκι.
Πηγή: Stratakis Mixalis